“Ναυκρατούσα”, το καμάρι του λιμανιού

 “Ναυκρατούσα”, το καμάρι του λιμανιού

 

Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής

 

 

Πήγαινε καθημερινά στο χώρο του Ναυτικού Ομίλου και την καμάρωνε. Κι αυτή σαν να τον καταλάβαινε που ερχόταν και ολοένα λικνιζόταν. Δεν ήταν ο μόνος που τη θαύμαζε. Όλοι οι καβαλιώτες ένιωθαν τον ίδιο θαυμασμό, οι περιηγητές, οι περιπατητές, οι αθλούμενοι στο ΝΟΚ με τον απίθανο προπονητή Στιφτούλια, οι εργαζόμενοι στον Όμιλο και στο κέντρο διασκέδασης, όλοι οι θαμώνες θαυμαστές του Γρηγόρη Χρηστίδη, του Μανόλη Τζίμα, του Κυριάκου Μιμίδη, του Παύλου Γαλακτερού, του Νίκου Τοκατλή, του Χρήστου Συρόπουλου και άλλων άξιων μουσικών και ερμηνευτών.

Θυμάται σαν σήμερα τη μέρα που την κέρδισε. Του ανακοίνωσαν πως πρέπει να κατέβει στην πρωτεύουσα αεροπορικώς. Στο Ελληνικό θα τον περίμεναν εκπρόσωποι της «Αυτών Μεγαλειότητος», για να τον οδηγήσουν στο παλάτι. Εκεί θα τον περίμενε το βασιλικό ζεύγος, ο διάδοχος κι οι αδελφές του, να τον γνωρίσουν. Το ίδιο και οι αυλικοί, ο αυλάρχης και άλλοι επίσημοι, μαζί και οι συμβολαιογράφοι ίσως και ο υπουργός των στρατιωτικών, που πάντα ήταν πρόσωπο έμπιστο στο μονάρχη. Τον έπεισαν πως η τιμή γι΄ αυτόν είναι μεγάλη, μεγάλη και η τιμή της Ναυκρατούσας, μα χαλάλι!

Του έλεγε παλιά ο παππούς του: «Αγόρι μου, να είσαι πάντοτε γερός, πλούσιος κι ευτυχισμένος. Και να θυμάσαι ότι από το δεύτερο εξαρτώνται και τα άλλα δύο. Φρόντιζε πάντα να μην έχεις ανάγκη κανέναν, οι άλλοι να έχουν ανάγκη εσένα. Κι αν έχεις ίσως κάποτε κάποιον ανάγκη, μην του το δείξεις. Αντίθετα, φρόντισε να τον πείσεις πως αυτός σε έχει ανάγκη!» Αυτά του έλεγε ο παππούς του ο τραπεζίτης από την Ανατολή, μα ο πατέρας του ο Δημήτρης άλλα του έλεγε. Το καπνεμπόριο ανέβαινε ολοένα στην Καβάλα, τα ούτσια του μπασμά τα μυρωδάτα έμελλε να κατακτήσουν τον κόσμο ολάκερο.

Η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη παρήγαν τα καλύτερα καπνά του κόσμου κι αυτός είχε αποφασίσει να ριζώσει στην πανέμορφη την πόλη του Βορρά, να ιδρύσει μία επιχείρηση που θα εξασφάλιζε το μέλλον της οικογένειας σε όλο τον αιώνα. Γι΄ αυτό θα έπρεπε να έχουν ευχαριστημένους τους εργάτες και τις εργάτριες, ώστε να ανεβαίνει η παραγωγικότητά τους, μαζί και η παραγωγή, κυρίως σε ποιότητα. Έτσι και το προσωπικό του καπνεργοστασίου είχε σε μεγάλη εκτίμηση τις τρεις γενεές των Σαπουντζήδων.

