Μπορούσαν και καλύτερα – Ρεσιτάλ κραυγών στις μέτριες «Τρωάδες»

 Μπορούσαν και καλύτερα –  Ρεσιτάλ κραυγών στις μέτριες «Τρωάδες»

Λίγο το γεγονός ότι οι «Τρωάδες» είναι μια από τις καλύτερες πιο ανθρώπινες και πιο διαχρονικά αντιπολεμικές τραγωδίες του αρχαίου ρεπερτορίου, λίγο το γεγονός ότι ο θίασος που θα παρουσίαζε την παράσταση στους Φιλίππους το βράδυ του Σαββάτου αποτελούνταν από δυνατά ονόματα, λίγο και ορισμένες θετικές κριτικές που είχαμε διαβάσει από προηγούμενους σταθμούς της περιοδείας, μας δημιούργησαν υψηλές προσδοκίες. Εκ του αποτελέσματος όμως αυτές οι προσδοκίες διαψεύστηκαν και βυθίστηκαν αύτανδρες στη διάρκεια της 80λεπτης παραγωγής που κινήθηκε επιεικώς στη μετριότητα.
Η φιλόδοξη προσπάθεια που δεν κορυφώθηκε και δεν απογείωσε το κοινό, κινήθηκε σε κλασικά σκηνοθετικά καλούπια. Καμία τόλμη, κανένα νεωτεριστικό ρίσκο, καμία καινοτομία, η δε υπόσχεση να αποτυπωθεί η ματαιότητα του πολέμου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα δεν υλοποιήθηκε βάσει της ανάγνωσης του Θέμη Μουμουλίδη. Εξάλλου, το συγκεκριμένο συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα από το εξαίρετο κείμενο του Ευριπίδη ατελείωτα χρόνια τώρα και μάλιστα άνευ αποκωδικοποίησης.
Ευτυχώς η παράσταση μεθοδεύτηκε να διαρκέσει μόνο ογδόντα λεπτά κι έτσι ολοκληρώθηκε πριν μας κουράσουν εντελώς οι συγκρατημένες ερμηνείες. Εκεί που αναζητούσαμε την τραγικότητα, την απόγνωση, την απελπισία, τον πόνο για το ξεριζωμό, την απώλεια και το θρήνο για τους νεκρούς, εκεί εισπράξαμε ελάχιστες εξάρσεις οι οποίες οφείλονταν στις προσωπικές ικανότητες των ηθοποιών και μόνο. Και μάλιστα όχι όλων.
Υπάρχει ένα υπέροχο μυστικό κρυμμένο στο λόγο του Ευριπίδη το οποίο για να αναδειχθεί επιβάλλεται η σκηνοθετική «μαγκιά» να περισσεύει. Πρέπει να βρεθεί εκείνος ο κατάλληλος τρόπος ώστε το αντιπολεμικό και συνάμα τόσο φεμινιστικό μήνυμα του ποιητή να αποτυπωθεί εύγλωττα προκειμένου οι Τρωάδες να υπερπηδήσουν το ανθρώπινο όριο και να φτάσουν στο γυναικείο επίπεδο. Πρέπει το ηθικό δίδαγμα να αφορά στα γυναικεία δεινά που βιώνουν τα «βουβά» πρόσωπα εξαιτίας αλόγιστων αποφάσεων τις οποίες πάντα λαμβάνουν οι «ισχυροί» του κόσμου, οι άντρες. Η συνταγή Μουμουλίδη δεν πέτυχε, με αποτέλεσμα το βράδυ του Σαββάτου να φύγουμε από το θέατρο κουβαλώντας την αίσθηση του ανικανοποίητου.

