Θοδωρής Γκόνης: «Το θέατρο είναι σαν τη ροή του νερού που πάντα προχωράει, βρίσκει διόδους και βγαίνει στη θάλασσα»

 Θοδωρής Γκόνης: «Το θέατρο είναι σαν τη ροή του νερού που πάντα προχωράει, βρίσκει διόδους και βγαίνει στη θάλασσα»

Συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Σαμοθράκη

Ο στιχουργός, ποιητής, σκηνοθέτης, ηθοποιός, οργανωτής Θοδωρής Γκόνης, καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας μιλάει στην Αλεξάνδρα Σαμοθράκη για τις δυσκολίες του θεάτρου σήμερα, την ελληνική δραματουργία, το κοινό, το λαϊκό θέατρο, την έμπνευση, τις κακές και καλές μας συνήθειες, τις ανεμώνες που φυτρώνουν μέσα στα σκουπίδια και παραμένει αισιόδοξος μέσα στο απαισιόδοξο κλίμα της εποχής.


Πώς βλέπετε το θεατρικό τοπίο στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή;  

Αν και πρόκειται για μια καινούργια συνθήκη, το θέατρο πάντα  ξέρει- είναι σαν τη ροή του νερού που πάντα προχωράει, στρίβει, βρίσκει διόδους και ξαναβγαίνει στη θάλασσα.

Υπάρχει μια μεγάλη δυσκολία, αλλά το θέατρο είναι βετεράνος στη δυσκολία, την έχει σπουδάσει. Αν δει κανείς την Ιστορία του Θεάτρου, η παρούσα κατάσταση δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο, απλά βρήκε εμάς, τη γενιά μας, λίγο απαίδευτους ή μάλλον αγύμναστους στις δυσκολίες.

Πρέπει να αντιδράσουμε και το θεωρώ υπερβολικό να το συζητάμε, όχι επειδή το πρόβλημα δεν υπάρχει-υπάρχει και παραυπάρχει- είναι όμως όπως όταν ετοιμάζεσαι για πρόβα και καταναλίσκεις δυνάμεις εκτός πρόβας. Πρέπει να κάνουμε οικονομία δυνάμεων. Μέσα από την εργασία μας θα βρεθεί διέξοδος, όπως όταν συναντάει το νερό ένα εμπόδιο, στρίβει, διακλαδίζεται και μετά ξαναβρίσκει τη ροή του, όπως προανέφερα.

Ας ακολουθήσουμε τη σοφία του νερού.

 

Να σταθούμε λίγο στις δωρεάν προβολές θεατρικών έργων στο youtube; Πιστεύετε πως αλλοιώνουν τη θεατρική εμπειρία;

Είδαμε μερικές καλές παραστάσεις, κάποιες εκ των οποίων δεν είχαμε μπορέσει να δούμε, όχι μόνο οι άνθρωποι του θεάτρου.

Κάποιες ήταν σπουδαίες, κάποιες όχι, ήταν νομίζω χρήσιμο αυτό που συνέβη. Ξαναφέρνει στην επιφάνεια το πρόβλημα των πνευματικών δικαιωμάτων των ανθρώπων που δουλεύουν. Πάντα το πρόβλημα κρατάει στην αγκαλιά του και τη λύση αν είμαστε σωστοί, σοβαροί και συνετοί.

Με τις προβολές αυτές, θα μπορούσε αργότερα, αν συνεχιστεί ο λοιμός αυτός- που δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί, έχει ημερομηνία λήξης- μπορούμε να ξαναδούμε τα έργα, τα τραγούδια των ανθρώπων αυτών που είναι επαγγελματίες. Θα πρέπει όμως να ξαναδούμε τα δικαιώματα των καλλιτεχνών.

Όταν πας στο ραντεβού με το πρόβλημα θα βρεις και τη λύση.

