Εξήντα εννέα…plus

 Εξήντα εννέα…plus

 

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

 

 

Άρχισα να ξεχνώ. Πολύ να ξεχνώ άρχισα και δεν είμαι πια και τόσο μεγάλος. Αλλά, με πήρε ο κατήφορος. Έτσι μου λένε φίλοι και γνωστοί και συγγενείς, κι όλοι στην οικογένειά μου. “Σε πήρε ο κατήφορος”, μου λένε. Εμένα όμως, ανήφορος βαρύς μού φαίνεται. Βέβαια, δεν είμαι και στην πρώτη νεότητα ούτε και στη μέση ηλικία που λένε, αλλά δεν χάθηκε ο κόσμος ρε αδελφέ να περνούσαν λίγα χρόνια ακόμα, κι ύστερα, ύστερα ας μου συνέβαινε αυτό το κακό.Το είχα όμως από μικρός αυτό, που σαν χούι να ήταν. Ελάττωμα να το πω της φτιασιάς μου, ήταν. Τέτοιο ήταν. Κληρονομικό.Τα γονίδια που λένε. Χανόμουνα, αφαιριόμουν. Γι αλλού κινούσα, αλλού πήγαινα, αλλού βρισκόμουν, κι από κει παν και οι άλλοι.

Φυσικό και επόμενο ήταν λοιπόν αυτό που μου συνέβη και έτσι πολύ νωρίς όσον αφορά στην ηλικία άρχισα να ξεχνώ. Σε μεγάλο βαθμό όμως τώρα.

Ονόματα ξεχνώ και πρόσωπα, τα ραντεβού μου, να πάρω τα χάπια μου ξεχνώ και το νούμερο του τηλεφώνου τού σπιτιού μου, που άφησα τα κλειδιά μου και τα γυαλιά μου ξεχνώ. Και το τηλέφωνό μου το κινητό που άραγε να είναι; Και ένα σωρό άλλα καθημερινά και άλλα πολλά και διάφορα πράγματα ξεχνώ.

Κι όλο ψάχνω και ψάχνομαι και κοιτώ. Ανθρώπους κοιτώ που με κοιτούν και μου μιλούν κι αυτοί, που σαν γνωστοί μού φαίνονται.

“Ποιος νά’ναι άραγε αυτός που με κοιτά, αυτός που μου μιλά κι αυτός που με το όνομά μου με καλεί, ποιός είναι;”

Ακόμα δε και την ηλικία μου πολλές φορές ξεχνώ. Μα, τι πολλές φορές λέω, ποτέ δεν τη θυμάμαι.

Και αναγκάζομαι για να την βρω να μετρώ με τα δάχτυλά μου ξεκινώντας από την ημερομηνία γέννησής μου, την οποία πράγμα παράξενο, πάντα τη θυμάμαι.

Ψάχνω λοιπόν να μάθω πρώτα πρώτα την χρονολογία που έχουμε, ας πούμε, τη στιγμή που για την ηλικία μου αναρωτιέμαι. Από το τηλέφωνό μου αν βρω που τό’χω αφήσει την κοιτώ, ειδάλλως την ψάχνω στο επιτοίχιο ημερολόγιο, αν το θυμηθώ κι αυτό κι αν τύχει στο σπίτι νά’μαι. Αν όμως είμαι κάπου εκτός, ρωτώ κάποιον απ’την παρέα μου αν παρέα έχω ή, κάποιον τυχαία στον δρόμο μου ρωτώ παρόλο που κρατώ το κινητό στο χέρι.

“Ρε αδελφέ τι χρονολογία έχουμε σήμερα; Μήνα λέω, μέρα και χρονιά;”

Παράξενα τότε με κοιτούν αυτοί για την ερώτηση που τους κάνω, γιατί νομίζουν ότι τους κοροϊδεύω.