ΘΥΜΩΜΕΝΕΣ ΚΡΑΥΓΕΣ
Το σιδερόφρακτο σκηνικό και τα ψυχρά μεταλλικά κρεβάτια του σκηνικού με την υπογραφή του Γιώργου Πάτσα ούτε ενόχλησαν, αλλά ούτε και ενθουσίασαν. Απλά υπήρχαν με σκοπό να μεταφέρουν τις συνθήκες αιχμαλωσίας των ηττημένων γυναικών της κατεστραμμένης Τροίας ένα βήμα πιο κοντά στο σήμερα. Τα κοστούμια με την υπογραφή της Παναγιώτας Κοκκορού, έντυσαν με σκουρόχρωμα κουρέλια τις υποψήφιες σκλάβες και με στρατιωτικές στολές τους νικητές Έλληνες. Διαφοροποίηση υπήρχε στο έξυπνο κοστούμι της Κασσάνδρας, στο απλό κοστούμι της Ανδρομάχης και στο κραυγαλέα προκλητικό κοστούμι της Ελένης. Καλή η μουσική του Θύμιου Παπαδόπουλου αν και το τραγούδι της παράστασης ερμηνευμένο από το Χρήστο Θηβαίο θα έπρεπε να ακουστεί νωρίτερα, ίσως κατά τη στιγμή της υπόκλισης και του χειροκροτήματος και όχι να «χαθεί» τη στιγμή της αποχώρησης του κοινού από το χώρο όταν και η οχλοβοή συνήθως δυναμώνει.
Μπορούσαν να προσφέρουν κάτι καλύτερο οι ηθοποιοί; Σίγουρα. Η θεατρική τους εμπειρία και μόνο ήταν ένα εχέγγυο που δυστυχώς δεν αξιοποιήθηκε όσο θα έπρεπε από το σκηνοθέτη. Επιπλέον, για ένα περίεργο λόγο που μάλλον μόνο ο Θέμης Μουμουλίδης γνωρίζει, ο θίασος διδάχθηκε να φωνάζει ή ακόμη και να κραυγάζει επιχειρώντας να μεταφέρει στην πλατεία το μήνυμα του έργου. Γιατί; Η ακουστική των Φιλίππων είναι καλή και η πλειοψηφία των ηθοποιών είναι δοκιμασμένη στο αρχαίο δράμα, επομένως δεν υπήρχε λόγος για τις κραυγές που μετέτρεπαν τους ρόλους από τραγικούς σε θυμωμένους.

ΤΟΥΣ ΚΑΛΟΥΠΩΣΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΣΥΓΚΡΑΤΗΣΕ
«Καλουπωμένη» κρατήθηκε η ερμηνεία της Φιλαρέτης Κομνηνού, την οποία έχουμε απολαύσει επανειλημμένως και την αποδεχόμαστε ως μία από τις καλύτερες σύγχρονες τραγωδούς. Αυτή τη γυναίκα όμως που πολλαπλώς έχουμε θαυμάσει στο παρελθόν, λιγάκι μπορέσαμε να χορτάσουμε σε όλο της το εύρος και μόνο στο τέλος της παράστασης. Μόνο στη σκηνή του θρήνου της Εκάβης πάνω από το άψυχο κορμάκι του δολοφονημένου εγγονού της και στη σκηνή της οριστικής αποχώρησής της από τον τόπο που τη γέννησε αλλά δε θα την υποδεχόταν μετά το θάνατό της.
Την ικανοποίηση που δε λάβαμε από την Εκάβη, την αντλήσαμε κατά το ήμισυ από την Ανδρομάχη. Προσπάθησε η Μαρία Πρωτόπαππα και σε αρκετά σημεία τα κατάφερε, κυρίως όταν δεν στρίγγλιζε, να έρθει κοντά μας και να φουσκώσει στο στήθος το θρήνο της γυναίκας που χάνει τον αγαπημένο σύντροφο, χάνει το λατρεμένο γιο και τελικά χάνει την πατρίδα και την ελευθερία της. Στο τέλος του δικού της ρόλου βρήκε σωστό βηματισμό η Ιωάννα Παππά, την οποία δε θα μπορούσα να χαρακτηρίσω σαν μία από τις καλές Κασσάνδρες. Ο ρόλος της παρθένας – ιέρειας – μάντισσας διόλου εύκολος δεν είναι, αφού περνά από στάδια κι αγγίζει σημεία όπως το παραλήρημα πριν καταλήξει στη λογική πρόβλεψη ότι η ύπαρξή της θα σταθεί ο λόγος αφανισμού του μισητού Αγαμέμνονα.
Πολύ ηρεμότερη και μη κραυγάζουσα εμφανίστηκε στη σκηνή η Ζέτα Δούκα, την οποία έντυσαν μεν σαν «υπερπαραγωγή» λες και δεν είναι από μόνη της εντυπωσιακή, ωστόσο το πέρασμά της αποδείχθηκε σύντομο. Η αντιπαράθεση λόγου κι επιχειρημάτων μεταξύ Εκάβης κι Ελένης είναι ένα δυνατό κομμάτι της τραγωδίας, παρέμεινε όμως τόσο σύντομο και άνευρο χωρίς να δημιουργήσει κάποια ιδιαίτερη εντύπωση.
Τρεις ανδρικές ερμηνείες παρακολουθήσαμε που κινήθηκαν από μέτριο έως κακό επίπεδο. Καλύτερος ο Χρήστος Πλαϊνης που ως στρατιώτης και με ένα μικρό ρόλο ανέλαβε να υλοποιήσει το έξυπνο τέχνασμα της κάθαρσης. Με σταδιακά αυξανόμενες νευρικές κινήσεις έπλυνε τα χέρια του επί σκηνής θέλοντας να διώξει από πάνω του το άδικο αίμα των Τρώων που έχυσαν οι νικητές Έλληνες, παίρνοντας εκδίκηση για τη δεκαετή αναμονή ενόψει της νίκης. Απλά διεκπεραιωτικός μου φάνηκε ο Στέλιος Μάϊνας ως Ταλθύβιος, περιφερόμενος με την πόζα ενός «καραβανά» και στριγγλίζοντας αναίτια.
Κακός εντελώς ο Άρης Λεμπεσόπουλος, που είτε ως Ποσειδώνας με τη μάσκα, είτε ως Μενέλαος απέδωσε αμφότερους του ρόλους με την ίδια βραχνή χροιά στη φωνή του κι εντελώς ρηχά. Μπορεί ο χορός να αποτελούνταν από καλές μονάδες, η συνολική παρουσία του όμως μέσα στην παράσταση προσωπικά δε μου πρόσφερε το παραμικρό, πλην της τελικής σκηνής και της τραγικής αποχώρησης των πραγματικών θυμάτων της Τροίας, όταν δηλαδή κάθε γυναίκα καλείται να γίνει σκλάβα – ερωμένη στα χέρια του κατακτητή της.