 

Η Πολιτική Προστασία θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει τη Λαίδη Μακμπεθ για να μας διαφημίσει το πλύσιμο των χεριών ‘πολύ σχολαστικά’. Υπάρχει κανένας άλλος θεατρικός χαρακτήρας που θα είχε κάτι να μας συμβουλέψει για την αντιμετώπιση του κορoνοϊού;

Όλοι οι τραγικοί ήρωες θα μπορούσαν να μας συνετίσουν, πχ ο Οιδίποδας έχει να αντιμετωπίσει λοιμό. Και μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Καμύ θα είχαν κάτι να πουν. Θα ήταν έξυπνο και αστείο να χρησιμοποιηθεί η Λαίδη Μακμπεθ αλλά θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί σωστά.

Αυτό το έργο του Σαίξπηρ κάνει τα άσχημα ωραία και τα ωραία άσχημα. Είδαμε μέσα στην καραντίνα τόσους ανθρώπους που μπορεί να μη διάβασαν τόσο πολύ, να μην είδαν έργα, να μη διάβασαν ποίηση και όμως οι κλασσικοί έγιναν κάπως σα μέλη της οικογένειας μας- τα λόγια τους υπολάνθαναν.

Αυτοί έτρεξαν και τώρα στη δυσκολία να βοηθήσουν χωρίς να ζητάνε και τίποτε. Αρκούσε να ανατρέξουμε σε ένα ποίημα του Σεφέρη ή του Έλιοτ ή μια τραγωδία του Σοφοκλή. Ακόμη και ο Τσιόδρας, εκπέμποντας μια σοφία μιας άλλης στιγμής της φυλής μας, με σεμνότητα και επαγγελματισμό κατέφυγε στον Ελύτη αποχαιρετώντας μας, αν και περισσότερο από την απαγγελία του ποιήματος με συγκίνησε το ότι είπε πως πάντα αμφιβάλουμε και ανησυχούμε, ποτέ δεν είμαστε σίγουροι για κάτι, όπως δηλαδή και ένας μεγάλος καλλιτέχνης.

Το ποίημα ήταν υπέροχο- μιλούσε για την ταπεινότητα και την αρετή της φτώχειας, μια ξεχασμένη αρετή που με ενδιαφέρει πολύ. Πρόκειται για μια ξεχασμένη και κατασυκοφαντημένη αξία που ο κορονοϊος επανάφερε στη ζωή μας, όπως και την εξίσου κατασυκοφαντημένη έννοια της αξιοπρέπειας.

Προ κορονοϊού, αν άρθρωνες τη λέξη ‘αξιοπρέπεια’ ο άλλος κάγχαζε. Πρέπει να έχεις μια επαγγελματική συνείδηση σε ότι κάνεις, μόνο έτσι θεμελιώνεις σοβαρά την εργασία σου είτε μιλάμε για θέατρο, είτε για εστιατόριο, είτε για συνεργείο, είτε για διοικητήριο.

 

Μετά τους αιώνες ευλαβικής προσκόλησης στο θεατρικό συγγραφεά και της αποθέωσης του ηθοποιού τον 19ο αιώνα διανύουμε την περίοδο  της παντοδυναμίας του σκηνοθέτη.  Εσείς που είστε τρισυπόστατος πού πιστεύετε ότι βρίσκετα η ισορροπία;  

Όλα έχουν το λόγο τους που γίνονται. Ο κόσμος προχωράει. Δεν εξελίσσεται, προχωράει. Ποτέ δεν κόβεται το σκοινί από εκεί που έχει ξεκινήσει. Άμα είσαι σοφός δεν κόβεις ποτέ το σχοινί, οι τέχνες και τα γράμματα είναι ένας μεγάλος λαβύρινθος-και ξέρεις πως είσαι δεμένος με την αρχή.

Σε αντίθεση με την επιστήμη που εξελίσσεται, η τέχνη προχωράει. Εγώ, όπως και ο οποιοσδήποτε, έχω στη διαδρομή μου και τα ρινίσματα του ξύλου ενός μπουλουκιού του 19ου αιώνα της Βρετανίας ή των Βαλκανίων και συνεχίζω. Αν ο σκηνοθέτης κρατάει αυτό το σκοινί και το προχωράει μπορεί να κάνει ό,τι θέλει.

