Κείμενο του Άγγελου Τσανάκα
Γίνομαι Λάκης εγώ και στο πετσί του μπαίνω. Ο λόγος που το κάνω αυτό, είναι γιατί θέλω να μιλήσω σε πρώτο ενικό πρόσωπο. Πιο πολύ μου αρέσει να μιλώ και να γράφω έτσι, κι ας μην αφορά εμένα η κάθε ιστορία ή το συμβάν. Σαν να συμβαίνει σε εμένα τον ίδιο το γεγονός, όταν έτσι μιλώ. Στο συγκεκριμένο όμως ιστορικό γεγονός, ακόμα εντονότερα είχα την αίσθηση αυτή, καθότι ήμουν και εγώ παρών και παρακολουθούσα τον Λάκη απ’τις κερκίδες – λέμε τώρα – της αυλής του σχολείου μας όπου εξελίσσονταν το ματς, οπότε έβλεπα στο πρόσωπό του όλα τα συναισθήματα που κυριαρχούσαν στον εσωτερικό του κόσμο, καθώς επίσης αντιλαμβανόμουν και όλες τις σκέψεις του. Το θυμάμαι πολύ καλά το γεγονός, και σήμερα πρώτη τού Οκτώβρη Τετάρτη, καθώς πίναμε τη ρετσινούλα μας στου Καφετζή το “βρωμιάρικο” το τσιπουράδικο, το θυμήθηκε ο Λάκης κι άρχισε να μου το εξιστορεί. Τώρα θα μου πεις όμως και το άλλο. Τσιπουράδικο και ρετσίνα πάει; Δεν πάει!
Και είναι βρωμιάρικο; Καθόλου βρωμιάρικο δεν είναι αλλά έτσι και επί σκοπόν πειράζουμε τον καφετζή. Και, καφετζή τον λέμε τον φίλο μας τον ταβερνιάρη, για να τον πειράξουμε πάλι. Σαν παιχνίδι το έχουμε, και εκείνος τότε -αυτός άλλωστε είναι ο σκοπός μας – κάνει πως θυμώνει, και μας κερνά ένα γύρο.
Την καθιερωμένη ρετσίνα μας λοιπόν στο τσιπουράδικο το βρωμιάρικο του καφετζή πίνουμε, κι ας μην είναι σωστό και πρέπον σε τέτοιο μαγαζί να πίνουμε ρετσίνα. Σάμπως όμως ας πούμε, στη ζωή μας όλα πηγαίνουν όπως πρέπει, και όλα σωστά τα κάνουμε; Όχι βέβαια. Άσε που και εγώ και ο Λάκης αυτό το “πρέπει”, καθόλου δεν το γουστάρουμε και τα “σωστά” ουδόλως μας αρέσουν. Γι αυτό, στραβά κι ανάποδα κι ενάντια τα κάνουμε όλα, και πολύ το φχαριστιόμαστε. Την πρώτη λοιπόν Τετάρτη κάθε μήνα ρετσίνα πίνουμε και συζητούμε. Και οι δυο μιλάμε, τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας, και κουβέντα μεγάλη στήνουμε. Καμιάφορα μιλώ μόνο εγώ ή μονάχα εκείνος φορές φορές, μα τούτη όμως την βραδιά ο Λάκης είχε την τιμητική του. Στόμα δεν έκλεισε καθόλου, γλώσσα μέσα δεν έβαλε, και καθώς εγώ είχα και τις μαύρες μου, τα είπε όλα εκείνος. Με το “νι” και με το “σίγμα” τα είπε, όπως από μικρός συνήθισε και έμαθε, γιατί έτσι του μιλούσε ο πατέρας του που ήταν και σπουδαγμένος. Τη μεγάλη τού γένους σχολή εις την πόλιν είχε τελειώσει ο μπάρμπα Χαράλαμπος, όταν λέει διευθυντής ήταν ο Σπυρίδων Ζαχαριάδης. Τώρα ποιός Ζαχαριάδης ήταν αυτός τρέχα γύρευε. Τον μπάρμπα Χαράλαμπο όλο Ζαχαριάδηδες και κάποιοι άλλοι τύποι περίεργοι τον τριγύριζαν, σαν τον άλλον τον Ζαχαριάδη, τον Νίκο. Αυτός, ο δεύτερος, τον κυνηγούσε πολύ γιατί ο μπάρμπα Χαράλαμπος εκτός από μορφωμένος ήταν και κομμουνιστής. Με το “νι” και με το “σίγμα” τα έλεγε και μιλούσε λοιπόν ο Λάκης πάντα, λόγω του πατέρα του κατ’ αρχήν και όπως θα σας πω παρακάτω και για έναν άλλο λόγο. Στην κυριολεξία με το “νι” και με το “σίγμα” μιλούσε, αλλά και λεπτομερώς τα έλεγε όπως αυτό φυσικά εννοούμε όταν λέμε την παροιμιώδη αυτή έκφραση. Τίποτα δεν ξεχνούσε ο Λάκης. Και έλεγε ας πούμε εις την πόλι(ν) και η πόλι(ς) και όχι “στην πόλη”. Ή, ας πούμε: εξέτασις, παράδοσις, επίδοσις, φύλαξις, αντιστοίχως δε και με τα “ν”, κ.ο.κ….
