Το ταξίδι της μνήμης

 Το ταξίδι της μνήμης

 

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

 

Εικόνα ζωντανή μπροστά μου. Εικόνα ζωντανή, εκείνες οι άσπρες βαμβακερές πετσέτες, με τις ανοιχτόχρωμες κόκκινες, μπλε, πράσινες, αλλά και με άλλα χρώματα γραμμές σε σχήματα καρώ. Εικόνα, και το μυαλό μου και η σκέψη μου ταξίδεψαν και πάλι.

Οι πετσέτες.

Σκούπιζαν και στέγνωναν εκείνα τα χρόνια τα πιατικά μετά το πλύσιμο με εκείνες τις πετσέτες οι μανάδες μας και οι γιαγιάδες μας. Είχαν όμως και άλλη χρήση. Τύλιγαν το ψωμί και τ’άλλα τρόφιμα καθώς επίσης σκέπαζαν τα ταψιά με τις πίτες, τα γαλακτομπούρεκα, τους μπακλαβάδες και τα ραβανί και όχι μόνο. Για να μην ξεραθούν, να μην στεγνώσουν οι πίτες και να κρατούν την υγρασία τής γλύκας τους τα σιροπιαστά. Τύλιγαν και τα πήλινα τα μικρά τα κιούπια με το γιαούρτι και εκείνα τα τσίγκινα ή τα εμαγιέ τα πιάτα με τα φαγιά για τον δρόμο, για το χωράφι, για το βουνό και το ταξίδι. Θυμάμαι το μικρό εκείνο το πήλινο το κιούπι, γεμάτο με το αγελαδινό της θείας μου της Δήμητρας γιαούρτι, που σαν καπάκι είχε ένα χασεδένιο λευκό πανί τυλιγμένο γύρω γύρω από τον λαιμό του σφιχτά με σπαγγοκλωνή. Από το πολύ το ταρακούνημα πάνω στο ζώο στον πηγαιμό για το χωράφι, και ουχί για την Ιθάκη, έπιανε από κάτω του στο εσωτερικό του, μια αρκετά παχιά στρώση βούτυρο. Μάχη ποιός θα την πρωτογευτεί.

Και μυρωδιές!  Θυμάμαι και τις μυρωδιές που γίνονται εικόνες ζωντανές κι αυτές!

Μπροστά στα μάτια μου.

Ναι, γίνονται εικόνες οι μυρωδιές.

Μαγική μετατροπή.

Το ξέρω, το έζησα στο χωριό μου, το ζω και τώρα και είναι αλήθεια. Μυρωδιές που στέλνουν το μυαλό μου θαρρείς σε έναν άλλο κόσμο, σε ξεχασμένους καιρούς.

Στο ταξίδι!

Η μαυροφορεμένη ηλικιωμένη γιαννιώτισσα στο παράθυρο και δίπλα της εγώ.

Ένα πιάτο εμαγιέ, μπλε εξωτερικά και άσπρο από μέσα γεμάτο κεφτεδάκια, και από πάνω, καπάκι άλλο πιάτο. Και τύλιγμα σταυρωτά με την πετσέτα. Γωνία με γωνία. Διαγωνίως δεμένες σφιχτά με κόμπο διπλό κι ύστερα με τις άλλες δυο γωνίες, το ίδιο.

Τα τάπερ της εποχής εκείνης.

Σε άλλο “τάπερ”, τετράγωνα ή τριγωνικά κομμάτια, μυρωδάτη γευστική μπατσαριά. Γιαννιώτικη πίτα, μπατσαριά ή μπλατσαριά ανάλογα με την περιοχή η ονομασία της και με το πώς το έπιανε του καθενός το αυτί. Φτιαγμένη με καλαμποκάλευρο, χόρτα άγρια διάφορα, σπανάκι, άνηθο, γάλα, τυρί κι άλλα μυρωδικά.

Τυρί και γαλοτύρι και μερικές φέτες σπιτικό ψωμί συμπλήρωναν τις προμήθειες για το μεγάλο ταξίδι. Καλοτυλιγμένα όλα και βαλμένα με περίσσεια προσοχή, μέσα στον ντορβά.

Γιάννινα – Θεσσαλονίκη το ταξίδι. Διάσχιση της “Κατάρας”, μέσω Μετσόβου και Καλαμπάκας. Ατελείωτο. Εφτά, οχτώ, εννέα έως και δέκα ώρες, αναλόγως το δρομολόγιο και τον καιρό

Τέλος Ιούνη του χίλια εννιακόσια εβδομήντα πέντε.

Ταξίδευα ήδη τέσσερις ώρες και το κεφάλι μου είχε κουρκουτιάσει. Από τα Γιάννινα έφευγα. Ατέλειωτα τα στροφιλίκια. Γεμάτος φουρκέτες ο δρόμος όπως έλεγε τις στροφές των εκατόν ογδόντα μοιρών, ο φίλος μου ο Θοδωρής. Ο ραλίστας των καρτ της Μηχανιώνας. Μια πάνω, μια κάτω, μια δεξιά, μια αριστερά. Κύκλους ολόκληρους έκανε το κακόμοιρο το λεωφορείο και μαζί με αυτό και ο εγκέφαλός μου, διασχίζοντας τα πανέμορφα άγρια βουνά της οροσειράς της Πίνδου, και θαρρούσες στο ίδιο συνέχεια σημείο βρίσκονταν. Μια στάση απαραίτητη στον κάμπο του Δεσπότη για λίγο ξεμούδιασμα, καφέ, τσάι ή φασολάδα και ντόπια λουκάνικα. Σε κάθε ταξίδι απαραίτητη η στάση εκεί.

