Το ταξίδι για το Δεκαπενταύγουστό εκείνης της χρονιάς το αρχίσαμε πολύ πιο μπροστά.
Την φωτιά για τον προορισμό την άναψε ο Νίκος. Ο Νίκος μετά την αποφοίτησή του από το Δημοτικό διάλεξε να γίνει Σιδεράς. Για το ταξίδι του δεκαπενταύγουστου εκείνης της χρονιάς η έμπνευση ξεκίνησε από αυτόν.
Αιτία ήταν μια Σιδηροκατασκευή που βοήθησε τον μάστορά του να γίνει στα μέσα του Απρίλη εκείνης της χρονιά. Η κατασκευή έγινε σε ένα άγνωστο για μάς ως τότε μέρος το Παληό. Μιλώ για τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του πενήντα.
Τον τόπο αυτό μας τον παρουσίασε σαν ένα κομμάτι του Παραδείσου ο Νίκος. Ένα κομμάτι του δικού μας Παραδείσου. Ο δικός μας Παράδεισος δεν είχε και μεγάλη σχέση με τον άλλον. Ο δικός μας είναι γεμάτος με ονειρεμένα ακρογιάλια που δεν τα ταράζει ποτέ το άγριο κύμα.
Πεντακάθαρες θάλασσες γεμάτες λογιών, λογιών ψάρια, όστρακα και με όμορφη ποικιλία φρούτα και λουλούδια της θάλασσας. Αυτόν τον Παράδεισο θέλαμε να ανακαλύψουμε εκείνη την χρονιά σ’ εκείνο το ταξίδι μας στα Δυτικά της πόλης.
Τον είχαμε βρει στο περσινό μας αντίστοιχο ταξίδι στα Ανατολικά και θέλαμε να το επαναλάβουμε και φέτος. Από το τέλος του Μάη που αποφασίσαμε να το κάνουμε αυτό το ταξίδι, βάζαμε ρεφενέ κάθε εβδομάδα για να μαζέψουμε τα χρήματα για την βάρκα που σκεπτόμασταν να νοικιάσουμε.
Η μαγεία του περσυνού μας ταξιδιού μας είχε συνεπάρει την είχαμε συντροφιά όλο τον χρόνο. Ήρθαν και οι διηγήσεις του Νίκου για το νέο παράδεισο που ανακάλυψε και βάλαμε ρότα πιά με την φαντασία μας για τα δυτικά.
Κάθε βράδυ εκεί στα σκαλιά της Νοταρά, στα Πεντακόσια καταστρώναμε τα σχέδια μας για το καινούργιο μας ταξίδι με σύμμαχους μας και βοηθούς την φαντασία μας και τα απόθετα της μνήμης από τα περσυνά. Όταν τις συζητήσεις μας θέλαμε να τις στολίσουμε με κάτι όμορφο, ανασκαλίζαμε στις αναμνήσεις εκείνες του περσινού μας ταξιδιού.
Βρίσκαμε κάποιο γεγονός που μας έκανε να θαυμάσουμε από τα καινούργια που παρουσιάζονταν μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας ή κάποιο πάθημά μας που είχε κωμική εξέλιξη και μας έκανε να γελάσουμε μέχρι δακρίων. Το περυσινό ταξίδι μας έγινε ανατολικά και έγινε από την θάλασσα.
Το μέσο που χρησιμοποιήσαμε ήταν η μεγάλη βάρκα του Καπετάν Νικόλα η «ΕΛΠΙΔΑ». Ο Καπετάν Νικόλας ήταν ένας παλιός ναυτικός που τον ξέβγαλε το κύμα της θάλασσας εκεί στην ακρογιαλιά του Καρά Ορμάν. Το σπίτι του το έχτισε δίπλα στο Ταμπάκικο του Κανάκη, στα Σφαγεία.
Ήταν κοντόχοντρος, μαυριδερός που ο ήλιος και η αλμύρα της θάλασσας του είχε ψήσει το δέρμα. Χαρακτηρίστηκα του αξεσουάρ που ποτέ δε αποχωρίζονταν ήταν το γνωστό καπέλο του Έλληνα ναυτικού, ξεβαμμένο από τον χρόνο και η πίπα που σπάνια την έβγαζε από τον στόμα του.
