• 25 Απριλίου 2024,

Η ιστορία της Άγκνες

 Η ιστορία της Άγκνες

Γράφει η Λιάνα Κουτσογιαννάκη


Αγαπητό ημερολόγιο,

Σήμερα θα σου διηγηθώ την ιστορία της Άγκνες. Η χρονομηχανή μας θα γυρίσει πίσω στο 1829. Να πάρεις ζακέτα και σκουφάκι μαζί σου. Προορισμός μας είναι η Βόρεια Ισλανδία. Και θα είναι και χειμώνας. Οπότε θα την έχει τη ψύχρα του, όπως καταλαβαίνεις.

Εκεί θα συναντήσουμε και την Άγκνες Μάγκνουσντότιρ. Την Άγκνες την κόρη του Μάγκνους. Ως πρώτη άχρηστη πληροφορία της εβδομάδας μάθε, λοιπόν, αγαπητό μου ημερολόγιο, το εξής: Οι Ισλανδοί σχηματίζουν παραδοσιακά το επίθετό τους από το όνομα του πατέρα τους με την προσθήκη της κατάληξης -σον ή -ντότιρ. Σε αυτό το σημείο θα μου επιτρέψεις να ευχαριστήσω την τύχη μου που δεν γεννήθηκα Ισλανδή. Γιατί τότε θα με λέγανε Λιάνα Γιώργοσον ή Γιωργοντότιρ. Και άντε να κάνεις καριέρα με αυτό το όνομα.

Εξάλλου το παν είναι να γίνεσαι γνωστός για τους σωστούς λόγους. Και αυτό δεν ισχύει σίγουρα στην περίπτωση της Άγκνες.

«Η Άγκνες Μάγκνουσντότιρ είναι η τελευταία κατάδικη  που εκτελέστηκε στην Ισλανδία».

Εκτελέστηκε δημόσια δια απαγχονισμού. Και σαν να μην έφτανε αυτό κάρφωσαν και το κεφάλι της σε έναν πάσσαλο και το μόστραραν σε δημόσια θέα χάριν παραδειγματισμού. Η αντεγκληματική πολιτική σε άλλο level.

Η εσχάτη των ποινών, λοιπόν, για την Άγκνες μας. Γιατί έτσι; Τι έκανε τόσο πολύ;

«Η Άγκνες καταδικάστηκε για την συμμετοχή της στους φόνους του Νάταν Κέτιλσον και του Πέτουρ Γιόνσον, την νύχτα της 13ης προς την 14η Μαρτίου του 1828, στο Ιλουγκάσταντιρ, στην χερσόνησο Βάτνσες, στην Βόρεια Ισλανδία.»

Μαζί της καταδικάστηκαν και ο Φρίντρικ Σίγκουρντσον και η Σιγκρίντουρ Γκουντμουντσντότιρ. Και σε αυτό το σημείο να δηλώσω ότι αυτό το πράγμα με τα ισλανδικά ονόματα καταντάει λίγο κουραστικό. Και το λέει αυτό ο άνθρωπος που το ονοματεπώνυμό του έχει συνολικά είκοσι τρία γράμματα.

To μόνο παρήγορο στην ζωή της Άγκνες είναι ότι στις μέρες μας έχει γίνει παγκοσμίως γνωστή. Και αυτό το οφείλει στην Hannah Kent. Η νεαρή Αμερικανίδα αφιέρωσε πολλά χρόνια στην έρευνα για την ζωή και τον θάνατο της Άγκνες. Μελέτησε με συνέπεια όλα τα αρχεία, τις μαρτυρίες, τα δημόσια έγγραφα και τα δημοσιεύματα της εποχής. Τελικά, αποφάσισε να μας διηγηθεί την ιστορία της Άγκνες. Να μας δώσει την δική της εκδοχή σχετικά με τους δύο φόνους στο Ιλουγκάσταντιρ. Έτσι, η Hannah Kent έγραψε τα  «Έθιμα Ταφής».

Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα βασισμένο σε αληθινά γεγονότα.  Η Άγκνες πράγματι τους τελευταίους μήνες της ζωή της τους πέρασε στο αγρόκτημα του Νομαρχιακού Υπαλλήλου Γιον Γιόνσον. Εκεί εργαζόταν ως παραδουλεύτρα. Ένα είδος καταναγκαστικής εργασίας μέχρι την ημέρα της εκτέλεσής της. Η Άγκνες σταδιακά θα γνωρίσει την οικογένεια του Γιόνσον. Το μίσος των ανθρώπων για την αδίστακτη φόνισσα θα μετατραπεί σύντομα σε λύπηση και τελικά σε συμπάθεια. Η Μαργκρέτ -η κυρά του αγροκτήματος- θα την εκτιμήσει για την εργατικότητα και την εξυπνάδα της. Η μικρή Στέινα θα γοητευτεί από την προσωπικότητά της και θα προσπαθήσει να μάθει τα μυστικά της. Ακόμα και η νεαρή Λάουγνα παρά τον φόβο της θα λυγίσει την τελευταία μέρα και θα κλαίει γοερά για την αδικοχαμένη Άγκνες.