Το θέμα είναι να μην το κόψει. Αυτή η έκφραση που λέμε χαριτολογώντας με την αγροτική παροιμία «έκοψε καπίκι αυτός», δηλαδή χάθηκε. Εκ του αποτελέσματος κρίνονται όλα. Μεγαλοφυείς σκηνοθέτες, από τον Πέτερ Στάιν μέχρι τον Όστερμάγιερ και τον Πήτερ Μπρουκ, έχουν κάνει σοφά πράγματα επάνω σε κείμενα- έχουν κόψει, έχουν ράψει. Αν κάποιος σκηνοθέτης τα κάνει αυτά πρόχειρα θα κάνει και λάθη και αρλούμπες και δεν θα μας αρέσει.

Ο ηθοποιός επανέρχεται- εξάλλου τον 19ο αιώνα επικρατούσε ο πρωταγωνιστής, όχι ο ηθοποιός. Πρόκειται για άλλη κλίμακα. Δεν θα έπρεπε αυτό να το χρησιμοποιούμε εναντίον των  σημερινών σκηνοθετών. Και τότε γίνονταν σπουδαίες παραστάσεις, και τώρα. Οπότε το να προχωράς, η διαδρομή, είναι το σημαντικό: τώρα περνάς από τα βουνά του σκηνοθέτη, μετά από την κοιλάδα του ηθοποιού, μετά από τις πεδιάδες του συγγραφέα. Μου αρέσει εμένα αυτό.

Η ζωή έχει πολλές υποθέσεις και βαθμολογεί  όλους μας. Δεν το κρίνω εγώ, η ζωή το κρίνει.

 

Μια που μιλάμε για κριτικό πνεύμα, με ποιο κριτήριο επιλέγετε τι θα ανεβάσετε μετά; Είναι δική σας ανάγκη ή του κοινού;

Δεν είναι ούτε δική μου, ούτε του κοινού. Η διαδρομή που προανέφερα, η γεωγραφία με καθοδηγεί: άμα βρέχει ανοίγω την ομπρέλα, άμα έχει ήλιο βάζω το καπέλο μου, άμα φυσάει πολύ τα πανιά μου τα ορτσάρω έτσι,  μεταφορικά μιλώντας. Η διαδρομή μου δείχνει το δρόμο. Δεν έχω σχέδιο, έχω διαδρομή όμως.

 

Θα συμβουλεύατε το ίδιο και κάποιο νέο σκηνοθέτη που τώρα κάνει τα πρώτα του βήματα;

Ναι, να κοιτάξει τη γεωγραφία, πού βρίσκεται- αν έχει θάλασσα, αν έχει βουνό, τι ιστορίες έχει εκεί. Μαζί με την επιθυμία του βέβαια και τον ενθουσιασμό του. Αν δεν έχεις ενθουσιασμό δεν έχεις ζωτικότητα να συνεχίσεις. Αυτό που λέμε «ταλέντο», το έχει πει πολύ ωραία ο Ζακ Μπρελ «είναι να θες να κάνεις κάτι. Όλα τα άλλα είναι ιδρώτας.»

Φτάνει πραγματικά να θες να κάνεις κάτι. Οι άνθρωποι που πραγματικά θέλουν να κάνουν κάτι μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού.

 

Δηλαδή συμφωνείτε με το Γάλλο συμβολιστή ποιητή Μαλαρμέ «αν δεν έχεις κάτι καινούργιο να πεις με το έργο σου μην πεις τίποτε»; Ή έχουμε φτάσει να αποθεώνουμε το νεωτερισμό, ιδίως σε σκηνοθετικές δουλειές που κυνηγώντας την καινοτομία χάνουν την ουσία;

Συμφωνώ με το Μαλαρμέ, αν και είναι ωραία να αντιγράφεις κάτι παλιό. Ξέρετε παλαιότερα ο δάσκαλος σε έβαζε να γράψεις τιμωρία στο σχολείο: «Γράψε 100 φορές δεν θα ξαναβγάλω τη γλώσσα μου». Γράψε 100 φορές κάτι παλαιό και αυτό θα γεννήσει κάτι νέο.