Καπνό για να καπνίσει έβαζε σπάνια. Αυτή η πίπα ήταν το καμάρι του. Έλεγε κάποιες ιστορίες για την απόκτησή της από κάποιο λιμάνι της Ανατολής και ότι ήταν από ξύλο που βγήκε από τα βάθη της θάλασσας. Η αλήθεια όμως με την πραγματικότητα κάπου χάνονταν γιατί την ιστορία αυτή την ακούσαμε πολλές φορές με αποχρώσεις που δεν ταίριαζαν πάντα μεταξύ τους.
Ο Καπταν Νικόλας είχε δύο βάρκες την «ΕΛΠΙΔΑ» μια μεγάλη βάρκα, βαμμένη πράσινη από τα ίσαλα μέχρι την κουπαστή. Η κουπαστή ήταν κάτασπρη και είχε δύο θέσεις σε κάθε πλευρά για να μπουν οι σκαρμοί για τα κουπιά.
Το όνομα της βάρκας ήταν κακογραμμένο στην πλώρη με ασύμμετρες γραμμές σε χρώμα κόκκινο. Ή άλλη η μικρούλα η βάρκα ήταν βαμμένη άσπρη και είχε το όνομά της κυράς του, «ΦΩΤΕΙΝΗ». Τις βάρκες αυτές ο Καπταν Νικόλας τις νοίκιαζε επειδή τα ρευματικά και ο πόνος στην μέση τον είχαν κατάντησαν ναυάγιο σε εκείνη την ακτή.
Παλιότερα η μεγάλη ήταν για το μεροκάματο, ψάρευε μ αυτήν και την μικρή την είχε για να βγάζει βόλτα την κυρά με τα δύο δίδυμα αγόρια του για να ξεσκάσουν λίγο από την κλεισούρα. Αυτή ήταν η περιουσία που απέκτησε στα εικοσιπέντε χρόνια που σκυλοπνίγονταν με τα ποντοπόρα καράβια.
Ένα σπιτάκι δίπλα στην θάλασσα για να βλέπει την παντοτινή του αγαπημένη την θάλασσα και τις βάρκες του για να βρίσκεται σε επαφή μαζί της. Την περασμένη χρονιά μας την νοίκιασε την ΕΛΠΙΔΑ μετά από χίλια παρακάλια και από ένα μάθημα ναυσιπλοΐας που μας έκανε δίνοντας μας κάποιες συμβουλές που πραγματικά ήταν πολύ σπουδαίες.
Συγκεκριμένα μας είπε τα εξής με πολύ σοβαρό ύφος: —-Δεν θα απομακρυνθείτε από την ακτή πάνω από διακόσα μέτρα. Τον αέρα θα τον έχετε πάντα μπροστά σας ή στην πλάτη σας. Τα τέσσερα κουπιά θα πρέπει να μπαίνουν στην θάλασσα ταυτόχρονα και με την ίδια δύναμη από τους τέσσερεις που θα κωπηλατούν.
Θα το καβαλάτε το κύμα, δεν θα το αφήσετε να σας χτυπά από τα πλάγια, θα σας βουλιάξει. Δεν θα βγείτε έξω από τον κόλπο μας και θα είστε πάντα σε οπτική επαφή μαζί μου. Και άλλα μας είπε γενικά με τους ανέμους και τα κύματα. Με εντολή του, μπήκαμε μέσα στην βάρκα για να δει αν μπορούμε να την κουμαντάρουμε.
Παρακολουθούσε τις κινήσεις μας με το μονοκυάλι του. Η αγωνία μας μεγάλη βγαίνοντας έξω. Η εξέταση πέτυχε, την ΕΛΠΙΔΑ την πήραμε. Έτσι ξεκίνησε εκείνο τα αξέχαστο ταξίδι μας στα Ανατολικά. Πολλές από τις εντολές του Καπταν Νικόλα τις παραβήκαμε όχι όμως αυτές που αφορούσαν τον χειρισμό του πλεούμενου και της καλής ναυσιπλοΐας μας.
