Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας
Κοιτώ το φεγγάρι. Το κοιτάζω που αιωρείται πάνω εκεί ψηλά στη σκοτεινιά τού ουρανού. Μια φετούλα είναι, βαρκούλα που αρμενίζει σε ουράνιες αιθέριες λεωφόρους. Μηνίσκος φωτεινός, λεπίδι κοφτερό που με τη μια του ακμή χαράζει τον υμένα τής μνήμης μου, αγγίζει απαλά τους νευρώνες τού μυαλού μου και αρχίζει το ταξίδι. Πέντε, δέκα…. σαράντα, πενήντα, εξήντα-και, χρόνια πίσω πάω. Ταξίδι επιστροφής στο χρόνο, με στάσεις και σταθμεύσεις σε στιγμές γλυκές, σε μέρες δύσκολες μα και σ’άλλες χαρά γεμάτες. Σε χρόνους και σε τόπους που ήταν της ζωής μου ζωογόνοι τροφοδότες πάω και παίρνω βαθιές ανάσες. Με αφετηρία ας πούμε χρονική, το τότε, τότε που μάθαινα να συλλαβίζω το φεγγαράκι μου λαμπρό στο όμορφο χωριό μου. Και είναι τούτου του ταξιδιού μου ο χρόνος άγνωστος. Άγνωστη και αναπάντεχη και η διαδρομή.
Δεν είμαι προσκολλημένος σε κείνο το μακρινό το παρελθόν, μα κάθε τόσο, μια λέξη, μια ματιά στον ουρανό, ένα δέντρο, μια μυρωδιά, μια πετρούλα ασήμαντη, ένα….ένα “κάτι” τέλος πάντων, και, να η αφορμή. Και φεύγει πίσω στο χρόνο η σκέψη μου. Και τότε είναι, τότε είναι που αφήνω τον εαυτό μου σαν σταγόνα υδραργύρου να ξεγλιστρίσει και να φύγει, να πλανηθεί κι αυτός σαν το φεγγάρι.
Κοιτώ το βράδυ αυτό, τώρα, σήμερα, τη φετούλα το φεγγάρι, και σκέφτομαι πως αν μπορούσα να ταξιδέψω με την ταχύτητα του φωτός, σε λιγότερο από ενάμιση δευτερόλεπτο θα ήμουν εκεί πάνω και θα ταξίδευα μαζί του.
Και να, να όμως που τώρα, εδώ, ξεπερνώ την ταχύτητα του φωτός, και σε μια άχρονη στιγμή βρίσκομαι πάνω του, αιωρούμαι και ταξιδεύω μαζί του. Κοιτώ από ψηλά τη γη κι αφήνω πίσω μου σταθμούς και χρόνια. Εξπρές ταξίδι δίχως στάσεις πολλές κάνω τούτο το βράδυ. Φτάνω κάπου, ήξερα που πήγαινα, και σταματώ. Στα 1973 σταματώ, έτσι της στάσης η ταμπέλα γράφει πάνω της: Γιάννινα, χίλια εννιακόσια εβδομήντα τρία.
Νύχτα είναι, αργά, στη ταράτσα τού φοιτητικού σπιτιού μας πάνω ανεβασμένοι. Κοριτσοαγοροφοιτητοπαρέα. Ξαπλωμένοι ανάσκελα στη τσιμεντένια πλάκα. Αγγίγματα, και αγκαλιές, χάδια και φιλιά. Έρωτες. Σκοτάδι γύρω μας, μαύρος σκοτεινός κι ο ουρανός, μα τα άστρα μυριάδες μάτια φωτεινά, τα μάτια τα δικά μας ανταμώνουν που ψάχνουν ψηλά ανάμεσά στων αστεριών τις γειτονιές, τον Ντενέπ και τον Αντάρτη, τον Βέγα και την Μεγάλη Άρκτο, το θερινό το τρίγωνο, τον φοβερό τον Δράκοντα. Μια φετούλα το φεγγάρι, κι ο “Πολικός Αστήρ”, στη θέση του. Πάντα εκεί, να δείχνει τον βορρά. Τους χαμένους, τους θαλασσοδαρμένους ναυτικούς να οδηγεί. Το μόνο αμετάβλητο στον μικρόκοσμό μας άστρο. Όλος ο άλλος, ο κόσμος ο συμπαντικός, στριφογυρίζει, αλλάζει στη στιγμή και περνά στο αιώνιο παρελθόν. Και εμείς, ακολουθούμε.
Ανάμεσα στα χάδια και στους έρωτες πλανιέται του κασετοφώνου η μουσική, το βρώμικο ψωμί, οι Beatles, η Joan Baez, η Janis Joplin και….και….