Το έχω δοκιμάσει στη ζωή μου αυτό. Δεν είναι μαγικό, είναι ουσιαστικό. Με την αντιγραφή προχώρησε ο κόσμος.

Βέβαια αν κανείς κινείται πίσω από τη μόδα είναι αμόρφωτος και γκρεμοτσακίζεται. Κάποιος που κοιτάζει τη μόδα και τη βιτρίνα της σκηνοθεσίας δεν έχει μέλλον. Όταν κάποιος είναι νέος η σκηνοθεσία, η δημιουργία είναι πολύ δύσκολη.

Χρειάζεται χρόνος.

Υπάρχουν βέβαια λαμπρές εξαιρέσεις όπως ο  Αρθούρος Ρεμπώ αλλά μετά και αυτός έχασε το πόδι του. Θέλει χρόνο, πρέπει να συγκεντρωθείς γιατί η ζωή είναι εκμαυλιστική.  Χρειάζεται μια αποδέσμευση από τη μεθυστική υπόθεση που λέγεται ζωή που μόνο ένας που είναι πραγματικά γεννημένος καλλιτέχνης μπορεί να το καταφέρει  .

 

Είστε από τους ελάχιστους Έλληνες σκηνοθέτες που προάγουν το σύγχρονο ελληνικό έργο. Υπάρχει ένδεια ελληνικών θεατρικών κειμένων ή απλά δεν υπάρχει ζήτηση;

Πανευρωπαϊκά δεν υπάρχουν πολλά σπουδαία κείμενα, τουλάχιστον από την εικόνα που εγώ μπορώ να έχω.

Γι’αυτό και οι άνθρωποι του θεάτρου ανεβάζουν τα κλασσικά έργα πάλι και πάλι και πάλι ή διασκευάζουν λογοτεχνικά κείμενα. Μακάρι να υπήρχαν περισσότερα ελληνικά έργα. Κάποια που ανεβάζονται έχουν κάποιο ενδιαφέρον, άλλα καθόλου. Ένα έργο δεν έχει σημασία να είναι ελληνικό αλλά ουσιαστικό.

Εμένα δε με πειράζει να έχει γραφτεί και στη Νιγηρία, στη Χιλή ή στο Περού φτάνει να είναι ένα σπουδαίο κείμενο. Ούτε ο Μπέκετ, ούτε ο Πίντερ, ούτε ο Μίλλερ  έγραψαν ελληνικά. Είναι λίγο ψευτοπρόβλημα. Μακάρι να έχουμε ένα νέο Έλληνα Τσέχωφ- σημασία όμως έχει τι συμβαίνει στο θέατρο.

Την ίδια ιστορία ξαναλέμε όλοι.  Όταν ένας «ελάσσονας και ατάλαντος» συνάδελφός μας, ο Μπόρχες, λέει πως είναι οριστικά μονόφθαλμος, καταλαβαίνετε. Πρόλαβε ο Όμηρος και είπε τη μεγάλη ιστορία. Ο Τζόυς πήγε και έκανε τον Οδυσσέα μετά. Ή ο Λεβί- Στρως.

Στην Ιλιάδα, 9 μέρες συνεχώς ο Απόλλωνας τοξεύει το στρατόπεδο των Αχαιών για να πέσει πάνω τους  λοιμός, ένας κορονοϊός της εποχής. Αν έγραφα για το λοιμό θα ξεκινούσα από αυτό: τι ακριβώς κάνει ο Απόλλωνας, γιατί 9 μέρες, τι αμαρτίες πρέπει να πληρώσουν οι Αχαιοί, τι αμετροέπειες;

 

Τώρα που πήγε η κουβέντα στην Ιλιάδα, στην αρχαιότητα αποτελούσε την ψυχαγωγία του μέσου ανθρώπου, όπως και στην Ελισαβετιανή εποχή το ίδιο έργο του Σαίξπηρ έβλεπε ένας τσαγκάρης στο Globe και η Βασίλισσα Ελισάβετ στο παλάτι της. Πιστεύετε ότι πλέον  τείνουμε σε ένα θέατρο 2 ταχυτήτων, υπάρχει ‘θεατρικός αναλφαβητισμός’;