Αφού μάθω την τρέχουσα λοιπόν χρονολογία, ξεκινώ από το μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού μου και προχωρώντας στα υπόλοιπα δάχτυλα και στο αριστερό μου χέρι, συμπληρώνω δεκάδες και μου περισσεύουν και κάτι μονάδες. Καλά με τα μαθηματικά τα πάω, γιατί κάτι σαν να θυμάμαι είναι, που με αυτά με δένει.

Έτσι και γω λοιπόν, την ηλικία μου την βρίσκω.

Μέχρι όμως που έγινε εκείνο το αναπάντεχο. Καλό δεν θα το πεις, μα ούτε κακό μου φαίνεται να είναι. Κι άλλαξε ευθύς ο τόπος όλος γύρω μου. Σταμάτησε κι ο χρόνος.

Κι άλλαξε και ο ενεστώτας.

Κι έπρεπε τώρα οποσδήποτε την ηλικία μου να μάθω, για να την πω, και σε σας, και σε κείνον. Στον καλλιτέχνη λέω. Τον μαρμαρά. Κι έτσι όσοι με επισκέπτεστε στο εξής στην νέα μου κατοικία, θα βλέπετε γραμμένα στην εξώθυρα τα χρόνια μου. Για να ξέρετε και να μην αναρωτιέστε όπως κάνω και γω πολλές φορές, ή μάλλον όπως έκανα, γιατί ακόμα δεν το συνήθισα το “έκανα”, και λέω “κάνω”.

Και λέω τώρα, “έκανα”, γιατί, εδώ και λίγες ώρες, μου φαίνεται, σαν κάπως η κατάστασή μου νά’χει αλλάξει.

Τελείωσε ο ανήφορος. Μια στενωσιά ακολουθεί. Μια μαύρη τρύπα.

Και πρέπει τώρα οποσδήποτε να την μάθω εγώ την ηλικία μου, και ως φαίνεται δεν θα χρειαστεί άλλη φορά να μπω σ’ αυτή τη διαδικασία. Το θέμα βέβαια είναι ότι εδώ που βρίσκομαι είναι αδύνατο να ενημερωθώ καθ’οιονδήποτε τρόπο για τη τρέχουσα ημερομηνία. Κι ούτε τριγύρω μου φαίνεται κανείς να τον ρωτήσω.

Για να δω όμως…..για να κάνω μια προσπάθεια μπας και θυμηθώ.

Χτες ήταν……χτες….

Προχτές ήταν….. ήταν…

Αδύνατον, αδύνατον να θυμηθώ.

Μα για στάσου……σαν κάτι στο μυαλό μου να γυρίζει.

Α ναι μάλιστα, θυμήθηκα, μέγα νταβαντούρι έγινε, ντουρντουλούκι μεγάλο, που λέει κι ο σύντεκνος ο φίλος μου προχτές έγινε…μάλιστα… βεβαίως…η έξοδος….ήταν η έξοδος, η έξοδος από τα μνημόνια….

Από την Ιθάκη λέει ξεκίνησε, και στην Ιθάκη λέει έγινε η έξοδος…. σημαδιακό….σαν τα βάσανα λέει που τράβηξε ο Οδυσσέας ήταν ένα πράμα τα μνημόνια, αλλά, τα καταφέραμε…. φτάσαμε στην Ιθάκη….

Τέρμα τα βάσανα.

Α ρε Καβάφη, τί ευχές για δρόμο μακρύ μας έλεγες;… Ούτε δέκα χρόνια….

Στην ζεστή αγκαλιά της Πηνελόπης απάγκιο απ’τα βάσανα θα βρούμε τώρα.

Αλλ’όμως τους μνηστήρες;

Ποιός θα τοξοβολήσει τους μνηστήρες;

Του Αντίνοου, τον γιο του Ευπείθη, ποιός την ζωή θα πάρει; Ποιός στην καρδιά του το βέλος θα καρφώσει;

Μα, μα τί θυμάμαι τώρα;

Εδώ δεν θυμάμαι ούτε τι είναι τα μνημόνια, ούτε πόσα ήταν, ούτε τι σημαίνει έξοδος από αυτά γνωρίζω, ούτε πότε έγινε η είσοδος σε αυτά, αλλά μάλλον κάτι καλό θα είναι η έξοδος αφού τα κρατικά δημόσια κανάλια μέσα στην τρανή χαρά ήταν….

