• 3 Μαΐου 2024,

«Χρόνος, το πεδίο μάχης που πρέπει να διασχίσουμε»

 «Χρόνος, το πεδίο μάχης που πρέπει να διασχίσουμε»

Την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε ήμασταν σε πένθος. Βρισκόμασταν στη Γένοβα, ήταν 1980, εδώ και λίγο είχε περάσει η 28η Μαρτίου, η σφαγή στη Via Fracchia.

Η κατασταλτική μηχανή κοσκίνιζε αυτή που ο τύπος όριζε ως «πρωτεύουσα των Ερυθρών Ταξιαρχιών», την ξεσκόνιζε ανελέητα. Μας έψαχναν. Τους είχαμε πάνω μας. Μετά από λίγους μήνες, αυτή που υπήρξε η «ασύλληπτη φάλαγγα» φυλακίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου.

Εκμηδενίστηκε. Τέσσερις σύντροφοι εκτελεσμένοι εν ψυχρώ και τελειωμένοι με ένα χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, ο δικηγόρος μας, Edoardo Arnaldi, ο οποίος επιλέγει την ελευθερία της αυτοκτονίας αντί να προσφέρει τα χέρια του στις χειροπέδες.

Διάλεξα την εξορία. Βρέθηκα στο Παρίσι, ενώ εσύ συνέχιζες τον ανταρτοπόλεμο. Η Ιταλία ζούσε κάτω από τον μανδύα του κρατικού τρόμου. Η άγρια ​​και αδυσώπητη λαβίδα της εκτεταμένης καταστολής είχε κλείσει, σπάσει, πνίξει για πάντα κάθε ίχνος αυτού του τεράστιου κοινωνικού κινήματος, της μαζικής ανταρσίας, που είχε σαρώσει τη χώρα για περισσότερη από μια δεκαετία, γράφει ο Enrico Porsia.

Μέσα στην πολεμική του λογική, τίποτα δεν απαγορευόταν στο Κράτος. Και τα βασανιστήρια έγιναν συστηματικά, ενώ οι συλλήψεις ήταν χιονοστιβάδες. Παρ’ όλα αυτά, εσύ δεν εγκατέλειπες. Τίποτα. Και όταν μετά από χρόνια σε ρώτησα, μα τελικά τι φανταζόσουν ακόμα;

Η απάντησή σου ήταν ακριβής «Αυτό που ξέρω είναι ότι δεν μπορούσα να φύγω και ότι έπρεπε να μοιραστώ τη μοίρα μου με αυτή των συντρόφων μου». Μην εγκαταλείπεις ποτέ κανέναν και μην προδώσεις ποτέ τον εαυτό σου. Πανέμορφη!

Μετά ήρθε η φυλακή. Και ύστερα σε είδα και στην τηλεόραση. Ήμασταν προσεκτικοί, στο Παρίσι, όπου ο Οreste, ο οραματιστής, είχε ήδη προφέρει μια λέξη: «αμνηστία!», ίσως ο μόνος βιώσιμος δρόμος για μια μάχη για την ελευθερία.

Βλέποντάς σας να εμφανίζεστε με τον Μάριο και τον Ρενάτο. Βρεθήκατε για να αναζητήσετε μια πολιτική λύση. Να βρείτε τον εαυτό σας ξανά. Χωρίς ποτέ να έχετε χάσει πραγματικά τον εαυτό σας.

Θέλαμε τη μάχη για την αμνηστία ως μια ώθηση από τα κάτω και όχι ως μια απλή θεσμική νόρμα, αλλά αυτή η μάχη δεν έγινε ποτέ. Ήταν η διάσταση, ακόμη ένας νόμος ανταμοιβής, που ακριβώς κατέστη θεσμός.

Η αποκήρυξη και η προδοσία, η καταγγελία, ήταν πλέον οι νέοι ηθικοί κανόνες σε μια Χώρα μεταμεληθέντων και μετανιωμένων. Όσο για την ελευθερία… έμεινε μόνο μια λέξη για όσους δεν επέτρεψαν τους εαυτούς τους να διαφθαρούν στην απέραντη αγορά της τέρψης, της επιείκειας. Το Κράτος είχε κερδίσει. Νόμοι που συγκλονίζουν τη συνείδηση, και βάναυση καταστολή.