Η δοσοληψία έγινε περίπου όπως την είχε φανταστεί. Τον πήγαν στο παλάτι και ύστερα από τα διαδικαστικά έμειναν μόνοι στο μεγάλο το γραφείο. Απέναντί του ο βασιλιάς ο Παύλος υπέγραψε το πωλητήριο κι εκείνος πήρε τον κονδυλοφόρο, τον κοίταξε στα μάτια χαμογελαστά και του είπε: «Και τώρα ήρθε η σειρά μου, μα πώς να υπογράψω, ως Γιάννης ή ως Σαπουντζής;»

Η Αυλή αναλάμβανε να οδηγήσει τη «Ναυκρατούσα» στον προορισμό της, ορίζοντας ως συνοδούς πλοιάρχους και αντιπλοιάρχους, που, στα μέσα της δεκαετίας του Πενήντα, θα επιστράτευαν πυξίδες, χάρτες και χάρακες, ώστε να οδηγήσουν με ασφάλεια το σκάφος στην Καβάλα. Όμως ο Γιάννης Σαπουντζής ήθελε, έστω μαζί με όλους αυτούς, να την παραλάβει ο Χρήστος ο «Γιατρός», ένας βαρκάρης που εκείνα τα χρόνια είχε το μοτοράκι του μπροστά στο Λιμενικό Ταμείο κι έκανε μ΄ αυτό μικρές εκδρομές, έναντι λογικής τιμής, στην Καλαμίτσα, στο Παλιό Τσιφλίκι και στην Ηρακλείτσα, αφού η συγκοινωνία από ξηράς στα χρόνια εκείνα δεν υπήρχε.

Πήγε λοιπόν ο Χρήστος ο «Γιατρός» στον Πειραιά και την παρέλαβε. Ήταν ένα τεράστιο «κρις κραφτ» αμερικάνικης κατασκευής, η «Ναυκρατούσα», με δεκαπέντε μέτρα μήκος, ξύλινη και βενζινοκίνητη, δώρο του Νιάρχου στο βασιλέα των Ελλήνων, με μία καμπίνα τεράστια στην πρύμνη, ένα μονό κι ένα διπλό κρεβάτι, με μια ντουλάπα μεγάλη, μια συρταριέρα κι ένα κομοδίνο με καθρέφτη για τη Φρειδερίκη – που τώρα θα ήταν της Γιολάνδας – και μια τουαλέτα καταπληκτική. Βάλαν τους χάρτες κάτω οι βαθμοφόροι με τις πυξίδες και τα μοιρογνωμόνια, μα ο Χρήστος ο βαρκάρης έβλεπε τ΄ άστρα μες στη νύχτα, έβρισκε τη Μεγάλη Άρκτο, προεξέτεινε τα δύο ακραία αστέρια του αμαξιού της, τα εφταπλασίαζε νοερά, εντόπιζε εύκολα το Πολικό Αστέρι της Μικρής Άρκτου και ανακοίνωσε στους πλοιάρχους του βασιλιά: «Αυτή πρέπει να είναι η πορεία μας, έτσι θα πάμε στην Καβάλα!»

Έφτασε η αυτοκράτειρα των σκαφών, η «Ναυκρατούσα», στη «Γαλάζια Πολιτεία» του Βορρά κι όλοι οι ντόπιοι την υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό, τη χάιδευαν με τα μάτια τους και καλοτύχιζαν το Γιάννη Σαπουντζή, γιατί όλοι τον συμπαθούσαν, δεν τον φθονούσανε σαν πλούσιο ξιπασμένο, αφού οι καπνεργάτες και οι καπνεργάτριες, γιατί ήταν ευπροσήγορος και καταδεκτικός, πάντοτε φιλικός κι ευγενικός στο έπακρο και προπαντός δοτικός, γαλαντόμος και κιμπάρης. Τον θαύμαζαν κι αυτόν και το πλεούμενό του.

