Αχ….αχ άμα σε πιάσω

 Αχ….αχ άμα σε πιάσω

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

 

“Αχ….αχ άμα σε πιάσω εσένανε….θα σε πω εγώ άμα σε πιάσω….και να διεις τι θα σε κάνω εγώ, άμα σε πιάσω.”

Έξω απ’το σπίτι μας περνούσε ο Δημοσθένης κι όλο με πείραζε. Με πείραζε, κι εγώ ήταν σαν λίγο να τον φοβόμουνα και να με τρόμαζε και κάπως, αλλά και σαν όμως καθόλου να μην τον φοβόμουνα. Κι ούτε που τρόμαζα καθόλου. Σαν ένα παιχνίδι, ήταν. Αλλά κι εγώ, άλλα παιχνίδια δεν είχα, αφού τα παιχνίδια παράδες ήθελαν. Έτσι έλεγε ο παππούς μου, “τα παιχνίδια παιδί μ’ θέλουν παράδες”,  έλεγε, μα κι εγώ καθόλου δεν καταλάβαινα τι τους ήθελαν τους παράδες τα παιχνίδια, αφού άνθρωποι δεν ήταν για να ψωνίσουν ψώνια από τον μπάρμπα Χαρίση. Ψώνια και λουκούμια. Πολύ άρεζαν στον παππού μου τα λουκούμια. Και σε μένα άρεζαν πολύ τα λουκούμια, αλλά κολλούσαν όμως στα δόντια μου και ύστερα εγώ να τα ξεκολλήσω έπρεπε. Κι έβαζα το δαχτυλάκι μου στο στόμα μου και τα ξεκολλούσα. Έπινα μετά και νερό από την βρύση, έκανα και γαργάρες και ξεκολλούσαν ολότελα. Με το νερό ξεκολλούσαν μα έφευγε η γλύκα. Και στη γιαγιά μου τη Γιωργιά άρεζαν τα λουκούμια. Και σε κεινής τα δόντια κολλούσαν, μα κείνη τα έβγαζε τα δόντια της και τα έπλυνε στη βρύση.

“Μασέλες για, εγώ έχω”, έτσι έλεγε, κι έτσι τα έλεγε και τα δόντια της εκείνη η γιαγιά μου. Μασέλες τα έλεγε γιατί με αυτά μασούσε τα καρύδια, που όταν δεν είχε δόντια δεν μπορούσε να τα φάει….τα καρύδια.

Παράξενο και φοβιστικό ήταν αυτό. Να βγάζει τα δόντια της. Άκου εκεί, να βγάζει τα δόντια της!

Αμ και η Νίτσα. Η μαμά μου  έλεγε ότι έβγαζε τα μάτια της με κείνον τον λιμοκοντόρο, που έβαζε μια οκά κολώνια Μυρτώ λεβάντα και τον έπαιρναν κοπάδι οι μέλισσες από πίσω όταν κατέβαινε τις Κυριακές κάτω στη βόλτα.

Άκου έβγαζε τα μάτια της!

Αμ κι αυτό πάλι δεν ήταν τίποτα, γιατί, μια φορά που πήγα επίσκεψη με την γιαγιά μου στο σπίτι εκείνου που τον έλεγαν ανάπηρο πολέμου, εκείνος έβγαλε το πόδι του που ήταν ξύλινο.

Πόσο τρόμαξα!

Πολύ τρόμαξα!

Κι από τότε δεν περνούσα μπροστά από το σπίτι του.

Κι εγώ όμως έβγαζα κάτι. Έβγαζα τα τζγιέργια μου από το στόμα μου, όταν η μαμά μου μου έδινε εκείνο το μουρουνέλαιο, γιατί ήμαν πολύ αδύνατος και κοντός.

“Τα τζγιέργια σ’ έβγαλες πάλι αγόρι μ’ καλό”, έτσι με έλεγε η μαμά μου.

