• 3 Μαΐου 2024,

Η οδύσσεια μιας βρεγμένης – Ο κόσμος ευχαριστήθηκε τις διασκευασμένες «Θεσμοφοριάζουσες»

 Η οδύσσεια μιας βρεγμένης  – Ο κόσμος ευχαριστήθηκε τις διασκευασμένες «Θεσμοφοριάζουσες»

Με το αριστερό μπήκε ο φετινός Αύγουστος για τους θεατρόφιλους του Φεστιβάλ Φιλίππων και για τους συντελεστές της παράστασης «Θεσμοφοριάζουσες», αφού το βράδυ της Παρασκευής άνοιξαν κυριολεκτικά οι ουρανοί στο αρχαίο θέατρο με αποτέλεσμα η μεν παράσταση να διακοπεί μετά από τα πρώτα τριάντα λεπτά, οι δε θεατές να αναζητούν πανικόβλητοι καταφύγιο. Φυσικά, ο παλιόκαιρος είχε φροντίσει ήδη να δείξει τις κακές του προθέσεις νωρίτερα, αλλά κάποιοι λίγοι και γενναίοι δεν το έβαλαν κάτω και κάθισαν στα βράχια ρισκάροντας το ενδεχόμενο να γίνουν μούσκεμα.
Ενδεχόμενο που έγινε γεγονός περίπου στις 22:10 όταν οι χοντρές ψιχάλες ανάγκασαν το Γιώργο Κιμούλη να ζητήσει συγνώμη και να διακόψει την παράσταση, κυρίως εξαιτίας του κινδύνου που υπήρχε με τον τεχνικό εξοπλισμό. Πριν αναχωρήσει τρέχοντας για τα παρασκήνια, φορώντας τη γκαμπαρντίνα και τις κόκκινες παντόφλες, φρόντισε να διευκρινίσει ότι οι κατέχοντες εισιτήρια θα μπορούσαν να επιστρέψουν το βράδυ του Σαββάτου προκειμένου να παρακολουθήσουν ολοκληρωμένο το έργο. Κάπως έτσι οι δύο παραστάσεις έγιναν μία, οι δε θεατές θα το ‘χουν να το λένε, ότι 1/8/2014 βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο και λασπωμένοι αναγκάστηκαν να ανάψουν ακόμη και καλοριφέρ εντός των αυτοκινήτων τους ώστε να αποφύγουν την καλοκαιρινή πνευμονία.
Έστω κι έτσι όμως, το βράδυ του Σαββάτου οι συνθήκες ήταν απείρως καλύτερες, ο κόσμος ήταν πολύ περισσότερος και η παράσταση πραγματοποιήθηκε με ορισμένες διαφοροποιήσεις στο φωτισμό και κάποια μικροπροβλήματα στον ήχο των μικροφώνων, προφανώς ως συνέπειες του κατακλυσμού της προηγούμενης. Οι θεατές καταευχαριστήθηκαν το διασκευασμένο κείμενο του Αριστοφάνη, το οποίο βασίστηκε στη μετάφραση του Κ.Χ. Μύρη και ομολογουμένως έβριθε ύβρεων. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε εκείνοι που δεν είναι φανατικοί αυτής της θεατρικής προσέγγισης να ενοχληθούν.
Το σκηνικό της παράτασης ήταν λιτό, τα κοστούμια δύο ταχυτήτων, με το Γιώργο Κιμούλη – Συγγενή να φορά αρχικά πιτζάμες και στη συνέχεια να ντύνεται γυναίκα, το Δημήτρη Πιατά – Ευριπίδη να εμφανίζεται κουστουμαρισμένος και το Θανάση Αλευρά – Αγάθων να ενδύεται ένα γυναικείο κοστούμι – υπερπαραγωγή. Τόσο τα σκηνικά, όσο και τα κοστούμια έφεραν την υπογραφή του Γιάννη Μετζικώφ. Η μουσική που γράφτηκε από το Διονύση Τσακνή ήταν ένα από τα καλύτερα στοιχεία της παραγωγής.

ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ – ΑΒΑΝΤΑΔΟΡΙΚΗ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
Το κείμενο της παράστασης, έτσι όπως το τροποποίησαν από κοινού ο Γιώργος Κιμούλης και ο μπλόγκερ Πιτσιρίκος, ήταν μια διαρκής κι ευθεία παραπομπή στο σήμερα και σε όλα τα προβλήματα του σύγχρονου νεοέλληνα. Ονόματα, ατάκες, φιγούρες, προσωπικότητες, πολιτικοί και γεγονότα του σήμερα πέρασαν μπροστά από τα μάτια των θεατών και ως εύκολα αναγνωρίσιμα πρόσφεραν αβίαστο (είπαν κάποιοι) γέλιο στο κοινό. Ένα κοινό αποτελούμενο από ανθρώπους που μπορεί στη δική τους καθημερινότητα να βιώνουν παρόμοιες καταστάσεις, να νιώθουν παρόμοια συναισθήματα, να διαμορφώνουν όμοιες απόψεις κι άρα να θεωρούν ότι κάποιος ηθοποιός «μίλησε» επί σκηνής για λογαριασμό τους.
Κατά ένα περίεργο τρόπο, η φετινή σκηνοθετική δουλειά του Γιώργου Κιμούλη στήθηκε έτσι ώστε να αβαντάρει τους συμπρωταγωνιστές του. Λες και ο ίδιος, που πολλάκις έχει δοκιμαστεί και πετύχει σε πλήθος σκληρών και δύσκολων πειραματισμών, προτίμησε να δώσει χώρο στο Δημήτρη Πιατά και το Θανάση Αλευρά για να δοξαστούν. Κι εκείνοι το έπραξαν με τον καλύτερο τρόπο. Ειδικότερα ο Θανάσης Αλευράς, που εισέπραξε και τη μερίδα του λέοντος στο χειροκρότημα της λήξης, ήταν η «κορυφή» της παράστασης. Ο όρος «απολαυστικός» μάλλον είναι λίγος για να περιγράψει την εντύπωση που δημιούργησε με το πέρασμά του από τη σκηνή, ερμηνεύοντας ένα σπαρταριστό Αγάθωνα.
Άνευ δισταγμού, το βράδυ του Σαββάτου, αρκετή ώρα μετά τη λήξη της παράστασης και όταν ο Θανάσης βγήκε από τα παρασκήνια, του ομολόγησα ευθαρσώς ότι εκείνος ήταν ο βασικός λόγος για την επιστροφή μου στο θέατρο. Να θυμίσω ότι το δίδυμο Κιμούλη – Πιατά το είχαμε παρακολουθήσει και το καλοκαίρι του 2009, όταν συμπρωταγωνίστησαν στην παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης «Δον Κιχώτης».

ΚΙΜΟΥΛΗΣ ΚΑΙ ΞΕΡΟ ΨΩΜΙ!
Ξέρω ότι φίλοι και γνωστοί, όσοι γνωρίζουν την τεράστια αδυναμία που τρέφω για το Γιώργο Κιμούλη και τη δυσμενή άποψή μου για τα αριστοφανικά κείμενα, περιμένουν την εντύπωσή μου για το φετινό τόλμημα. Είναι η πρώτη φορά που ύστερα από πολλά χρόνια θα διαφωνήσω με την επιλογή του. Προτιμώ τη «βαριά» και «ποιοτική» πρόταση που κάθε καλοκαίρι μου καταθέτει, είτε πρόκειται για κάποια αρχαία τραγωδία, είτε πρόκειται για έργο διεθνούς κλασικού ρεπερτορίου. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να τον κακίσω.
Πέρα από τον κόσμο που λαχταράει να παρακολουθήσει μια κωμωδία, προκειμένου να χαλαρώσει, να ψυχαγωγηθεί και να γελάσει απενοχοποιημένα έστω και για δύο ώρες, παρόμοια αισθήματα δικαιούται να βιώνει κι ένας ηθοποιός. Παρακολουθώντας διαρκώς εκ του μακρόθεν τις θεατρικές δουλειές του Γιώργου Κιμούλη και διαβάζοντας τις εξαιρετικές κριτικές που αποσπά, ξέρω ότι ο τελευταίος χρόνος ήταν δύσκολος επαγγελματικά.
Πέρσι το καλοκαίρι μας παρουσίασε μια εξαιρετική «Μήδεια» και στη διάρκεια του χειμώνα ανέβασε τον «Επιστάτη» του Πίντερ και τον «Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν» του Ίψεν, δουλειές άκρως απαιτητικές και σοβαρές. Έχει λοιπόν κάθε δικαίωμα να χαλαρώσει λίγο τα «λουριά» και να επιτρέψει στον εαυτό του την «πολυτέλεια» μιας κωμωδίας, που μπορεί να είναι καλοδουλεμένη αλλά δεν ικανοποιεί απόλυτα το δικό του φανατικό κοινό. Εάν καλυφθήκατε από τα γραφόμενα, έχει καλώς. Διαφορετικά να ξεκαθαρίσω ότι εγώ ψοφάω να παρακολουθώ Κιμούλη επί σκηνής, απλά και μόνο γιατί είναι εκείνος.

