Η ιστορία της λαιμητόμου

 Η ιστορία της λαιμητόμου

Επί τη επετείω της Γαλλικής Επαναστάσεως

 

Γράφει ο Μιχάλης Μαυρόπουλος

 

Δεν είναι πολλοί αυτοί που άκουσαν, εκτός Γαλλίας φυσικά, την λέξη λαιμητόμος  (γκιλοτίνα, καρμανιόλα,- guillotine στα γαλλικά) και που την συνδέουν με την κατάληψη της Βαστίλης και την περίοδο της Τρομοκρατίας (Terreur, 1793-1794), κατά την διάρκεια της Επαναστάσεως της 14ης Ιουλίου 1789. Στην χώρα όμως του Βίκτορος Ουγκώ, ο κάθε πολίτης από μαθητής ακόμη, άκουσε, πρόφερε, διάβασε την λέξη γκιλοτίνα, την τραγούδησε (π.χ. το ασμάτιον «Ας τραγουδήσουμε την Καρμανιόλα») ή είδε τις απεικονίσεις, στα πωλούμενα παλαιά βιβλία από τους υπαίθριους βιβλιοπώλες των οχθών του Σηκουάνα, του αποκεφαλισμού των θυμάτων εκείνης της σκληρής για τους Γάλλους εποχής. Ο υπογράφων θυμάται, στα χρόνια ’60, στην τότε ΣΤ’ τάξη γυμνασίου (κλασσικό) της Καβάλας, που πρωτοδιάβασε στο εγχειρίδιο Ιστορίας την φράση: «η λαιμητόμος ειργάζετο νυχθημερόν αποκεφαλίζουσα τους πολέμιους της καθεστωτικής αλλαγής, όχι μόνον τους οπαδούς της απολύτου μοναρχίας». Με εντυπωσίασαν οι λέξεις «όχι μόνο τους οπαδούς της μοναρχίας». Ποιοί ήταν, γιατί εκατηγορούντο, τι έπραξαν και γιατί έχαναν την ζωή τους παρ’ όλον ότι στις αρχές των γεγονότων συμμετείχαν ενεργώς στην επαναστατική διαδικασία; Πολύ αργότερον διεπίστωσα ότι ένας αδήριτος νόμος κάθε επαναστάσεως είναι οι φονικές αντιθέσεις μεταξύ των επαναστατών: στην Γαλλία ο Ροβεσπιέρος εναντίον του Νταντόν και πολλών άλλων, στην Ρωσία ο Στάλιν κατά του Μπουχάριν, επίσης πολλών άλλων, στην Κούβα η εκτέλεση από το καστρικό καθεστώς του στρατηγού Οσόα Σάνσεζ που βοήθησε με τους στρατιώτες του το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στην Αφρική, στην Κίνα η μυστηριώδης εξαφάνιση στην Μογγολία του νούμερο 2 Λιν Μπιάο, τέλος, στο Μεξικό οι βίαιες συγκρούσεις των αντιτιθεμένων στον χωρικό επαναστάτη Αιμιλιάνο Ζαπάτα συμπολεμιστών του. Πιο κοντά σ’ εμάς, στην διάρκεια του εθνικού ξεσηκωμού η έντονη εχθρότητα μεταξύ δύο οπλαρχηγών, του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Γιάννη Γκούρα, εξεδηλώθη τη υπαιτιότητι του Γκούρα με το σπρώξιμο του πρώτου από τα τείχη της  Ακροπόλεως με αποτέλεσμα να σκοτωθεί.

Εξήντα χρόνια (!) μετά έμαθα, χάρις στους λογοτέχνες –γλωσσολόγους Φρανσίς Κομπ και Πατρίτσια Λατούρ (Françis Combes και Patricia Latour) με ένα δημοσίευμά τους στην Ουμανιτέ  (18 Ιουνίου) την ιστορία του τιμωρού οργάνου των επαναστατών του 1789, της γκιλοτίνας, που την αγνοούσα παντελώς,  μονολότι γνώριζα και χρησιμοποιούσα με φειδώ εκεί όπου έπρεπε την λέξη. Οφείλει το όνομά της στον Ζοζέφ-Ιγνάτιο Γκιγιοτέν (Joseph-Ignace Guillotin), ιατρό όπως και ένας άλλος πασίγνωστος πρωταγωνιστής του 1789, ο Ζaν-Πώλ Μαρά (Jean-Paul Marat), δυνατή δημοσιογραφική πέννα, εκδότης της εφημερίδος «Ο φίλος του Λαού» (L’ami du Peuple), δολοφονηθείς μέσα στο μπάνιο του (έπασχε από δερματική ασθένεια) από την Σαρλότ Κορνταί (Charlotte Corday). Και οι δυο τους υπήρξαν βουλευτές της Τρίτης τάξεως (Τiers état), με πεποιθήσεις ρεπουμπλικανικές. Η Τρίτη τάξη, περί τα 28 εκατομμύρια αντιπροσώπευε τους μικρομεσαίους αστούς και τους χειρώνακτες των πόλεων και της υπαίθρου, πλήρωνε δε μόνο αυτή βαρύτατους φόρους. Οι άλλες τάξεις, απαλλαγμένες της φορολογίας, ήταν οι κληρικοί, 120.000 εκ των οποίων 3000 με τίτλους, και οι 400.000 ευγενείς.

