Σε αυτό το σημείο θα έπρεπε να έχουμε καταλήξει κατά κύριο λόγο σε μια ιδέα, αν και αναγκαστικά ανακριβή, της «κανονικότητας» στην οποία βρισκόμαστε, μετά από δύο χρόνια πανδημίας και πολλά ακόμη χρόνια, λίγο πολύ ξεχασμένων πολέμων και οικολογικών και κοινωνικών καταστροφών.
Η κατάρρευση που προκαλείται από τις πολλές και ποικίλες κρίσεις του καπιταλιστικού και πατριαρχικού συστήματος που συνεχίζει να επιβάλλει την κυριαρχία του σε σημείο να απειλεί την εξαφάνιση πολλών από τα είδη που κατοικούν στον πλανήτη είναι εμφανής εδώ και αρκετό καιρό.
Ο παγκόσμιος πληθυσμός διαιρείται ολοένα και περισσότερο μεταξύ μιας μικρής μειοψηφίας που συμμετέχει στα οφέλη της ποιοτικής κατανάλωσης και εκείνων που παράγονται από τις τεχνολογίες, και μιας τεράστιας πλειοψηφίας ζωών απορριμμάτων, που δεν είναι πλέον απαραίτητες για την επιβίωση της ελίτ.
Ο Gustavo Esteva προσπαθεί να απαντήσει στο αιώνιο ερώτημα που μας στοιχειώνει: τι να κάνουμε; Πώς να επιβιώσουμε από τη βία που εντείνεται καθημερινά, στην οποία μας υποβάλλει η κρίση του πολιτισμού όπου έχουμε βυθιστεί;
Πρέπει να επιστρέψουμε από το μέλλον, γράφει με παραδειγματική διαύγεια, να σταματήσουμε να ελπίζουμε ότι μεσσίες ή απελευθερωτικοί κατακλυσμοί θα μας σώσουν. Δεν μπορούμε πλέον να νανουρίζουμε τον εαυτό μας μέσα στη νοσταλγική μελαγχολία μιας αριστερής πολιτικής ιστορίας που για δεκαετίες έχει χάσει τον λόγο ύπαρξής της και το νόημά της στην πορεία, παρασύροντας, στην ήττα της, ακόμη και πολλά από τα κοινωνικά κινήματα.
Και πρέπει να σταματήσουμε να φανταζόμαστε ουτοπίες, αναπόφευκτες προβολές αντιλήψεων του κόσμου που πεθαίνει, πρέπει να μεταμορφώσουμε δημιουργικά το παρόν εμπιστευόμενοι τις ικανότητες που έχουμε όλοι όταν αρχίζουμε να δουλεύουμε, όταν βάζουμε το μυαλό μας να δουλέψει
Ναι, αυτή είναι η παλιά ερώτηση. Όμως οι απαντήσεις είναι τελείως διαφορετικές. Ως συνήθως, ο Raúl Zibechi βάζει το δάχτυλό του στην πληγή περιγράφοντας τις αδυναμίες των κοινωνικών κινημάτων ή της λεγόμενης αριστεράς μπροστά στην τρέχουσα κατάσταση. Έτσι ολοκληρώνει τα δρομολόγια που είχε ανοίξει εβδομάδες νωρίτερα (δείτε qui και qui).
Αυτό που ονομάστηκε «αριστερά» έχανε τον λόγο ύπαρξής του και το νόημά του στην πορεία. Τη δεκαετία του ’50 άρχισε να κάνει λόγο και στόχο της ύπαρξής της την ανάπτυξη και όχι τη δικαιοσύνη. Για να «κάνει την επανάσταση», της οποίας η μορφή αλλάζει συνεχώς, έχει μείνει προσκολλημένη στην εμμονή της «ανάληψης της εξουσίας», που στην πράξη σημαίνει απλώς την ανάληψη των ηνίων της κυβέρνησης.
Υπάρχουν ακόμη οργανωμένες ομάδες που επιδιώκουν τον αρχικό, αυθεντικό σκοπό: την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού, ακόμα κι αν η ίδια η ιδέα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας έχει αλλάξει και μοιάζει όλο και περισσότερο με τον καπιταλισμό και ακόμη και το μοντέλο που καθόρισε την ανάπτυξη: τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό σημάδεψε βαθιά, για παράδειγμα, την εξέλιξη της Σοβιετικής Ένωσης. Η Κούβα έχει δείξει για δεκαετίες την ικανοποίηση πως έκανε το καθήκον της, έχοντας τη δυνατότητα να βασίζεται σε ένα σύστημα εκπαίδευσης και υγείας που από πολλές απόψεις ξεπερνά αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών.
Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, αυτό που αποκαλείται ακόμα αριστερά βρίσκεται σε μια μόνιμη κρίση προσανατολισμού και χαρακτήρα. Γενικότερα έχει προσαρμοστεί στο κυρίαρχο σύστημα και στο δημοκρατικό παιχνίδι. Για τους αγωνιστές της, «η ανάληψη της εξουσίας» σημαίνει νίκη στις εκλογές και κατοχή δημοσίων αξιωμάτων. Αισθάνονται ιδιαίτερα ικανοποιημένοι αν η ρητορική των συμφερόντων που υπηρετούν έχει έναν προοδευτικό τόνο, παρόλο που δεν μιλάει ποτέ εναντίον της πατριαρχίας ή του καπιταλισμού.