Και οι πολιτικές απαγορευμένες συζητήσεις μας. Κρυφές και σιγανές. Ψάχνουμε τους εαυτούς μας. Αναρωτιόμαστε. Αναθυμούμαστε. Στα δεκατρία μας ήταν όταν ξεκίνησε εκείνη η μαύρη νύχτα των συνταγματαρχών. Μέρες και νύχτες και χρόνια πολλά κράτησε, κι ακόμα κρατά.
Και εμείς;
Άρχιζε να χαράζει όταν πήγαμε για ύπνο στα κρεβάτια μας.
***
Ήταν πρωί ακόμα. Φοιτητικό πρωί. Μεσημέρι δηλαδή. Μέσα στον ύπνο μου άκουσα μια όμορφη μουσική. Και μια παράξενη βραχνή γνωστή μελωδική φωνή να τραγουδά. Μια απαγορευμένη φωνή, με απαγορευμένα λόγια. Είχα να την ακούσω από τα δεκατρία μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω ποιά ήταν μα ξυπνούσε μέσα μου μνήμες…
Μνήμες που δεν ξέρω τί μέσα στη καρδιά μου σκάλιζαν…
Δεν ήξερα τότε. Χωριατόπαιδο.
Ο φίλος μας όμως ο Γιάννης από την Κέρκυρα ήξερε καλά, ήταν πολιτικοποιημένος, μορφωμένος, και είχε φέρει στο σπίτι μας το φοιτητικό, το μπομπινόφωνό του με μια μπομπίνα απαγορευμένα.
Ανάμεσά τους….
“….νησιά σαν περιστέρια αιώνιες φυλακές
το καλοκαίρι εκεί δεν τρέμει τις βροχές
μεσ’ τη Μεσόγειο….”
Πετάχτηκα πάνω, διέσχισα τον μακρύ διάδρομο, μπάνιο, κουζίνα και βρέθηκα στην πόρτα έξω από το δωμάτιο του Λαμιώτη συγκατοίκου μου. Από εκεί η μουσική. Μπαίνω και στέκομαι και γω μαζί με τον Ηρακλή και το Θανάση γύρω από το μαγικό εκείνο κουτί με τα καρούλια του να γυρνούν και την καφέ ταινία να ξετυλίγεται από το ένα καρούλι, να περνά από την μαγνητική του κεφαλή, να τυλίγεται στο άλλο και να ξεχύνεται η μουσική του μπροστά από το ηχείο. Να σπάσει τα δεσμά του κόσμου, η ξεχασμένη μουσική…
Η απαγορευμένη…
Πατά κουμπιά, γυρίζει λεβιέδες ο Γιάννης, αλλάζουν οι μουσικές και τα τραγούδια….
Αναρριγούν τα μέσα μας.
Έχει δύναμη πολύ η μουσική και το τραγούδι, τα λόγια τα ποιητικά, τ’ ανθρώπινα τα λόγια, γι αυτό και τα φοβούνται οι δυνάστες όλα αυτά….
Αξέχαστη η εικόνα
ανεξίτηλα στα μάτια μου χαραγμένη
Ήχος που δεν χάνεται
αντιλαλεί στα αυτιά μου η μουσική
και των τραγουδιών τα λόγια
με στοιχειώνουν
ξαναβαπτίζομαι
αναβαπτίζομαι
Στιγμή της ζωής μου ιερή…
***
Οι αστροναύτες του Apollo 11, εκτοξεύτηκαν στις 16 Ιουλίου του 1969 και ταξιδεύοντας στο διάστημα μπήκαν σε σεληνιακή τροχιά μετά από τρεις ημέρες, στις 19 Ιουλίου του 1969. Στο φεγγάρι πάτησε πρώτος ο Αμερικανός αστροναύτης Νιλ Άρμστρονγκ τις πρωινές ώρες της 20ης Ιουλίου.
Εγώ όμως τα καταφέρνω και καβαλάω στο φεγγάρι σε μια στιγμή
Και ταξιδεύω
Και ξέρω πως θα έρθει κάποια στιγμή όπου
θα γίνω φεγγαρόσκονη
Και θα σκορπίσω
Θα χαθώ
Στα ακροπέρατα του Σύμπαντος…..
Βράδυ της 25ης Απριλίου του 2020.
Στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, μια φετούλα φεγγάρι
Βαρκούλα που πλέει στα μπαμπακένια σύννεφα
Ψηλά, απαστράπτουσα, η Θεά του έρωτα, η Αφροδίτη.