Ο Γκιγιοτέν σαν ιατρός συνέβαλε αποφασιστικώς στις συζητήσεις για την μεταρρύθμιση του ποινικού κώδικος για την καθιέρωση της ισότητος ενώπιον του θανάτου των ενόχων καταδικασθέντων εις την εσχάτην  των ποινών, όποια και να ήταν η τάξη στην οποία ανήκαν και η κοινωνική θέση τους. Προς εξήγηση αυτής της προτάσεως, δέον να διευκρινισθεί ότι πριν από την Επανάσταση, τους ευγενείς όταν κατεδικάζοντο, σπανίως, σε θάνατο τους αποκεφάλιζαν με ένα χτύπημα υπερμεγέθους σπάθας, τους μη ευγενείς με τσεκούρι, τους κλέφτες τους έστελναν στην αγχόνη  ή τους βασάνιζαν στον τροχό, όπως έπραττε η Ιερά Εξέτασις, τους δε βασιλοκτόνους διαμέλιζαν, ακρωτηρίαζαν, όπως ο ληστής Προκρούστης, το σώμα τους. Προς αποφυγή αυτών των βάρβαρων μεθόδων, η Επανάσταση ανέθεσε στον Γκιγιοτέν, σε συνεργασία με τον χειρούργο συνάδελφό  του Αντοάν Λουί (Antoine Louis) να εφεύρουν, ένα ολιγότερον οδυνηρό μέσον αφαιρέσεως της ζωής. Την εκτέλεση του μηχανικού πρωτοτύπου ανέλαβε ο κατασκευαστής πιάνων Τομπίας Σμίντ (Tobias Schmidt) o οποίος γνώριζε τον Σάρλ-Ανρί Σανσόν (Charles-Henri Sanson) δήμιο και …μουσικόφιλο.

Σύμφωνα με την παράδοση, ο τελευταίος παρουσίασε στον Λουδοβίκο 16ο την με λοξή κατεύθυνση βαριά ατσαλένια λεπίδα που λίγα χρόνια μετά, το 1793,  η ίδια θα απέκοπτε την βασιλική κεφαλή. Διευκρινιστέον ότι ένας νόμος καθιερωθείς το 1791 από την Επανάσταση, όριζε ότι σε περίπτωση θανατικής ποινής, η κεφαλή του καταδικασθέντος θα απεχωρίζετο από το σώμα του χωρίς να του επιβληθούν προηγουμένως βασανιστήρια.

Οι προθέσεις λοιπόν των εφευρετών της γκιλοτίνας ήταν η αποφυγή επιπρόσθετων σωματικών πόνων. Ο λαός, μας πληροφορούν οι δυο λογοτέχνες, έδωσε στην γκιλοτίνα διάφορες προσωνυμίες, παρατσούκλια όπως: το εθνικό Ξυράφι, η Μιραμπέλλα, (από το Μιραμπώ –Mirabeau, βουλευτή της Τρίτης τάξεως), ο Φεγγίτης, από το παραθυράκι του κελιού, η Χήρα (όπως λένε οι Έλληνες στην ταβέρνα τον λογαριασμό «έρχεται η λυπητερή») ή τέλος η βασιλική Γραβάτα. Στην Γαλλία, η τελευταία έκφραση οφείλεται στο γεγονός ότι οι αριστοκράτες φορούσαν λευκή γραβάτα, γνώρισμα της κομψότητος και της κοινωνικής διακρίσεως, όταν δε τους αποκεφάλιζαν, ο λαός ονόμαζε την γκιλοτίνα η βασιλική (το γένος Capet) Γραβάτα.

Οι γλωσσολόγοι περατώνουν το άρθρο τους με μια φράση του Βίκτορος Ουγκώ: «Υπάρχουν άνθρωποι δυστυχείς, ο Χριστόφορος Κολόμπο δεν κατόρθωσε να συνδέσει το όνομά του με την ανακάλυψη της Αμερικής, ο Γκιγιοτέν δεν μπόρεσε να αποσυνδέσει το δικό του από τη εφεύρεσή του». Και συμπεραίνουν: τα έργα συνδεδεμένα με τον θάνατο φέρουν συχνά το πατρώνυμο των κατασκευαστών τους, έτσι π.χ. λέμε κολτ το πιστόλι από το όνομα του Αμερικανού Cοlt, λέμπελ το γαλλικό τουφέκι από τον Lebel, καλάσνικοφ την αυτόματη καραμπίνα από το όνομα του κατασκευαστή της. Τα λεγόμενα έργα ζωής, κυρίως των ιατρών,  μετεβλήθησαν σε κοινά ονόματα όπως π.χ. η μέθοδος Mπράιγ για τους τυφλούς, το σαπταλιζασιόν (η πρόσθεση ζάχαρης στο κρασί από τον Σαπτάλ (Chaptal), η παστερίωση από το Παστέρ (Pasteur) και άλλα που έχουν λησμονηθεί…

Διαβάστε επίσης