Αυτή η αριστερά έπαιξε ένα καθοριστικό ρόλο στην διάλυση και την κατεδάφιση των κοινωνικών κινημάτων. Όταν δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς, τα αποκλείει και τα περιορίζει όσο μπορεί, συχνά καταφέρνει να τα διασπάσει, σύμφωνα με ένα μοτίβο που πάντα την χαρακτηρίζει.
Για αυτούς και άλλους λόγους, όπως καλά επισημαίνει ο Zibechi, είναι πρακτικά αδύνατο για τα κοινωνικά κινήματα και για όσους εξακολουθούν να ανήκουν σε όλο αυτό που ισχυρίζεται ότι είναι «αριστερά», να ενοποιήσουν και ακόμη και να συντονίσουν ενέργειες για να αντιμετωπίσουν το κυρίαρχο σύστημα και τα κύματα φρίκης που έχει εξαπολύσει επί του παρόντος. Για να συμπεριλάβει αυτούς τους λόγους, ο Zibechi αναφέρεται στο φόρουμ για την Κατάσταση του Κόσμου που έλαβε χώρα στο Σαν Φρανσίσκο το 1995. Εκεί, ορίστηκε ένας πολιτικός προσανατολισμός των ελίτ σε σχέση με μια νέα κοινωνική τάξη, εκείνη που οι ζαπατίστας έχουν αποκαλέσει losdesechables (οι μιας χρήσης, αυτοί που τους χρησιμοποιείς και πετάς ): άνθρωποι που δεν έχουν πλέον καμία χρησιμότητα για τις ελίτ. Τους βλέπουν ως «πλεονάζοντα πληθυσμό», που μπορούν να κάνουν δίχως, αλλά πρέπει έτσι κι αλλιώς απαραίτητα να υποτάξουν και να ελέγξουν. Αντιμέτωποι με προκλήσεις όπως αυτές, οι λενινιστικές απαντήσεις για το τι πρέπει να γίνει, εκείνες που περιμένουν μια ομάδα διανοουμένων να ηγηθεί των «μαζών», έχουν χάσει κάθε νόημα και υποστήριξη.
Η ελπίδα ενός νέου κόσμου δεν αναδύεται πλέον από την «αριστερά» ή από τα κοινωνικά κινήματα, αλλά από καλά οργανωμένους απλούς ανθρώπους που, για χάρη της απλής επιβίωσης ή για αρχαία ιδανικά, έχουν μπει σε κίνηση και ασχολούνται –και πάλι λέει ο Ζιμπέκι– με την οικοδόμηση εδαφικών αυτονομιών και τα δικά τους συστήματα διακυβέρνησης.
Όταν οι ζαπατίστας ολοκληρώσουν την εσωτερική τους αξιολόγηση, σίγουρα θα κάνουν γνωστά τα αποτελέσματα του Ταξιδιού τους στην Ευρώπη. Από όσα έγιναν γνωστά κατά τη διάρκεια του, η πρόθεση να ακούσουν πλήθος ομάδων κάθε είδους και συνθηκών, που πήγαιναν να τους υποδεχθούν με ενθουσιασμό και δέσμευση, επετεύχθη σε μεγάλο βαθμό. Και έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για έντονες ανταλλαγές.
Κάθε φορά, στις συνομιλίες, προέκυψε η αυξανόμενη απόσταση των ανθρώπων από όλες τις μορφές αυτού που εξακολουθεί να αποκαλείται «Κράτος» και η απογοήτευσή τους από όλες τις κυβερνήσεις του ευρύτερου ιδεολογικού φάσματος. Παντού υπάρχει η επικίνδυνη εμφάνιση φασιστικών ομάδων, και συνδέουν τις απειλές τους με αυτές που αντιπροσωπεύουν η κλιματική κατάρρευση και η γενικευμένη κρίση.
Κάθε φορά ακουγόταν η φωνή των γυναικών, που ασκούν νέες μορφές ηγεσίας, αναλαμβάνουν ριζικές πρωτοβουλίες τεράστιας αξίας και συμβάλλουν πολύ καθαρά στην οικοδόμηση μιας αυτονομίας που εκτείνεται, εξαπλώνεται. Μια συζήτηση για την κυβέρνηση ξεκινά: πρέπει να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη για μορφές οργάνωσης στις οποίες δεν υπάρχουν πλέον κυβερνώμενοι και κυβερνώντες, αλλά είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι που ηγούνται της ζωής τους;
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ριζική αβεβαιότητα. Οι συνεχιζόμενες καταρρεύσεις και η εγκληματική ανευθυνότητα των ελίτ, που παντού εντείνουν τις δραστηριότητές τους απαλλοτρίωσης και καταστροφής, θέτουν σε κίνδυνο ακόμη και την επιβίωση του ανθρώπινου είδους.
Με μια πολύ πραγματική έννοια, πρέπει να επιστρέψουμε από το μέλλον. Αντί να συνεχίσουμε να φανταζόμαστε ουτοπίες, που είναι αναπόφευκτα προβολές αντιλήψεων του κόσμου που πεθαίνει, χρειάζεται να μεταμορφώσουμε δημιουργικά το παρόν. Αντί να βασιζόμαστε σε μεσσίες ή απελευθερωτικούς κατακλυσμούς, πρέπει να εμπιστευόμαστε την ικανότητα που έχουμε όλοι όταν πέφτουμε με τα μούτρα στη δουλειά. Να που βρισκόμαστε.
Πηγή: “Quéhacer”, στην LaJornada, 24/01/2022.
Μιχάλης ‘Μίκης’Μαυρόπουλος