Μια νίκη που ήταν, όμως, μόνο στρατιωτική. Πολιτικά ήταν δύσκολο για τους κυβερνώντες που είχαν «νικήσει την τρομοκρατία» να την αποδώσουν στους εαυτούς τους ως τρόπαιο. έφτανε ο σεισμός των «καθαρών χεριών» και τους έδειξε όλους ως ένα τεράστιο μνημείο διαφθοράς.

Ακόμη πιο δύσκολο για μια τέτοια απαξιωμένη πολιτική τάξη να έχει την απαιτούμενη ηθική δύναμη να αντιμετωπίσει και να γυρίσει σελίδα σε αυτό που, έστω και σε θεσμικό άμβωνα, ορίστηκε ως «εμφύλιος» αν και «χαμηλής έντασης».

Αφού θάφτηκε η αμνηστία, ήταν επομένως μόλις το 2011 που βρήκες την πλήρη ελευθερία σου. Και το πρώτο πράγμα, το πρώτο ταξίδι που έκανες, είχε έναν συγκεκριμένο προορισμό. Παρίσι. Αγκαλιάζοντας τις συντρόφισσες και τους εξόριστους συντρόφους.

Δεν ξεχνούμε ποτέ κανέναν. Συναίσθημα, συγκίνηση. Βλέποντας ο ένας τον άλλον ξανά, καταστρέφοντας τον χρόνο και ακούγοντας να λέμε «μα έχεις ακόμα μια γενουατική προφορά». Τι ωραίο να βλέπεις αυτή τη μικρή κοινότητα προσφύγων να αναδύεται στο μπιστρό του Maurizio και οι οποίοι χαίρονται να μαζεύονται γύρω σου. Ανήκειν.

Στο μεταξύ, είχες καταφέρει να ξεφύγεις μόνη σου από τη στενή περίμετρο των ασφυκτικών τοίχων μιας ειδικής φυλακής, όπου ακόμη και η εικόνα του φεγγαριού σχεδιαζόταν τη νύχτα σαν ένα παζλ, τεμαχισμένη από την πανταχού παρουσία των ράβδων. Είχες καταφέρει να ξεφύγεις μέσα από τη γραφή που με τα χρόνια γινόταν όλο και πιο εξαγνισμένη, ουσιαστική, πυκνή.

Κάποιες συγκεκριμένες σελίδες είναι ένας χορός ανάμεσα στην ποίηση και τη σκέψη. Παγκόσμιο όραμα. Οπτική του κόσμου. Φιλοσοφία. Ένας συνεχής προβληματισμός, μια κριτική του χρόνου, μια παρατηρητής ικανή για σχολαστική προσοχή στο να πιάσει ανεπαίσθητες λεπτομέρειες.

Συχνά όμως απαραίτητες. Ριζοσπαστική κριτική μιας κοινωνίας απολύτως εμπορευματοποιημένης και συντετριμμένης από τον εμμονικό και ολοένα πιο ασφυκτικό τεχνικο-επιστημονικό έλεγχο επί των πληθυσμών, που τώρα έχουν περιοριστεί σε απλά αριθμητικά δεδομένα προς εκμετάλλευση και παρακολούθηση.

Και ακόμα σκέψη και η οποία κινείται με την απουσία φόβου και αντίθετα επιστρέφει πάντα στο παιχνίδι, με θάρρος, σε ένα κυνηγητό που προσπαθεί να ανέβει ξανά, να σκαρφαλώσει τους κόκκους της άμμου που πέφτουν βροχή από την κλεψύδρα για να καταφέρει να φτάσει ξανά, να κυνηγήσει… μια ανάσα.

Και να επανεκκινήσει: “Ο χρόνος. Το πεδίο της μάχης για να διασχίσουμε. Στο πάχος του, προς τις απαρχές, μέχρι να φωτίσει την απουσία λάμψης, το σκοτάδι που μας εμποδίζει να βλέπουμε και να αναγνωρίζουμε.

Να σηκωθούμε και να πάμε να τον συναντήσουμε, σε βάθος, με νέα μάτια και χανόμενοι ξανά. Όσο είναι απαραίτητο για να βρούμε το σημείο όπου εγκαταλείψαμε τις ρίζες από το οποίο θα ξεκινήσουμε εκ νέου.

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος contropiano.org

Διαβάστε επίσης