Φαίνεται όμως ότι και στον Δημοσθένη άρεζαν τα λουκούμια, γιατί μια φορά και κείνος μου έδωσε ένα λουκούμι, καθώς περνούσε πάλι από τον δρόμο που ήταν το σπίτι μας. Δεν το έδωσε όμως σε μένα. Στη μαμά μου το έδωσε και εκείνη σε μένα που ήμαν κρυμμένος πίσω της. Ήθελε να με πιάσει για να με πει και να με κάνει. Πριτς.

Στο σπίτι του που ήταν λίγο πιο πάνω πήγαινε ο Δημοσθένης. Στον ανηφορικό τον δρόμο που έφερνε και στο βουνό ήταν το σπίτι του. Λίγο πιο κάτω από το πάρκο με τις καστανιές, ήταν. Εκεί….. εκεί στο πάρκο που είχε και χαμοκέρασα και πήγαινα με τη μαμά μου και τα μαζεύαμε. Κάτω στη γη ήταν φυτρωμένες οι χαμοκερασιές και γω ήμαν μικρός και κοντός κι ούτε που έσκυβα καθόλου για να τα κόψω. Μοναχά γονάτιζα. Η μαμά μου όμως έσκυβε και πονούσε η μέση της. Έτσι έλεγε. “Πονά η μέση μου και να σκύψω δεν μπορώ”, έλεγε. Γι αυτό σε μένα να τα μαζεύω, έλεγε.

Μόλις έβλεπε ένα:

“Να….εκεί….εκεί είναι ένα χαμοκέρασο, παληκάρι μου. Εκεί ανάμεσα στις φτέρες.”

Πολύ κοφτερό μάτι είχε η μαμά μου. Αλλά κι εγώ είχα κοφτερό μάτι, αλλά και πάλι εγώ δεν καταλάβαινα τι είναι το κοφτερό μάτι, γιατί ούτε μαχαίρι ήταν, ούτε πριόνι όπως εκείνο που είχε ο μπαμπάς μου στο σαμαράδικο. Κι ούτε κι εγώ παληκάρι ήμαν όπως με έλεγε η μαμά μου, αφού ο παππούς μου άλλους έλεγε παληκάρια. Κάτι ψηλούς ως εκεί πάνω, παληκάρια έλεγε. Και τους γύφτους παληκάρια τους έλεγε. Κι εγώ ήμαν κοντός και μικρός. Πώς παληκάρι ήμανε;

Κι ούτε γύφτος ήμαν.

