Τα γονεί – δια

 Τα γονεί – δια

 

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας


Γράφω. Ότι νάναι γράφω. Μου έρχεται μια λέξη στο μυαλό απ’τα παλιά κι αμέσως φεύγω, πετώ, μετεωρίζομαι. Σε μέρος δίχως τόπο, μετεωρίζομαι. Άλλοτε για μια στιγμή, μεγάλη ή μικρή – σάμπως και να έχουν οι στιγμές χρονική διαφορά; – κι άλλοτε για ώρα πολλή μετεωρίζομαι. Ανάμεσα στο τώρα και στο τότε στέκομαι. Μια σε εκείνα τα χρόνια τα παλιά με πάει ο νους μου που ήταν άγραφο ακόμα το μυαλό μου ή ας πούμε ολιγογραμμένο, και μια σε αυτά τα τωρινά τα χρόνια βρίσκομαι, που το μυαλό μου είναι τίγκα στη μελάνι. Και πως, και που, να θυμηθώ όμως τώρα…τα τωρινά, πως να τα θυμηθώ….που, ό,τι γράφεται στη ρημάδα τη μνήμη μου ξεγράφεται ολοσχερώς και στο πιτς φυτίλι που λένε. Και γι αυτό, γι αυτόν τον λόγο ακριβώς, το τώρα δεν μου πάει και πολύ καλά. Ξεχνώ. Πολύ ξεχνώ.

Με ρωτά ο άλλος ας πούμε, ο συμμαθητής μου με ρωτά, ο Μόσχος… “που να πάω ρε φίλε το τηλεκοντρόλ μου για φτιάξιμο;” με ρωτά… γιατί λέει: “δεν λειτουργεί καλά”.

Και εγώ:

“Ξέρω”, του λέω, “σε εκείνο το μικρό το μαγαζάκι να το πας, να δεις πως το λένε, που είναι μωρέ στην αγορά απέναντι από το φαρμακείο εκεινής της ζωντοχήρας μωρέ, να δεις πως τη λένε, αααααα που έχει το ίδιο όνομα με τη βάρκα του φίλου μας, του Μιχάλη”.

Πώς και τον θυμήθηκα τον Μιχάλη!

“Εντάξει, άστο”, μου λέει ο ….ο…..ο Μόσχος. Μόσχος; Ναι, ναι Μόσχος.

Και συνεχίζω εγώ:

“Ρε συ Μόσχο, το όνομα που έγραφε στη πλώρη της βάρκας του Μιχάλη λέω. Θυμάσαι πως την έχει βαφτίσει; Ρε… που έχει το ίδιο όνομα με το παρατσούκλι που κολλήσαμε σε εκείνη τη συμμαθήτριά μας, λέω. Εκείνη, που όταν πηγαίναμε στη δευτέρα γυμνασίου κάθονταν στην απέναντι από μας σειρά, και άνοιγε το τρίτο από τα κάτω κουμπί τής ποδιάς της, και βλέπαμε το ροζ βρακί της, ρε.”

Και ξαφνικά….”ρε συ, ροζ είπα;”

“Ρε συ, τα θυμήθηκα όλα, και το παρατσούκλι θυμήθηκα, και τη βάρκα θυμήθηκα, και τη ζωντοχήρα τη φαρμακέσσα θυμήθηκα. Ροζαλία. Ναι ρε, Ροζαλία. Είδες θυμητικό! Απέναντι από της Ροζαλίας το φαρμακείο είναι εκείνο το μαγαζάκι. Εκεί να το πας το….το….τί το θες το μαγαζάκι είπες;”

 

Τη μάνα μου μοιάζω. Παντελώς τη μάνα μου μοιάζω αλλά ευτυχώς η δική μου μνήμη λειτουργεί επαγωγικά. Λόγω και του μαθηματικού μου υποβάθρου βεβαίως. Και αυτό με βοηθά πολύ. Ευτυχώς!

Λέω, λέω, λέω… φεύγει το μυαλό μου και ξαφνικά φτάνω κάπου κι ύστερα βήμα βήμα επιστρέφω πίσω…

Στο ροζ βρακί έφτασα, ροζ βρακί είπα, το βρακί της Βασούλας θυμήθηκα – και πως όμως να το ξεχάσω που ήταν και τα πρώτα ξεσηκώματά μας -….και…. επαγωγικά στον όνομα Ροζαλία κατέληξε το μυαλό μου, στης όμορφης της φαρμακέσσας τ’ όνομα.

Τόχε κάπως και η μάνα μου όμως αυτό το “επαγωγικά”. Μοιάζω με τη μάνα μου.

Στα τελευταία της, μια φορά που καθόμασταν στη ταράτσα και τη ρώτησα κάτι για το φαγητό το βραδινό, και τί θα φάμε, με κοίταξε ώρα πολλή, ύστερα έστρεψε το βλέμμα της στο απέναντι χωράφι:

“Το βλέπεις εκείνο το άλογο, έχει μυαλό αυτό το άλογο, όταν περνώ από εκεί του λέω καλημέρα και μου απαντά. Βλέπεις τώρα, βόσκει…. έχει λάπατα πολλά εκεί. Εμείς γιε μου…. εμείς τί θα φάμε για βραδινό γιε μου;”

Νάτη η επαγωγική η σκέψη της.

Ύστερα καθώς άρχισε να σουρουπώνει να δροσίζει κι άναψε και το φως στη διπλανή κολώνα της ΔΕΗ:

“Να σου φέρω μάνα το σάλι σου;”

Με ξανακοιτά πάλι ώρα πολλή.

Ύστερα στρέφει τη ματιά της στη κολώνα, στη λάμπα:

“Κι αυτή η ΔΕΗ πια, αυτή η ΔΕΗ, όλο απεργίες, απεργίες, απεργίες….”

Νάχουμε να λέμε “δηλαδής” που έλεγε και ο επιστάτης στο σχολειό μας.

Τη μάνα μου μοιάζω….

Και πώς αλλιώς να γίνονταν όμως;

Γίνεται αλλιώς να γίνονταν;

Γονεί – δια είναι αυτά.

 

Σε τούτη τη κατάσταση έχω φτάσει και άντε τώρα να θυμάμαι κάθε μέρα να παίρνω το χάπι μου για εκείνη την αυτοάνοση ασθένειά μου! Και ξεχνώ αν, ή όχι το πήρα. Μηνιαίο χαπομετρητή χρειάζομαι.

Τον πατέρα μου μοιάζω εδώ. Σε τούτο το αυτοάνοσο λέω. Του πατέρα μου κληρονομιά. Στους πόνους, τον πατέρα μου μοιάζω. Στη μάνα μου, στο χάος του μυαλού της μοιάζω. Και σε άλλα τους μοιάζω. Τους ξεσήκωσα. Τους ξεπατίκωσα και τους δύο. Ότι στραβό είχαν το πήρα εγώ. Τα ξεφορτώθηκαν εκείνοι – ώρα τους καλή εκεί ψηλά στον ουρανό που είναι, αστεράκια φωτεινά -, και τα φορτώθηκα εγώ. Μα παράπονο –  μάρτυς μου ο Θεός – δεν έχω, γιατί, γιατί θε νάρθει κάποια στιγμή εκείνη η ώρα η γνωστή, που θα τα ξεφορτωθώ και εγώ. Αστεράκι και εγώ.

Αλλά ελπίζω όμως και εύχομαι εγώ, εγώ τουλάχιστον πίσω μου να μην τα αφήσω. Μαζί μου να τα πάρω!

 

Είκοσι έξι Μαΐου του είκοσι είκοσι

Διαβάστε επίσης