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΛΟΙΠΟΝ: Σε όλους εμάς τους βρεγμένους μέχρι το κόκκαλο και λασπωμένους μέχρι το γόνατο, που δε χαμπαριάζουμε από τερτίπια του καιρού και ως εθισμένοι τρέχουμε να καθίσουμε στα βράχια του θεάτρου έστω κι αν ψηνόμαστε από τη ζέστη, έστω κι αν μουσκεύουμε από τη βροχή, έστω και αν κρυώνουμε από το βραδινό αεράκι. Ποτέ δε μας σταμάτησαν αυτές οι «λεπτομέρειες» κι ούτε ποτέ θα μας σταματήσουν, αφού η εκτίμηση και η αγάπη για το θεσμό του Φεστιβάλ Φιλίππων πάντα θα υπερέχει και θα στέκεται η αιτία να εμπλουτίζεται όμορφα το καλοκαίρι μας.

ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

Η οδύσσεια μιας βρεγμένης
Ο κόσμος ευχαριστήθηκε τις διασκευασμένες «Θεσμοφοριάζουσες»

Με το αριστερό μπήκε ο φετινός Αύγουστος για τους θεατρόφιλους του Φεστιβάλ Φιλίππων και για τους συντελεστές της παράστασης «Θεσμοφοριάζουσες», αφού το βράδυ της Παρασκευής άνοιξαν κυριολεκτικά οι ουρανοί στο αρχαίο θέατρο με αποτέλεσμα η μεν παράσταση να διακοπεί μετά από τα πρώτα τριάντα λεπτά, οι δε θεατές να αναζητούν πανικόβλητοι καταφύγιο. Φυσικά, ο παλιόκαιρος είχε φροντίσει ήδη να δείξει τις κακές του προθέσεις νωρίτερα, αλλά κάποιοι λίγοι και γενναίοι δεν το έβαλαν κάτω και κάθισαν στα βράχια ρισκάροντας το ενδεχόμενο να γίνουν μούσκεμα.
Ενδεχόμενο που έγινε γεγονός περίπου στις 22:10 όταν οι χοντρές ψιχάλες ανάγκασαν το Γιώργο Κιμούλη να ζητήσει συγνώμη και να διακόψει την παράσταση, κυρίως εξαιτίας του κινδύνου που υπήρχε με τον τεχνικό εξοπλισμό. Πριν αναχωρήσει τρέχοντας για τα παρασκήνια, φορώντας τη γκαμπαρντίνα και τις κόκκινες παντόφλες, φρόντισε να διευκρινίσει ότι οι κατέχοντες εισιτήρια θα μπορούσαν να επιστρέψουν το βράδυ του Σαββάτου προκειμένου να παρακολουθήσουν ολοκληρωμένο το έργο. Κάπως έτσι οι δύο παραστάσεις έγιναν μία, οι δε θεατές θα το ‘χουν να το λένε, ότι 1/8/2014 βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο και λασπωμένοι αναγκάστηκαν να ανάψουν ακόμη και καλοριφέρ εντός των αυτοκινήτων τους ώστε να αποφύγουν την καλοκαιρινή πνευμονία.
Έστω κι έτσι όμως, το βράδυ του Σαββάτου οι συνθήκες ήταν απείρως καλύτερες, ο κόσμος ήταν πολύ περισσότερος και η παράσταση πραγματοποιήθηκε με ορισμένες διαφοροποιήσεις στο φωτισμό και κάποια μικροπροβλήματα στον ήχο των μικροφώνων, προφανώς ως συνέπειες του κατακλυσμού της προηγούμενης. Οι θεατές καταευχαριστήθηκαν το διασκευασμένο κείμενο του Αριστοφάνη, το οποίο βασίστηκε στη μετάφραση του Κ.Χ. Μύρη και ομολογουμένως έβριθε ύβρεων. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε εκείνοι που δεν είναι φανατικοί αυτής της θεατρικής προσέγγισης να ενοχληθούν.