Και μικρός και κοντός ήμαν μα και πολύ με άρεζαν τα χαμοκέρασα. Εκεί, ψηλά, μετά την στροφή του δρόμου ήταν το πάρκο με τα χαμοκέρασα. Και λίγο πιο κάτω το σπίτι τού Δημοσθένη, ήταν. Κι εγώ όταν πήγαινα στο πάρκο με την μαμά μου και ήταν ο Δημοσθένης έξω στην αυλή, στο σπίτι του….σε κείνο το σπίτι…. σε κείνο που είχε τα κόκκινα παντζούρια που καθόλου δεν άρεζαν στον αστυνόμο, κρύβομαν πίσω από την ποδιά της γιατί πάλι θα μου έλεγε εκείνα τα λόγια. Μα άμα ο Δημοσθένης δεν ήταν σπίτι του, ούτε που με ένοιαζε καθόλου κι όταν λίγο μεγάλωσα πήγαινα και μοναχός μου για χαμοκέρασα. Μερικές φορές όμως που σαν λίγος φόβος να με έπιανε πήγαινα από τον άλλον τον δρόμο. Από εκείνον τον δρόμο που κάθονταν εκείνος ο άλλος, πήγαινα, γιατί εκεί ήταν το σπίτι εκείνου του άλλου. Εκεινού του άλλου το σπίτι, εκεί ήταν. Εκεινού, που μπεκρή και μεθύστακα τον έλεγαν. Έτσι τον έλεγαν, γιατί πολύ ούζο έπινε και μια δώθε, μια κείθε πήγαινε όταν περπατούσε. Σαν τον μπαμπά μου δώθε κείθε πήγαινε όταν στην πλατέα χόρευε. Εκείνον τον χορό που απτάλικο τον έλεγαν χόρευε ο μπαμπάς μου και χτυπούσαν τα χέρια τους ο άλλος κόσμος όταν σταματούσε να χορεύει. Χόρευε όταν έρχονταν εκείνα τα παληκάρια, που ήταν μαύρα σαν τα τσουκάλια της μαμάς μου που έβραζε το γάλα, τον τραχανά και την παπάρα με τα αυγά και το κόκκινο πιπέρι, και έπαιζαν κάτι όργανα που τα έλεγαν  ζουρνάδες και νταούλια. Τέτοια μαύρα σαν κάρβουνο γυαλιά φορούσε και κείνος που μεθύστακα τον έλεγαν. Και τα φορούσε συνέχεια και έλεγε πως για τον ήλιο είναι. Αλλά όμως τα φορούσε τα γυαλιά και όταν ήλιο δεν είχε, γιατί πολύ μεθυσμένος ήταν. Μαζί και ένα καπέλο φορούσε που το έλεγαν τραγιάσκα. Και ένα γιλέκο φορούσε. Στο τσεπάκι στο γιλέκο, ένα ρολόι είχε, με μια αλυσίδα που κρέμονταν απ’έξω. Έβγαζε το ρολόι για να δει την ώρα, μα δεν μπορούσε να δει γιατί μεθυσμένος πολύ ήταν και μονάχα το κουνούσε μπροστά στα μάτια του πέρα δώθε. Και πίσω μπρος το έκανε. Το έφερνε κοντά στα μάτια του…. μετά μακριά το πήγαινε, μα πάλι τίποτα. Κι ύστερα δεν μπορούσε να το βάλει στο τσεπάκι και παιδεύονταν πολύ κι ύστερα πάλι ρωτούσε τον Αντώνη τον περιπτερά να του πει την ώρα.

“Τί κοιτάς μπάρμπα Φώτη, σάμπως μπορείς να δεις την ώρα;….σαράντα ρολόγια βλέπεις μπροστά σου τώρα εσύ….. άιντε, ώρα για να μαζευτείς είναι….. άιντε, τράβα τον ανήφορο τώρα. Πάγενε. Από δώθε απ’το σχολειό, να πας. Από τα δεξιά απ’την αστυνομία.”

Ο κόσμος λέει….έτσι ο κόσμος έλεγε….ότι φοβούνταν τότες να πάει κάποιος από τα αριστερά απ’την αστυνομία, γιατί, άμα εκείνος ο αστυνόμος άκουγε την λέξη αριστερά και αριστερός, έδινε μπάτσες. Μπάτσες έδινε, γι αυτό ο μπάρμπα Κωστής που κάθονταν αριστερά από τον λάκκο και ήταν και αριστερός όπως έλεγε ο μπαμπάς μου, μπάτσο τον έλεγε. Και μερικές φορές κολόμπατσο τον έλεγε κι ακόμα μια άλλη βρισιά που ντρέπομαι να την πω, τον έλεγε. Μια βρισιά που κι ο παππούς μου την έλεγε, όταν χτυπούσε με το σκεπάρνι αντί το καρφί, το δάχτυλο.

“Έτσι, από τα δεξιά να πας”, στον μπάρμπα Φώτη έλεγε ο Αντώνης ο  περιπτεράς, αυτός που πουλούσε εκείνες τις γκοφρέτες που ΜΕΛΟ τις έλεγαν και που πολύ με άρεζαν. Πιο πολύ και από τα χαμοκέρασα με άρεζαν. Κι απ’τα λουκούμια ακόμα πιο πολύ με άρεζαν. Δεν τις μάζευαν όμως οι άνθρωποι τις γκοφρέτες από την γη, αλλά έδινε ο παππούς μου κάτι τρύπια λεφτά στον Αντώνη και εκείνος του έδινε τη ΜΕΛΟ.