Περισσότερο όμως του άρεσε το “ν” στο τέλος το λέξεων. Σαν τους Κύπριους έναν πράγμαν. Ήτο βεβαίως αργότερον όπως σας είπα παραπάνω, και η απλή καθαρεύουσα εις το Γυμνάσιον που τον καιρόν της εθνοσωτηρίου επαναστάσεως έκανεν εντονοτέραν την εμφάνισιν του “ν” και έτι περισσότερον ένρινον την ομιλίαν μας, σαν όπως μιλούσε η Θέκλα η παρτάλου. Και την έμαθα και την έγραφα και εγώ την απλήν την καθαρεύουσαν και ακόμα την θυμούμαι.
Και να:
“Είμαι ο Λάκης. Ο Λάκης ο Μανταλόζης. Τον θυμάσαι τον Στάθην τον Μανταλόζην; Ίδιος εγώ.
Αγαπούσα την μπάλαν και το ποδόσφαιρον περισσότερον και από τον πετροπόλεμον και ευκαιρία δεν έχανα για κάποιο φιλικό ματς που ενίοτε εξελίσσονταν σε άκρως εχθρικόν. Άλλοτε παίζαμε μονότερμα κι άλλες φορές διπλό. Έβαζαν πόδι για τον καθέναν μας οι αρχηγοί και διάλεγαν τους παίκτες των ομάδων των. Όποιος κέρδιζε διάλεγε και κέρδιζε τον υποψήφιο Λουκανίδη, Σεραφείδη, Γκαϊτατζή, Λουκανίδη, Καμάρα και άλλους της εποχής ποδοσφαιριστάς. Μόνο Χαλιαμπάληδες δεν είχαμε, γιατί, όνομα ήταν αυτό, άκου Χαλιαμπάλιας!
Έτσι λοιπόν έκαναν οι αρχηγοί και εγώ όμως αρχηγός ποτέ δεν έγινα και πάντα τελευταίον, ή εις την καλυτέραν των περιπτώσεων, προτελευταίον με εδιάλεγαν, και αυτό συνέβαινε όταν εις την παρέα ήταν και ο Τάκης ο κουτσός. Και εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω ή καλύτερα δεν ήθελα να καταλάβω, γιατί όταν έρχονταν η σειρά μου προσπαθούσαν και οι δύο αρχηγοί, να χάσουν στο πόδι. Με άφηνε ο ένας αρχηγός στον άλλον σαν πεσκέσι, και εγώ κοιτούσα παρακλητικά μια τον έναν, μια τον άλλον. Εκείνοι βεβαίως με κοιτούσαν όπως κοιτά ο δήμιος τον μελλοθάνατον και εγώ καταλάβαινα γιατί, και έσκυβα την κεφαλήν μου να δεχθώ κατάσβερκα τον πέλεκυν. Έτσι, τις περισσότερες φορές ξέμενα εις τον πάγκον. Αναπληρωματικός, με έλεγαν θα είσαι. Και έτσι αναπληρωματικός τις περισσότερες φορές παρέμενα ως το τέλος. Καμιάφορα βεβαίως, με έλεγεν ο αρχηγός μου να κάνω ζέσταμα, έλεγεν ύστερα στον Διογένην να βγει για να μπω εγώ, εκείνος δεν έβγαινε, και έμενα εγώ με το ζέσταμα. Όταν όμως με εδιάλεγαν με έβαζαν στην άμυναν. Σαν τον Λινοξυλάκη με έλεγαν να είμαι, αλλά επειδή δεν πετύχενα την μπάλαν πολλές φορές αλλά κλωτσούσα τον αέραν, με άλλαζαν θέση και με έβαζαν τερματοφύλακαν. Τερματοφύλακας κανένας δεν ήθελε να είναι. Όλοι ήθελαν επιθετικοί να παίζουν για να βάζουν γκολ, και όταν έβαζαν γκολ, η μπάλα στον λάκκο που ήταν και τα αποχωρητήρια πήγαινε. Και εκεί, σαν τέρμα εγώ, κάτι έκανα στην αρχή, κάμποσες μπαλιές έπιανα, αλλά τις περισσότερες φορές άκουγα τα βρισίδια κι έτρεχα στον Λάκκο να βρω την μπάλα. Ύστερα όμως από λίγο καιρό εξελίχθηκα και έγινα καλός.