Δεν υπάρχει λαϊκό θέατρο. Κατά τη γνώμη μου ο τελευταίος που έκανε λαϊκό θέατρο στην Ελλάδα ήταν ο Κουν. Από εκεί και πέρα υπάρχει το θέατρο της πρωτοπορίας, των εστέτ, αυτό που λέμε ‘ποιοτικό’ και στον αντίποδα υπάρχει το ΄εμπορικό΄.

Αλλά το εμπορικό, δεν έχει καμία σχέση με το λαϊκό θέατρο γιατί δεν απευθύνεται στον εργάτη αλλά στο μικροαστό.  Στο Δελφινάριο σήμερα μπορεί να πάει και ο νεόπλουτος, δεν είναι όπως τότε που ο προλετάριος καθόταν στη χωματίλα του Globe και άκουγε «Άμλετ».

Όπως προανέφερα, η ροή του θεάτρου κάνει ένα «π», βρήκε ένα βράχο και στρίβει αλλά δεν χάνεται.

 

Άρα για μεγάλο μέρος του κόσμου  έχει μετακυλήσει η απόλαυση αυτή στις συνδρομητικές πλατφόρμες;

Μα δεν υπάρχει ούτε λαϊκή τάξη. Έχουμε τους μικροαστούς και τους πάμφτωχους, τους σχεδόν clochard, που δεν έχουν τη δυνατότητα μόρφωσης.

Στο εξωτερικό πρέπει να είναι ακόμη εμφανέστερο- είχα πάει πέρσι στη Ν. Υόρκη ήταν γεμάτη από τη μια clochard και από την άλλη τους βαθύπλουτους του Μανχάταν- τεράστια αντίθεση. Ο κόσμος είναι ομοιόμορφος ως προς την πλήξη και ποικίλος ως προς τον παραλογισμό.

Πρέπει κανείς να είναι  αγωνιστικά απαισιόδοξος.

 

Δηλαδή για ποιον κάνουμε θέατρο; Για την κυρία στη Βουκουρεστίου με τη γούνα που μυρίζει ναφθαλίνη;

Δεν έχω απάντηση σε αυτό.  Ξέρω ότι το πρωί θα σηκωθώ από το κρεβάτι μου, θα πάρω το δρόμο μου και θα περπατήσω.

Ο δρόμος μου έχει την εργασία μου μέσα. Θα κάτσω στον δρόμο αυτό απέξω, θα βάλω το χέρι μου στον πηλό και θα φτιάξω αυτό το αντικείμενο, θα δω τον απέναντι που το κάνει καλύτερα, μπορεί να ζηλέψω δημιουργικά, να του κλέψω κάτι, να μου κλέψει αυτός, θα παίξω ένα παιχνίδι με όλους αυτούς, θα τραυματιστώ, θα τραυματίσω, ένα παιγνίδι είναι.

Δεν το σκέφτομαι πάρα πολύ. Να σου πω μια ιστορία, να πεις και στα παιδιά σου;

Υπάρχει το σύνδρομο του βάτραχου. Ο βάτραχος βλέπει τη σαρανταποδαρούσα που χορεύει τρελά κάτω στον κάμπο και πάει και τη ρωτάει: «Να σου πω, όταν χορεύεις, το 15ο πόδι με το 36ο τι σχέση έχουν;». Μπαπ! Μπλοκάρισε! Την ξέκανε. Αυτό κάνει και η ερώτηση που ρωτάς.

Είναι σαν ένας χρησμός στις τραγωδίες- ο χρησμός γνωρίζει αυτό που με ρωτάς, εγώ αποφασίζω μόνο τι θα κάνω.

 

Τι εστί «καλό κοινό»;

Δεν υπάρχει καλό κοινό. Μόνο καλή παράσταση. Το μήλο ποτέ δεν ξέρει τη γεύση του-την αποκτάει όταν μπαίνει στο στόμα.