Ο Δημοσθένης όμως ποτέ μια ΜΕΛΟ δεν μου έδωσε.

Πολλές φορές ο Δημοσθένης με τα πόδια ανέβαινε, αλλά και άλλες φορές, με την κόκκινη Φλορέτα. Και όταν με τα πόδια ανέβαινε και περνούσε μπροστά από το σπίτι μας, με έλεγε, ότι άμα με πιάσει, κάτι θα με πει και κάτι θα με κάνει.

“Αχ….αχ άμα σε πιάσω εσένα….θα σε πω εγώ άμα σε πιάσω….και να διεις τι θα σε κάνω εγώ άμα σε πιάσω.”

Και χτυπούσε τα πόδια του καταγής κι έκανε πως με κυνηγά. Έτρεχα εγώ και πήγαινα στην πίσω την αυλή κι έβλεπα από την γωνιά της καμαρούλας που είχαμε τα καπνά. Κι εγώ από κει, καθώς ήμαν κρυμμένος, έβγαζα το κεφάλι μου και χαζό τον έλεγα και του έβγαζα και την γλώσσα. Και του έκανα κι άλλες κοροϊδίες, που μου τις είχε μάθει ο Τάσος που ήταν και τρία χρόνια μεγαλύτερος από εμένα. Κι ύστερα, επειδή τον κορόιδευα, έφευγε ο Δημοσθένης κι έτσι ποτέ δεν με έπιασε κι έτσι ποτέ δεν έμαθα τί θα με έλεγε και τί θα με έκανε τότε που ήμανε μικρός.

 

Και μεγάλωσα.

Πέρασαν χρόνια πολλά. Και πέρασαν κι άλλα χρόνια.

Κι ούτε ποτέ τον ρώτησα σαν εγώ μεγάλωσα και το παιχνίδι τέλειωσε, τι ήθελε τότε να μου πει και να με κάνει….αν….αν τότε που ήμουνα μικρός με έπιανε.

Και σαν μεγάλωσα κι άλλο κι έγινα και φοιτητής και τέλειωσα κι από φαντάρος και είπα μια μέρα που πήγα στο χωριό να πάω να τον ρωτήσω τί θα με έλεγε και τί θα με έκανε αν τότε που ήμουνα μικρός με έπιανε, είδα να ανηφορίζει στο δρόμο του βουνού κόσμος πολύς.

Πιο πίσω κι ο Παππάς.

“Τι έγινε;” ρωτώ την μάνα μου.

“Ο Δημοσθένης”, λέει η μάνα μου.

“Τί ο Δημοσθένης;” τη ξαναρωτώ εγώ, μα είχα ήδη καταλάβει.

“Πάει ο Δημοσθένης, σχωρέθηκε.”

 

Ποτέ δεν έμαθα, τί ο Δημοσθένης θα με έλεγε και, τί ήταν αυτό που θα με έκανε αν τότε που ήμουνα μικρός με έπιανε.

Κι ούτε ποτέ δεν πρόκειται να μάθω!

Μα….μα σαν να ξέρω κιόλας κι ας λέω ότι ποτέ δεν πρόκειται να μάθω.

Ένα παιχνίδι ήταν.

Το παιχνίδι του Δημοσθένη.

Και το δικό μου, παιχνίδι.

Το παιχνίδι μας.

Αχ….αχ άμα σε πιάσω εσένανε…..

Αχ….αχ και να το ζούσα πάλι….

 

Παλαιοχώρι Παγγαίου, 2018 – Νοέμβριος.

Ο μήνας μου….το κάρμα μου.

Διαβάστε επίσης