Η μομφή των απατεώνων

 Η μομφή των απατεώνων

Γράφει ο Θόδωρος Θεοδωρίδης

 

Πληκτρολογώ το νούμερο έξι (6). Αφήνω κενό και γράφω ονοματεπώνυμο και διεύθυνση. Το στέλνω στο 13033 και αναχωρώ. Βαδίζω αργά. Σχεδόν νωχελικά. Παρατηρώ τα σπίτια γύρω μου. Άλλα ψηλά, βαριά, άχαρα με το τσιμέντο τους να σου πλακώνει την ψυχή και άλλα πάλι μικρά, καλόβολα, κουκλίστικα με την κεραμοσκεπή τους, τις αυλές τους και τα λουλουδοστόλιστα μπαλκόνια τους να σου φτιάχνουν τη διάθεση. Βραδιάζει. Ο καιρός μαλακός. Ήπιος. Γλυκός. Κατηφορίζω προς το μικρό δασάκι. Τι δασάκι δηλαδή, ο Θεός να το κάνει δασάκι. Πέντε – έξι θάμνους έχει, ένα ξεραμένο φοίνικα κι ένα μεγάλο,γερασμένο πεύκο. Ευτυχώς το «παγκάκι μου» είναι ελεύθερο. Αράζω πίσω από τον μεγαλύτερο θάμνο, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών. Εκεί δεν με παίρνει μυρωδιά κανείς. Δεν με βλέπει κανείς αλλά και δεν βλέπω κανέναν. Όμως ακούω. Και ακούω πολλά χωρίς να με αντιλαμβάνονται. Η κάθε μέρα μάλιστα έχει και κάτι το ξεχωριστό. Τη μια ερωτική εξομολόγηση, την άλλη καυγάδες, ένοχα αλισβερίσια, παράνομα τηλεφωνήματα («Σ’ αγαπώ αλλά πώς να αφήσω γυναίκα και παιδιά») και διάφορα άλλα. Ψυχογραφήματα καθημερινά.

Βράδιασε για τα καλά. Σκοτείνιασε κι ο Δήμος δεν άναψε ακόμη τα φώτα. Μια απλή ρύθμιση στο χρονοδιακόπτη είναι βρε παιδιά. Ας την κάνει κάποιος γιατί θα «σκοτωθούμε» μέσα στα μαύρα σκοτάδια. Ακούω μια συζήτηση από μακριά που πλησιάζει. Δύο πρέπει να ‘ναι. Ο ένας μιλάει πιο έντονα, δυνατά, θυμωμένα. Βρίζει. Ο άλλος πιο ήρεμα αλλά σιγοντάρει, συμφωνεί. Στήνω αυτί.

«Ο ανίκανος, ο άχρηστος, ο χειρότερος που πέρασε» Για το δήμαρχο λένε. Τον βρίζουν χυδαία, τον λοιδωρούν, τον συκοφαντούν.

Κι ύστερα πιάνουν στο στόμα τους και όλους τους συνεργάτες του. Στις επιχειρήσεις του Δήμου, στα νομικά πρόσωπα, στις αντιδημαρχίες, παντού. Αφήνουν υπονοούμενα ότι «τα παίρνουν», ότι κάνουν φωτογραφικούς διαγωνισμούς  για να δώσουν έργα σε δικούς τους ανθρώπους, ότι χρεοκόπησαν τις επιχειρήσεις του Δήμου. Μιλούν με ένα τρόπο πολύ προσωπικό. Σαν να θίγεται η τιμή και η υπόληψή τους από την «δράση» των ανθρώπων της διοίκησης.

Θα με φάει η περιέργεια. Διότι τους ακούω μεν αλλά δε τους βλέπω. Ποιοι να είναι άραγε αυτοί οι Ηρακλείς της ηθικής, της τιμιότητας και της ορθοφροσύνης, βρε παιδί μου; Θα σκάσω.

Χώνω την κεφάλα μου μέσα στο θάμνο και με τα δυο μου χέρια, προσεκτικά, ανοίγω μια ολιά τη φυλλωσιά. Και τι να δω. Τι να δω Θεέ μου. Δυο πασίγνωστοι, στην πόλη, απατεώνες που τους κυνηγούν εφορίες, τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία. Που χρωστάνε σε όποιον μιλάει ελληνικά. Που μπαντάκωσαν τις επιχειρήσεις τους, που κλέψανε λεφτά απ’ τον κοσμάκη. Που φάγανε στο κεφάλι ένα σωρό καταδίκες. Που χρωστάνε ένα σκασμό λεφτά στο Δήμο και κάνουν συνεχώς ρυθμίσεις για τα χρέη τους, τις οποίες ρυθμίσεις ποτέ δεν τηρούν. Αυτοί οι απατεώνες λοιπόν επικρίνουν βρίζοντας χυδαία τη διοίκηση του Δήμου! Οι πιο χαρακτηριστικοί και δακτυλοδεικτούμενοι εκπρόσωποι της απατεωνιάς, διαρρηγνύουν με περισσό φαρισαϊσμό τα ιμάτιά τους για τα έργα και της ημέρες του δημάρχου.

Απομακρύνονται συνεχίζοντας το βιολί τους.

Επιστρέφω σπίτι βιαστικά. Τα φώτα δεν έχουν ανάψει ακόμα. Ξυπνήστε ρε παιδιά εκεί στο Δήμο. Ρυθμίστε το χρονοδιακόπτη. Διότι επικρέμεται η μομφή των απατεώνων.

 

Διαβάστε επίσης