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ ΛΟΙΠΟΝ: Στο ΚΘΒΕ που το καλοκαίρι του 2009 είχε ανεβάσει το ίδιο έργο αλλά σε μία αλησμόνητη παράσταση. Φυσικά την τότε σκηνοθεσία την είχε αναλάβει μια γυναίκα, η Νικαίτη Κοντούρη κι ίσως γι’ αυτό η προσέγγιση να ήταν αρτιότερη. Επρόκειτο όμως για μια μνημειώδη ερμηνεία της Λήδας Πρωτοψάλτη ως Εκάβης, ενώ η ιδιαίτερη παρουσία της Λαμπρινής Αγγελίδου ως Κασσάνδρας ήταν και παραμένει αξιομνημόνευτη. Αν τα δύο σκηνικά είχαν κοινά στοιχεία στη σκοτεινότητά τους, ίσως οφείλεται στο ότι έφεραν την υπογραφή του ιδίου Γιώργου Πάτσα.
Χαιρετίσματα όμως και στη «Θεατρική Διαδρομή» που το καλοκαίρι του 2004 είχε περιοδεύσει στους Φιλίππους με την ίδια ακριβώς παράσταση, σε σκηνοθεσία Διαγόρα Χρονόπουλου, σκηνικά – κοστούμια Γιάννη Μετζικώφ και μουσική Σταύρου Ξαρχάκου. Αλλά και με ονόματα όπως η Άννα Βαγενά (Εκάβη), η εξαίρετη Τάνια Τρύπη (Ανδρομάχη), η πειστική Πέγκυ Τρικαλιώτη (Κασσάνδρα), ο Γιάννης Βούρος (Ταλθύβιος), ο Δημήτρης Λιγνάδης (Ποσειδώνας).
Αυτό είναι το «μαρτύριο» για όσους δεν έχουν κοντή μνήμη και καταχωρούν στο σκληρό δίσκο του μυαλού τις πραγματικά σημαντικές κι αξιόλογες παραστάσεις. Είναι καταδικασμένοι να θυμούνται και να συγκρίνουν, διαπιστώνοντας ενίοτε με λύπη τους ότι το παρελθόν είχε προσφέρει καλύτερες θεατρικές εμπειρίες.

ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΗ

Διαβάστε επίσης