 

Φοβερή ειρωνεία πως φέτος που θα γινόταν στο Φεστιβάλ το αφιέρωμα στα κλειστά κτίρια της Καβάλας έτυχε το κλείσιμο λόγω της πανδημίας. Θα μας μιλήσετε λίγο για αυτά;

Θα κάνουμε κάποια από αυτά που είχαμε προγραμματίσει- απλά όχι όλα.

Επειδή η Καβάλα έχει περάσει μια μεγάλη αστική περίοδο με τους καπνεργάτες, το καπνεμπόριο, τους καπνοβιομηχάνους, τις καπναποθήκες και την οθωμανική και την ελληνική της στιγμή διαθέτει κτίρια ζηλόφθονα (για τους Νεοέλληνες που θέλουν να τα γκρεμίσουν) και τη θάλασσα που είναι ο μετρονόμος της, δίνει το ρυθμό της στην πόλη.

Επειδή άμα δεν περπατήσω δε μπορώ να σκεφτώ, βλέπω τα κτίρια- ένα τελωνείο, μια αποθήκη- που είναι εγκαταλελειμμένα και μοιάζουν να κρύβουν ένα μυστικό, σαν κάποιος να έχει κλειδώσει κάποιον μέσα- όπως στις μακάβριες ιστορίες που ακούς στην επαρχία- για ένα προβληματικό παιδί που κρατούσαν κλειδαμπαρωμένο ή μια κόρη που για 30 χρόνια η οικογένεια της την είχε κλεισμένη μέσα, στο Κωσταλέξι.

Τα κτίρια αυτά είναι κλειστά και θέλω να τους κάνω καντάδα απέξω ή να μπω και μέσα σε μερικά, με υστεροβουλία βέβαια, αλλά υψηλού φρονήματος:  μήπως κερδίσουμε κάτι, μήπως κάποιο από αυτά γίνει κάτι, γιατί εδώ στην πόλη μας το χειμώνα υπάρχει μόνο ένα θέατρο σε μια ατραπό, μέσα σε μια πολυκατοικία, λες και δεν υπάρχουν τόσα κτίρια απέξω.

Πάντα ΄τρέχεις΄ την Ιλιάδα- φτιάχνεις ένα Δούρειο Ίππο για τους παράγοντες.

 

Ποιο είναι το όραμα σας ως καλλιτεχνικός διευθυντής;  Πώς αντιμετωπίζετε τις δυσκολίες;

Τα οράματα μπορούν να γίνουν παροράματα- μπορεί και να τρελαθείς- γι’αυτό και δεν έχω όραμα.

Η διοίκηση είναι πολύ δύσκολη υπόθεση- καταφεύγω στο χιούμορ. Καμιά φορά όλοι χάνουμε την ψυχραιμία μας αλλά το κακό είναι πως αν χάσεις την ψυχραιμία σου παύεις να είσαι ο εαυτός σου. Βέβαια, πολύ σοφά μου είχε πει ο Κεχαΐδης, όταν τον είχα ρωτήσει τι δεν θα τον πείραζε να χάσει: «Δε θα με πείραζε να χάσω την ψυχραιμία μου γιατί την ξαναβρίσκω». Καταλαβαίνω πως είμαι και αρκετό καιρό εδώ και ίσως πρέπει να φύγω.

Χωρίς να υπονοώ πως είμαι τόσο άξιος, στην Ελλάδα εφευρέθηκε ο εξοστρακισμός, αν κάποιος κάνει καλά τη δουλειά του τον διώχνουν. Έχει πολύ ενδιαφέρον πώς το σκέφτηκαν αυτό, πως θα εξοστρακίσουν τον άξιο. Συνέβη στην Αθήνα με το Λούκο αυτό- είχε προσφέρει τόσα πολλά, ίσως είχε κάνει και λάθη,  του φέρθηκαν όμως λες και ήταν ένας κοινός κλέφτης.

