Ο αλλοπαρμένος

 Ο αλλοπαρμένος

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

Γλυκομιλούσε με τα νερά τού χειμάρρου κι άλλαζε λόγια με τα πουλιά που κελαηδούσαν κρυμμένα μέσα στις φυλλωσιές των δέντρων. Τα λόγια του μου
φαίνονταν ίδια με των πουλιών τα κελαηδίσματα, και η φωνή του όμοια με το κελάρυσμα του νερού που κυλούσε ανάμεσα στις πέτρες. Και δεν ήταν ανθρωπινή λαλιά αυτή κι ούτε και τί λαλιά ήταν να καταλάβω, δεν μπορούσα. Είχα πλησιάσει αρκετά κοντά του και στάθηκα για λίγο να τον κρυφοπαρατηρήσω. Σε ένα βράχο κάθονταν ο γέρο Λιας, που ήταν μισός μέσ’ το νερό κι ο άλλος μισός σκεπασμένος με ένα παχύ στρώμα βρύα. Υγρά και καταπράσινα. Πάνω στον βράχο κάθονταν ο γέρο Λιας. Με ένα κεχριμπαρένιο κομπολόι στα χέρια. Ο γέρο Λιας, ο αλλοπαρμένος. Έτσι μου τον είχαν συστήσει, εκείνο το καλοκαίρι πριν πολλά χρόνια που είχα βρεθεί σε κείνο το χωριό. Ένα χωριό χαμένο μέσα στα αρχαία τα βουνά.
Για δεύτερη φορά είχα βρεθεί στο χωριό αυτό. Επί σκοπόν όμως τούτη τη φορά. Η πρώτη φορά ήταν, όταν ήμουν φοιτητής και από τότε το χωριό αυτό είχε χαραχθεί βαθιά στη μνήμη μου.