Στην πατρίδα μου πήγαινα. Στο χωριό μου, το Παλαιοχώρι Καβάλας. Ένα ημιορεινό όμορφο χωριό στα ριζά του Παγγαίου που κοιτά προς τον βορρά. Για τις καλοκαιρινές διακοπές. Διακοπές….τρόπος τού λέγειν. Κατά πρώτον, διότι όλη την χρονιά με τις καταλήψεις διακοπές ήμασταν, και κατά δεύτερον διότι με περίμενε ο κάμπος και τα χωράφια. Ήταν μια χρονιά μετά την πτώση της χούντας και του χουντοπραξικοπήματος και του πολέμου της Κύπρου. Μεταπολίτευση. Μάθημα κανένα δεν έδωσα. Το λεωφορείο μας, από εκείνα τα πράσινα πεπαλαιωμένα εν καταστάσει διάλυσης δημόσιας χρήσης μεταφορικά μέσα της εποχής, με την σχάρα πάνω στον ουρανό του γεμάτη με κούτες, τσουβάλια, μπόγους και βαλίτσες. Κάποιες φορές είχε και ζωντανά, κότες και αρνιά. Μούγκριζε η ταλαίπωρη η μηχανή του στις ανηφόρες. Ανάσες έπαιρνε στον κατήφορο κατακουρασμένη και ξαναμμένη. Δροσίζονταν λίγο και ξανά στην ανηφόρα. Κι άφηνε πίσω της σημάδια από τον κόπο της. Σταγόνες πηχτό καυτό μαύρο λάδι πάνω στην άσφαλτο. Σαν ο ίδρωτάς της να ‘ταν, σαν για να ξαναβρεί τον δρόμο της επιστροφής.

Και κάπου εκεί που τελείωσαν τα στροφιλίκια κι άρχισε η ήσυχη δημοσιά, κάπου εκεί στην ιστορική λυόμενη μεταλλική γέφυρα του Μουργκανίου που εγκατέστησε ο Ελληνικός Στρατός το 1946 προσωρινά για την διέλευση του ρέματος Μουργκανίου και που ουδέν μονιμότερο του προσωρινού, κάπου εκεί λοιπόν, άνοιξε η γιαγιά δίπλα μου τον ντορβά.

Το θαύμα!

Θέλω να σας πω σε αυτό το κρίσιμο σημείο, ότι μέσα στο λεωφορείο, η τσιγαρίλα, η σκορδίλα, η ποδαρίλα από κάποιους που τους είχαν χτυπήσει τα παπούτσια και τα έβγαλαν για να ξεπονέσουν και για να ξεμουδιάσουν, και οι κάθε είδους οσμές και μυρωδιές είχαν δημιουργήσει μαζί με την ζέστη μια αποπνικτική θανατερή ατμόσφαιρα.

Θέλω επίσης να σας πω ότι στον κάμπο του Δεσπότη, λίγο – πολύ, όλοι κάτι έβαλαν στο στόμα τους, πλην της γιαγιάς δίπλα μου και της αφεντιάς μου και ότι στην τσέπη μου, ως γνήσιος φοιτητής της εποχής εκείνης, είχα μόνο τα χρήματα των εισιτηρίων για το χωριό μου. Πέραν αυτού, φράγκο στην τσέπη μου και άδεια η κοιλιά μου.

Εκεί λοιπόν μετά την γέφυρα του Μουργκανίου, που το λεωφορείο έκανε την επόμενη δεύτερη στάση του μετά τον κάμπο του Δεσπότη και κατέβηκαν όλοι, εκεί έγινε το θαύμα.

Εκεί άνοιξε ο ντορβάς, εκεί λύθηκαν οι κόμποι των άσπρων πετσετών με τις ανοιχτόχρωμες κόκκινες, μπλε, πράσινες αλλά και με άλλα χρώματα γραμμές σε σχήματα καρώ. Εκεί άνοιξαν τα εμαγιέ τα πιάτα και τα γαλοτύρια. Εκεί στήσαμε του φαγητού το γλέντι η μαυροφορεμένη γιαννιώτισσα και γω και χάθηκε η κάθε είδους μυρωδιά από το εσωτερικό του λεωφορείου.

Μοσχοβόλησε όλος ο τόπος γύρω βγήκε από τα ανοιχτά παράθυρα κι απλώθηκε σε ολόκληρη την Πίνδο, τα μετέωρα και τον Θεσσαλικό τον κάμπο.

 

Τίποτα άλλο δεν θυμάμαι από το κατοπινά τεκτενόμενα τούτου του ταξιδιού, παρά μονάχα που αργά το βράδυ στο κρεβάτι μου στο πατρικό μου, έκλεισα τα μάτια μου κουρασμένος από το μεγάλο ταξίδι και με πήρε ο ύπνος….

Και κάτι άλλο θυμάμαι….

Θυμάμαι ότι λίγο πριν ξαπλώσω είδα πάνω στον πάγκο της κουζίνας ένα ταψί σκεπασμένο με μια άσπρη με κόκκινα καρώ πετσέτα….

Ανασήκωσα την μια άκρη της και γεύτηκα το υπέροχο θεϊκό γαλακτομπούρεκο της μάνας μου….

Για το καλωσόρισμα….

Κοιμήθηκα με μια γλύκα στο στόμα, μα με πιότερη γλύκα στην ψυχή….

 

Οκτώβριος 2018

Διαβάστε επίσης