Ντροπής πράγματα.  Ο εξοστρακισμός είναι μια υπέροχη λέξη- κάπου υπάρχει ένα κεραμίδι με το όνομα Αριστείδης.

 

Μιας και φτάσαμε στις λέξεις, θα μας μιλήσετε λίγο ως στιχουργός; Οι λέξεις ‘αναβολή, ματαίωση, ακύρωση, ανασφάλεια’ έχουν μπει γα τα καλά στο λεξιλόγιο μας. Και άλλες λέξεις όμως όπως ‘μάσκες, αναπνευστήρες’ έχουν χάσει την ανεμελιά τους. Πέρσι σήμαιναν βουτιές, φέτος ΜΕΘ. Πως το διαχειριζόμαστε;

Δε φταίνε οι λέξεις. Οι λέξεις πάντα είναι μια μεγάλη παρηγοριά. Τα χείλη μας έχουν αλλάξει, όχι οι λέξεις. Ακόμη και οι πιο σκληρές, οι πιο τρομερές λέξεις είναι ακέραιες.

Έχω ακούσει ‘ Μπακάκο’ σε ταξί. Στίχοι σας φτάνουν σε ευρύτερο κοινό που δεν θα ασχοληθεί ποτέ με το ποιος είναι ο στιχουργός ενώ ξέρει απέξω κάθε σας λέξη.

Αυτό το έχει πει ωραία ο Κολοκοτρώνης : «Καλύτερα να μας ακούνε, παρά να μας βλέπουνε.» Το έχει κλείσει το θέμα ο στρατηγός!

 

Πώς γράφονται οι στίχοι;

Εξαρτάται πού σε βρίσκει το κακό και που σε βρίσκει το καλό. Πιο πολύ αγαπάω την πατούσα, παρά την παλάμη- η σύντομη απάντηση είναι πως γράφονται περπατώντας.

Ακόμη και με την καραντίνα δεν ένιωσα κλεισμένος, αν και ήμουν, όπως όλοι- αλλά μπορούσα να περπατάω στις αναμνήσεις μου, να τις τακτοποιώ και να με τακτοποιούν και αυτές. Το τραγούδι είναι το ποίημα του δρόμου.

Αν δεις στο δρόμο κάποιον να τραγουδάει, δεν θα πεις πως είναι τρελός,  αλλά πως είναι χαρούμενος. Αν δεις κάποιον να μιλάει μόνος του- αν και με τα κινητά όλοι αυτό κάνουν- θα πεις πως τρελάθηκε. Στην Ελλάδα υπάρχει η παράδοση μελοποίησης μεγάλων ποιητών αλλά μερικοί από αυτούς στην πραγματικότητα στραπατσαρίστηκαν από συνθέτες. Η στιχουργική είναι πολύ κοντά στην ποίηση, αλλά δεν είναι ποίηση.

Πολλά τα έχω γράψει πάνω σε μελωδίες, άλλα στο δρόμο από μια μυρωδιά. Κυρίως με τη μύτη και την πατούσα.

 

Γιατί έχουμε ως χώρα εμμονή με τα καψουροτράγουδα;

Ο λόγος είναι η ανοησία του ανεκπλήρωτου έρωτα. Μερικά από αυτά είναι αξιοθαύμαστα. Όσο και αν δεν τα εκτιμάς, δε μπορείς παρά να τα θαυμάσεις για την ευρηματικότητα τους. Καμιά φορά γελάω- αναρωτιέμαι πώς το σκέφτηκε αυτό ο άνθρωπος που το έγραψε.

Μερικά είναι χαριτωμένα. Μέσα εκεί στα τεράστια σκουπίδια, όπως βλέπεις σε μια χαβούζα να φυτρώνει μια ανεμώνη, βρίσκεις κάτι ωραίο. Όσο μεγαλώνω τη στροφή δεν την παίρνω ούτε τόσο ανοιχτά, ούτε τόσο κλειστά, αλλά προσεκτικά. Η στροφή μας ενδιαφέρει.

Και ο Σεφέρης από τη Στροφή ξεκίνησε.


πηγή:oanagnostis.gr

Διαβάστε επίσης