Κοντά στα τριάντα χρόνια είχε το Γιώργο Κούφαλη μόνιμο καπετάνιο και συντηρητή του σκάφους. Όποτε ευκαιρούσε, έπαιρνε ο Γιάννης τη Γιολάνδα και τα τέσσερα παιδιά τους, ξανοίγονταν στο πέλαγο. Εικοσιπέντε μίλια έπιαναν οι βενζινομηχανές κι όργωναν το Αιγαίο. Αργότερα και για λόγους ασφάλειας αγόρασε μία πετρελαιομηχανή. Με αυτήν η «Ναυκρατούσα» θα έτρεχε κοντά στα δέκα μίλια, μα τα ταξίδια έτσι θα τα απολάμβαναν καλύτερα. Εξάλλου η Ύδρα, οι Σπέτσες και οι Κυκλάδες μπορεί να ήταν όμορφες, αλλά η καρδιά του Γιάννη και της Γιολάνδας χτυπούσε πιο συγκινημένα στις Βόρειες Σποράδες, στη Σκύρο, στην Αλόνησο, στη Σκοπελο, στη Σκιάθο, κοντά στον αγαπημένο τους Παγασητικό των παιδικών τους αναμνήσεων. Εξάλλου όπου κι αν ζούσαν κατά καιρούς, Αθήνα ή αλλού, το Βόλο και την Καβάλα ένιωθαν ως πατρίδες τους.

Σ΄ όποια λιμάνια όρμιζαν, οι ντόπιοι έβλεπαν με δέος το πλεούμενο και όταν αναγνώριζαν την ταυτότητά του, στέκονταν σούζα, γιατί νόμιζαν πως τους είχε επισκεφθεί η βασιλική οικογένεια των Γλίξμπουργκ. Κι όσο εκείνος ο πιτσιρικάς, το πειραχτήρι ο Αλέξης, συμπεριφερόταν επιδεικτικά ως πριγκιπόπουλο, τον θεωρούσαν πράγματι ως γαλαζοαίματο και δόστου τεμενάδες οι νησιώτες… Αλλά στη Θάσο γνώριζαν καλά το Γιάννη Σαπουντζή, αφού οι φτωχοί Θασίτες έρχονταν να δουλέψουν στην Καβάλα ως καπνεργάτες, λόγω του ότι δεν ήταν αφέντες στον τόπο τους, αφού το αποτέλεσμα του δικού τους μόχθου έρχονταν τακτικά να εισπράξουν οι μοναχοί του Άθωνα. Στα όμορφα ακρογιάλια της Αλυκής και του Αρχάγγελου η οικογένεια Σαπουντζή ένιωθε τότε αλλεπάλληλες ευχάριστες εκπλήξεις, καθώς τα κάλλη του νησιού στις ανατολικές ακτές του ήταν γι΄ αυτούς ασύγκριτα, καινούριοι τόποι ανεξερεύνητοι.

Ο Γιάννης και η Γιολάνδα είχαν βρεθεί στη Νέα Υόρκη, λίγο μετά το Εξήντα, είδαν τα αξιοθέατα και πήγανε και σ΄ έναν κινηματογράφο, να δούν το «Τοπ Καπί» του Ζιλ Ντασέν, που είχε γυριστεί και στην Καβάλα. Είδαν την όμορφη Μελίνα, τον Μαξιμίλιαν Σελ, τη Δέσπω Διαμαντίδου και τον Πίτερ Ουστίνοφ στο λιμάνι, μαζί με τους ψαράδες που ματίζανε τα δίχτυα τους και ένα πλήθος από γνωστές Καβαλιώτικες φυσιογνωμίες, ώσπου ένας από τους θεατές αναφώνησε με έκπληξη μαζί κι ενθουσιασμό: «Η Ναυκρατούσα!». Ήταν ένας καβαλιώτης που ζούσε στην Αστόρια και που αναγνώρισε τους πρωταγωνιστές της ταινίας πάνω στο «καμάρι του Ν.Ο.Κ.».

Έσκυψε ο Γιάννης στη Γιολάνδα: «Γυναίκα, σε παρακαλώ μην αντιδράς!». Είχαν εκείνη τη στιγμή κι οι δυο τους συνειδητοποιήσει πως δεν κατείχαν απλά ένα πλεούμενο. Ένα ποίημα ήταν η «Ναυκρατούσα»! Ποίημα που είχαν αγαπήσει όλοι οι συντοπίτες τους, ακόμα κι οι κόκκινοι της «Γαλάζιας Πολιτείας», οι αντιβασιλικοί…

Διαβάστε επίσης