Το σκηνικό της παράτασης ήταν λιτό, τα κοστούμια δύο ταχυτήτων, με το Γιώργο Κιμούλη – Συγγενή να φορά αρχικά πιτζάμες και στη συνέχεια να ντύνεται γυναίκα, το Δημήτρη Πιατά – Ευριπίδη να εμφανίζεται κουστουμαρισμένος και το Θανάση Αλευρά – Αγάθων να ενδύεται ένα γυναικείο κοστούμι – υπερπαραγωγή. Τόσο τα σκηνικά, όσο και τα κοστούμια έφεραν την υπογραφή του Γιάννη Μετζικώφ. Η μουσική που γράφτηκε από το Διονύση Τσακνή ήταν ένα από τα καλύτερα στοιχεία της παραγωγής.

ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ – ΑΒΑΝΤΑΔΟΡΙΚΗ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ
Το κείμενο της παράστασης, έτσι όπως το τροποποίησαν από κοινού ο Γιώργος Κιμούλης και ο μπλόγκερ Πιτσιρίκος, ήταν μια διαρκής κι ευθεία παραπομπή στο σήμερα και σε όλα τα προβλήματα του σύγχρονου νεοέλληνα. Ονόματα, ατάκες, φιγούρες, προσωπικότητες, πολιτικοί και γεγονότα του σήμερα πέρασαν μπροστά από τα μάτια των θεατών και ως εύκολα αναγνωρίσιμα πρόσφεραν αβίαστο (είπαν κάποιοι) γέλιο στο κοινό. Ένα κοινό αποτελούμενο από ανθρώπους που μπορεί στη δική τους καθημερινότητα να βιώνουν παρόμοιες καταστάσεις, να νιώθουν παρόμοια συναισθήματα, να διαμορφώνουν όμοιες απόψεις κι άρα να θεωρούν ότι κάποιος ηθοποιός «μίλησε» επί σκηνής για λογαριασμό τους.
Κατά ένα περίεργο τρόπο, η φετινή σκηνοθετική δουλειά του Γιώργου Κιμούλη στήθηκε έτσι ώστε να αβαντάρει τους συμπρωταγωνιστές του. Λες και ο ίδιος, που πολλάκις έχει δοκιμαστεί και πετύχει σε πλήθος σκληρών και δύσκολων πειραματισμών, προτίμησε να δώσει χώρο στο Δημήτρη Πιατά και το Θανάση Αλευρά για να δοξαστούν. Κι εκείνοι το έπραξαν με τον καλύτερο τρόπο. Ειδικότερα ο Θανάσης Αλευράς, που εισέπραξε και τη μερίδα του λέοντος στο χειροκρότημα της λήξης, ήταν η «κορυφή» της παράστασης. Ο όρος «απολαυστικός» μάλλον είναι λίγος για να περιγράψει την εντύπωση που δημιούργησε με το πέρασμά του από τη σκηνή, ερμηνεύοντας ένα σπαρταριστό Αγάθωνα.
Άνευ δισταγμού, το βράδυ του Σαββάτου, αρκετή ώρα μετά τη λήξη της παράστασης και όταν ο Θανάσης βγήκε από τα παρασκήνια, του ομολόγησα ευθαρσώς ότι εκείνος ήταν ο βασικός λόγος για την επιστροφή μου στο θέατρο. Να θυμίσω ότι το δίδυμο Κιμούλη – Πιατά το είχαμε παρακολουθήσει και το καλοκαίρι του 2009, όταν συμπρωταγωνίστησαν στην παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης «Δον Κιχώτης».