Πέρα για πέρα αληθινός είναι και ο Τότι. Ο ιεροδιάκονος που επέλεξε η Άγκνες ως πνευματικό της καθοδηγητή. Ο Τότι δεν ήταν έμπειρος εξαιτίας της νεαρής ηλικίας του. Δεν μπορούσε να της διασφαλίσει την σωτηρία της ψυχής της. Την Άγκνες, όμως, δεν την ένοιαζε να σωθεί η ψυχή της. Ούτε να την συγχωρέσει ο Θεός. Σε μία καθ’ όλα θρησκόληπτη κοινωνία η Άγκνες δεν πίστευε στον Θεό.

Ούτε στους ανθρώπους πίστευε. Την είχαν προδώσει πολλές φορές στο παρελθόν. Η μάνα της, οι φίλες της, ο μεγάλος της έρωτας. Όλοι την εκμεταλλεύτηκαν και της συμπεριφέρθηκαν με τον χειρότερο τρόπο. Και τελικά βρέθηκε καταδικασμένη για δύο φονικά. Κανείς, όμως, στο δικαστήριο δεν άκουσε την δική της εκδοχή. Κανείς δεν την πίστεψε. Και γιατί να το κάνουν;

Η καλοσύνη σπάνια περισσεύει στους ανθρώπους. Ειδικά σε αυτούς που έχουν εξουσία στα χέρια τους. Ειδικά εκείνα τα χρόνια. Από αυτό και μόνο καταλαβαίνει κανείς την βαρβαρότητα όχι ενός ανθρώπου αλλά μιας ολόκληρης εποχής. Το βιβλίο αποδίδει με ακρίβεια την αθλιότητα και την σκληρότητα των συνθηκών ζωής των ανθρώπων στον Βορρά τον δέκατο ένατο αιώνα. Κυριολεκτικά νιώθεις σαν να βρίσκεσαι εκεί μαζί με την Άγκνες.

Ο εφημέριος Τότι και η οικογένεια Γιόνσον έγιναν τελικά οι συνοδοιπόροι της μέχρι την ύστατη στιγμή. Η Άγκνες τους εξομολογήθηκε την δική της αλήθεια. Τους εμπιστεύτηκε την δική της εκδοχή για την πραγματικότητα. Και αυτοί ως αντάλλαγμα την στήριξαν μέχρι το τέλος. Την οδήγησαν με αξιοπρέπεια στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Όταν τελείωσα το βιβλίο ήθελα να το πετάξω από το παράθυρο. Δεν είχε happy ending. Ήξερα, βέβαια, εξ αρχής το τέλος. Και ποιος ήταν ο δολοφόνος και ποια θα ήταν η τιμωρία του. Η συγγραφέας, όμως, είχε καταφέρει να αιχμαλωτίσει την προσοχή μου. Είχα πέσει θύμα της λιτής γραφής, του ρεαλισμού, της πολυφωνικότητας και του λυρισμού του μυθιστορήματος. Μετά από τόσες σελίδες αισθανόμουν ότι η Άγκνες είμαι εγώ. Είχα ακούσει τις σκέψεις της μέσα από τους μονολόγους της. Είχα δει αντικειμενικά την κατάσταση μέσα από τις διεξοδικότατες περιγραφές. Είχα νιώσει την αγωνία και τον πόνο της ηρωίδας.

Και τελικά έμεινα κενή. Μετά από μία εβδομάδα διαβάσματος και αγωνίας η Άγκνες πέθανε. Και μαζί της και η αλήθεια της. Και εγώ δεν ήμουν σε θέση να αποδεχτώ τον θάνατό της. Οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου με έκαναν να ανατριχιάσω και να αηδιάσω ταυτόχρονα. Η σκηνή της εκτέλεσης είναι εξαιρετικά αφηρημένη. Λέγονται τα απολύτως απαραίτητα. Εννοούνται τα υπόλοιπα.

Ποτέ δεν θα μάθουμε αν η Άγκνες στην πραγματικότητα ήταν ένα μοχθηρό τέρας ή μία πληγωμένη γυναίκα. Αν ήταν το θύμα ή ο θύτης. Πάντως το μυθιστόρημα έχει το εξής πρωτότυπο χαρακτηριστικό: Είναι μια ιστορία μυστηρίου στην οποία ο αναγνώστης γνωρίζει εξ αρχής τον δολοφόνο. Δεν υπάρχουν εκπλήξεις. Το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο. Ένας μίτος που η συγγραφέας με σταθερό ρυθμό ξετυλίγει μπροστά στα μάτια μας. Έτσι, ο αναγνώστης εξακολουθεί να διαβάζει με αμείωτο ενδιαφέρον και να αναζητά την αλήθεια. Γιατί δεν είναι όλα ή άσπρα ή μαύρα. Και η αλήθεια τελικά ίσως να είναι πάντα κάπου στην μέση.

 

Με τις καλύτερες ευχές μου για την νέα εβδομάδα,

η έγκλειστη φοιτήτρια

Διαβάστε επίσης