Θυμάσαι; ”
Θυμόταν.
“Και άρχισα μετά να αποκτώ την φήμην τού τερματοφύλακα. Και τότε έγινα Μανταλόζης με το όνομα, και με ήθελαν όλοι. Με άρεσε το τέρμα, η φύλαξις των – τρόπος του λέγειν – δοκαριών, καθότι το τέρμα ορίζονταν από δύο κοτρώνες. Το δε ύψος του, λογίζονταν ανάλογα με την εκτίναξή μου. Αν δεν την έφτανα την μπάλα στην εκτίναξη, θεωρούνταν άουτ. Μερικές φορές βεβαίως δεν τέντωνα επαρκώς τα χέρια μου, και τότε αν ήταν και κρίσιμη η στιγμή του σκορ, γίνονταν μεγάλος σαματάς για τον αν την έφτανα ή όχι την μπαλιά, κι αν τύχαινε να σουρουπώνει κιόλας, συνεχίζαμε με πετροπόλεμο. Ένας ακόμα λόγος που με έβαζαν τερματοφύλακα, ήταν που ήμουνα κοντός και καχεκτικός και έτσι το φαινόμενο οριζόντιο δοκάρι ήταν χαμηλά, με αποτέλεσμα να περιορίζεται το πεδίον στοχεύσεως της επιτιθέμενης ομάδος. Και έκανα καριέρα ως Μανταλόζης. Διά ολίγον βεβαίως, αλλά έκανα.Τί εκτινάξεις έκανα και τί μπλουζόν δεν λέγεται. Πιο πολύ βεβαίως με άρεσαν τα μπλουζόν. Κι όλα καλά και ωραία πήγαιναν για αρκετό καιρό, ως που έγινεν εκείνο το μοιραίον που καθόρισε πλήρως την ποδοσφαιρική μου καριέρα.
Το Θυμάσαι;”
Το θυμόταν.
“Λόγω του ότι τις περισσότερες φορές ο αγωνιστικός χώρος ήταν περιορισμένος και δεν μπορούσε να χτυπηθεί το κόρνερ, είχαμε εφεύρει το: Τρεις κόρνες, ένα πέναλτι. Έτσι αποκτούσε και περισσότερο ενδιαφέρον το ματς. Εκείνη τη μέρα τη μοιραία λοιπόν σε κάποια φάση, έγινε το: τρεις κόρνες ένα πέναλτι. Τερματοφύλακας εγώ και εκτελεστής ο Δομάζος. Δεν θυμάμαι ακριβώς τί έγινε διότι το μνημονικό μου σβήστηκε για κανένα δίλεπτο και για πάντα. Αυτό όμως που θυμάμαι καλά είναι ότι δεν έκανα ούτε μπλουζόν, ούτε πέσιμο, ούτε εκτίναξη. Ήμουν ακίνητος και δέχτηκα την μπαλιά στην κοιλιά από τον Δομάζο που με περνούσε στο ύψος καμιά εικοσαριά πόντους και στα κιλά ήταν διπλάσιος. Μου κόπηκε η ανάσα για ώρα πολλή, είδα αστέρια και ουρανούς, ήλιους πολλούς και σύμπαντα άλλα τόσα, και ύστερα λιποθύμησα. Οι άλλοι νόμιζαν ότι από την χαρά μου που έπιασα την μπάλα, έπεσα κάτω. Όταν συνήλθα βρέθηκα στα χέρια των άλλων που με πετούσαν ψηλά και με επευφημούσαν. Το ματς συνεχίστηκε δίχως εμένα. Παραιτήθηκα πάνω στην πιο ένδοξη στιγμή της ποδοσφαιρικής μου καριέρας.
Θυμάσαι;”
Θυμάμαι, είπα, και τσούγκρισα το ποτήρι μου στον αέρα δίχως να πετύχω το ποτήρι του Λάκη που χάθηκε ξαφνικά μπροστά από τα μάτια μου!
Οκτώβριος του 19