Κάτι σαν εθνικά γενναίο θα είναι. Κάτι σαν την έξοδο του Μεσολογγίου μου φαίνεται…

Τα άλλα κανάλια βέβαια δεν είχαν χαρά μεγάλη, αντιθέτως. Αλλά τι με νοιάζουν εμένα τα άλλα κανάλια. Η δημόσια τηλεόραση πολύ καλά τα λέει. Αλλά, ούτε αυτό πια εμένα με ενδιαφέρει.

Σκοτούρα μου μεγάλη.

Εμένα η ημερομηνία με νοιάζει. Κι όσο σκέφτομαι αυτά, να μια σπίθα στο μυαλό μου.

Και ναι, θυμήθηκα.

Εικοσιμία Αυγούστου.

Αλλά χρονολογία;

Αυτή κυρίως είναι που με ενδιαφέρει.

Φλάσαρε η μνήμη μου στα ξαφνικά, και ο εγκέφαλός μου πήρε φωτιά.

Δυο χιλιάδες δέκα οχτώ.

Αυτό ήταν!

Ας μετρήσω τώρα.

Για τελευταία φορά θα μετρήσω. Με τα δάχτυλά μου πάλι θα μετρήσω, αν και είναι πολύ στενάχωρα εδώ μέσα. Δυσκολεύομαι να κουνήσω ακόμα και τα δάχτυλά μου. Χάθηκε ο κόσμος να ήταν λίγο μεγαλύτερος ο χώρος και προς τις τρεις διαστάσεις;

Λίγη ευρυχωρία νά’χε βρε αδελφέ.

Έχουμε λοιπόν Ιούλιος χίλια εννιακόσια σαράντα εννέα, έως Αύγουστος του δύο χιλιάδες δέκα οχτώ…..

Ένα, δύο, τρία…. δέκα…. πενήντα…..εξήντα, εξήντα ένα, εξήντα δύο……εξήντα εννέα και κάτι ψιλά.

Εξήντα εννέα πες, σιγά τώρα μη λογαριάσουμε και τις μέρες.

Εξήντα εννέα λοιπόν.

Δύο μόνο μέρες μετά τα μνημόνια άντεξα, και…και τό’κανα το βήμα.

Δεν αντέχεται τόση ευδαιμονία φίλε μου…..

δεν αντέχεται….

και δεν την άντεξα

και την έκανα και γω την έξοδό μου…

~•~•~•~•~•~

Επιμύθιον

 

Πολύ ξεχνούσα, τα πάντα ξεχνούσα μα τώρα πια καμιά σημασία δεν έχει. Από κείνη την στιγμή που έκανα εκείνο το λάθος βήμα, ελευθερώθηκα απ’αυτόν το βραχνά.

Λάθος βήμα; Ας πούμε λάθος βήμα.

Σταθερότης τώρα σε όλα.

Στην κατοικία μου, στην σκέψη μου, στα αισθήματά μου, στις χαρές και στις λύπες. Σε όλα.

Απελευθερώθηκα και από την καταβολή σε δόσεις εκείνου που ΕΝΦΙΑ τον λεν, εκείνου ντε, του καταργημένου. Και από της πάσης φύσεως λογαριασμούς, βάσανα και σκοτούρες γλύτωσα. Κι από άλλα πολλά γλύτωσα. Ονομαστά κι ακατανόμαστα.

Αλλά προπάντων σταθεροποιήθηκε η ηλικία μου, να πάρει ο διάολος.

Γλύτωσα κι απ’αυτό.

Και δεν πρόκειται πια, ποτέ να ξαναμετρήσω.

Εξήντα εννέα.

Εξήντα εννέα και κάτι ψιλά……

 

*

Αύγουστος της εξόδου

Διαβάστε επίσης