ΚΙΜΟΥΛΗΣ ΚΑΙ ΞΕΡΟ ΨΩΜΙ!
Ξέρω ότι φίλοι και γνωστοί, όσοι γνωρίζουν την τεράστια αδυναμία που τρέφω για το Γιώργο Κιμούλη και τη δυσμενή άποψή μου για τα αριστοφανικά κείμενα, περιμένουν την εντύπωσή μου για το φετινό τόλμημα. Είναι η πρώτη φορά που ύστερα από πολλά χρόνια θα διαφωνήσω με την επιλογή του. Προτιμώ τη «βαριά» και «ποιοτική» πρόταση που κάθε καλοκαίρι μου καταθέτει, είτε πρόκειται για κάποια αρχαία τραγωδία, είτε πρόκειται για έργο διεθνούς κλασικού ρεπερτορίου. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να τον κακίσω.
Πέρα από τον κόσμο που λαχταράει να παρακολουθήσει μια κωμωδία, προκειμένου να χαλαρώσει, να ψυχαγωγηθεί και να γελάσει απενοχοποιημένα έστω και για δύο ώρες, παρόμοια αισθήματα δικαιούται να βιώνει κι ένας ηθοποιός. Παρακολουθώντας διαρκώς εκ του μακρόθεν τις θεατρικές δουλειές του Γιώργου Κιμούλη και διαβάζοντας τις εξαιρετικές κριτικές που αποσπά, ξέρω ότι ο τελευταίος χρόνος ήταν δύσκολος επαγγελματικά.
Πέρσι το καλοκαίρι μας παρουσίασε μια εξαιρετική «Μήδεια» και στη διάρκεια του χειμώνα ανέβασε τον «Επιστάτη» του Πίντερ και τον «Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν» του Ίψεν, δουλειές άκρως απαιτητικές και σοβαρές. Έχει λοιπόν κάθε δικαίωμα να χαλαρώσει λίγο τα «λουριά» και να επιτρέψει στον εαυτό του την «πολυτέλεια» μιας κωμωδίας, που μπορεί να είναι καλοδουλεμένη αλλά δεν ικανοποιεί απόλυτα το δικό του φανατικό κοινό. Εάν καλυφθήκατε από τα γραφόμενα, έχει καλώς. Διαφορετικά να ξεκαθαρίσω ότι εγώ ψοφάω να παρακολουθώ Κιμούλη επί σκηνής, απλά και μόνο γιατί είναι εκείνος.

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΛΟΙΠΟΝ: Σε όλους εμάς τους βρεγμένους μέχρι το κόκκαλο και λασπωμένους μέχρι το γόνατο, που δε χαμπαριάζουμε από τερτίπια του καιρού και ως εθισμένοι τρέχουμε να καθίσουμε στα βράχια του θεάτρου έστω κι αν ψηνόμαστε από τη ζέστη, έστω κι αν μουσκεύουμε από τη βροχή, έστω και αν κρυώνουμε από το βραδινό αεράκι. Ποτέ δε μας σταμάτησαν αυτές οι «λεπτομέρειες» κι ούτε ποτέ θα μας σταματήσουν, αφού η εκτίμηση και η αγάπη για το θεσμό του Φεστιβάλ Φιλίππων πάντα θα υπερέχει και θα στέκεται η αιτία να εμπλουτίζεται όμορφα το καλοκαίρι μας.

ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ
=====================================================================

 

Διαβάστε επίσης