Ανοιχτήκαμε στο πέλαγος και ο ενθουσιασμός μας άμετρος. Παραβήκαμε την πρώτη εντολή και στρίψαμε από ανοιχτά στον κόλπο της Άσπρης Άμμου. Το θαύμα που παρουσιάστηκε μπροστά μας, μας καθήλωσε. Μυρμήγκια οι άνθρωποι στην ακτή που εμείς την γνωρίζαμε αλλιώς.
Στην πλαγιά του λόφου που βρίσκεται η άμμος, μαύρα κεφαλάκια ανθρώπων που έκαναν τα αμμόλουτρά τους. Το πικάπ του εξοχικού στην Ανατολική πλευρά του κόλπου μας έστελνε την φωνή του Καζαντζίδη και της Μαρινέλας να μας συντροφεύουν με τα πολλά γρατζουνίσματα του δίσκου που μας ανατρίχιαζαν αλλά τα υπομέναμε.
Το ρεύμα της θάλασσας μας τράβηξε ανατολικότερα. Στα μάτια μας παρουσιάστηκε ένας άλλος κόλπος, ένα άλλο θαύμα, τα Σπαθιά. Αυτό το μέρος το ακούγαμε από τους μεγάλους σαν σπουδαίο ψαρότοπο. Δεν είχε πρόσβαση από τον δρόμο. Εμείς το γνωρίσαμε με την ΕΛΠΙΔΑ μας από την θάλασσα, μας μάγεψε.
Τα δέντρα καθρεφτίζονταν στο νερό και έμπλεκε το μπλε με το πράσινο σε ένα υπέροχο σμίξιμο που η ματιά δεν ήθελε να το αποχωριστεί. Όλη αύτη η εικόνα μας τράβηξε όπως η Κίρκη τον Οδυσσέα. Πλησιάσαμε στην ακτή. Ρίξαμε την μικρή άγκυρα της ΕΛΠΙΔΑΣ από την πρύμνη, την στερεώσαμε στην ακτή δένοντάς την στον κορμό ενός δέντρου.
Πετάξαμε τα ρούχα μας και μπήκαμε στα κρυστάλλινα νερά του κόλπου και τα απολαύσαμε. Κολυμπήσαμε, κάναμε βουτιές από την κουπαστή της ΕΛΠΙΔΑΣ χαρήκαμε. Ακουμπήσαμε τον βυθό, βγάλαμε φούσκες, βγάλαμε πεταλίδες ξεσκαλίσαμε την άμμο βρήκαμε αχιβάδες, κυδώνια, γυαλιστερές.
Όλα σε αφθονία… Μεθύσαμε από θάλασσα, από αέρα, από ήλιο. Περισσότερο όμως από συντροφικότητα και αγάπη ο ένας για τον άλλον. Αρχίσαμε να χορεύουμε, να τραγουδάμε, να γελάμε δίχως λόγο. Τέτοιο μεθύσι της ψυχής αν σου τύχη τότε βρήκες τον Παράδεισό σου και εμείς εκείνη την στιγμή είμασταν στον Παράδεισό μας.
Είμασταν πανευτυχείς, είχαμε όλον τον πλούτο του κόσμου στα πόδια μας. Εκείνο το τρελό μας γλέντι το σταμάτησε ο ήλιος. Αυτός στην αέναη πορεία του προς τα Δυτικά κρύφτηκε πίσω από τον λόφο της Καβάλας. Αυτό ήταν η υπενθύμιση ότι η βάρκα πρέπει να επιστρέψει στον Καπταν Νικόλα.
Η λύπη και η στεναχώρια μας προσωρινή γιατί είμαστε φορτωμένοι με αναμνήσεις που θα κουβαλούσαμε στο υπόλοιπο της ζωής μας. Από τον Καπταν Νικόλα πήραμε τα εύσημα για την άψογη χρήση της βάρκας και την καθαριότητα που του την παραδώσαμε.
Παναγιώτης Φώτου