*****

Πίσω στα σκοτάδια του μυαλού μου γυρνώ και τραβώ μια λωρίδα φως από τα βάθη του.
Και νάμαι.
Βλέπω εικόνες κι ακούω ήχους. Το χωριό. Αφήνω το αυτοκίνητό μου παραέξω πριν φτάσω στα πρώτα κτίσματα. Να περπατήσω θέλω. Πέτρα παντού, στα σπίτια, στα δρομάκια, στις δημόσιες βρύσες, στα γεφύρια και στα ξωκλήσια. Προχωρώ μέσα στα στενοσόκακα προς το κέντρο του χωριού.
Δυο μικρά καφενεδάκια στην πλατεία δίπλα δίπλα και απέναντι η πανέμορφη εκκλησία του Αγίου Μηνά με το ψηλό καμπαναριό της να σημαδεύει ίσια τον ουρανό. Πέτρινο βέλος. Κάθομαι στο ένα καφενεδάκι κάτω από τον πλάτανο και παραγγέλνω μια μπύρα με μεζέ. Παρόλο που το χωριό ήταν κατάφυτο με κάθε είδους δέντρα, πεύκα τα πιο πολλά και περισσότερα πλατάνια και το υψόμετρό του αρκούντως ικανοποιητικό ώστε να περίμενε κάποιος να βρει δροσιά, ο καύσωνας είχε κάνει και δω ψηλά το θαύμα του. Ευτυχώς είχα προνοήσει και φορούσα βερμούδα και ένα μακό λευκό κοντομάνικο μπλουζάκι παρόλο που θα ανέβαινα στα βουνά. Περίφερα το βλέμμα μου ένα γύρο. Ψυχή δεν φαίνονταν πουθενά. Η ματιά μου στάθηκε στην εκκλησία. Ο Άγιος Μηνάς. Ο Αιγύπτιος. Ο προστάτης των περιπλανώμενων. Έτσι ένιωθα και γω εκείνη την ημέρα που είχα πάρει τους δρόμους αχάραγα για όπου με βγάλει ο δρόμος. Περιπλανώμενος.
Θυμήθηκα το χωριό εκείνο, και το έβαλα ως μεσημεριανό μου προορισμό.
Αφού γύρισα για αρκετές ώρες μέσα στα βουνά και σε άλλα χωριά νάμαι στην πλατεία. Σε μια ψάθινη καρέκλα κάθομαι, με τον μεζέ πάνω στο τσίγκινο, το τρίποδο το τραπεζάκι και την μπύρα στο χέρι. Κατεβάζω με μιας την μισή σχεδόν μπύρα, έτσι, από το μπουκάλι, και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Ήταν τότε.
Τότε ήταν που γνώρισα τον γέρο Λια. Τον αλλοπαρμένο. Το ξωτικό. Τον φευγάτο. Τον τρελό. Έτσι μου τον σύστησε ο καφετζής. Μα με μια γλύκα στη φωνή του όμως σαν νάταν όλοι οι χαρακτηρισμοί αυτοί του γέρου Λια τα θαυμαστά του προτερήματα. Και δεν τον γνώρισα….όχι ακριβώς τον γνώρισα. Καλύτερα μάλλον, τον είδα. Ειδωθήκαμε. Από μια γωνιά ανάμεσα από τα πέτρινα ντουβάρια ξεπρόβαλλε και ήρθε και κάθισε στο τραπέζι μου. Δίχως να πει κουβέντα. Χωρίς να με κοιτά και μόνο με νοήματα, μου ζήτησε να τον κεράσω. Μια θλίψη διέκρινα στο πρόσωπό του.
“Τσίπουρο πίνει”, μου είπε ο καφετζής που τον είδε εν τω μεταξύ και βγήκε έξω.
“Χαμένο το έχει και μη ρωτάς γιατί. Και η γριά του από πίσω του
συνέχεια τρέχει να τον συμμαζεύει.”
Δεν ρώτησα να μάθω το γιατί, δεν ήθελα να μάθω. Κάτι μου έλεγε μέσα μου πως κάποιες φορές πρέπει να μη ρωτάμε. Γιατί είναι ο πόνος του αλλουνού…του αλλουνού ο πόνος είναι….ο πόνος, που ίσως να μοιραστεί δεν γίνεται.
Έβαλα την υπόλοιπη μπύρα στο ποτήρι κι έκανα μια κίνηση για να τσουγκρίσω το ποτήρι μου με το δικό του. Με κοίταξε βαθιά στα μάτια, αγνόησε την κίνησή μου και κατέβασε το τσίπουρο μια κι έξω. Μια ασυνήθιστη γυαλάδα για μάτια γέρου, τα μάτια του είχαν. Σαν αυτή που έχουν τα δακρυσμένα. Παρήγγειλα ακόμη μια μπύρα κι ένα τσίπουρο. Το κατέβασε κι αυτό όπως και το πρώτο κι έκανα μια κίνηση να παραγγείλω
τρίτο.
“Όχι”, μου είπε ο καφετζής. “Δεν πίνει άλλο, μόνο δύο.”
Ύστερα στήλωσε τη ματιά του πέρα μακριά, στα χαμένα, στο πουθενά. Για
ώρα πολύ. Ξεχάστηκα και γω και βρήκα καταφύγιο στις σκέψεις μου. Αγγελοπουλική σκηνή. Και οι δυο μας, πρωταγωνιστές. Αργά, νωχελικά
κυλούσαν τα λεπτά όταν ξαφνικά ένα απόκοσμο κρώξιμο με δύο
ακαταλαβίστικες λέξεις αντιλάλησαν στην έρημη πλατεία. Από την ίδια
γωνιά που ήρθε ο γέρο Λιας μια γριά ξεπρόβαλλε, σαν πριν, ο ίδιος.
Κι ύστερα ένα μακρόσυρτο, Λιαααααα.
Σαν ελατήριο τινάχτηκε ο γέρο Λιας. Γύρισε με κοίταξε με ένα βλέμμα
που μου τρύπησε το μυαλό και χάθηκε πίσω από τη γωνιά μαζί με την γριά.

*****

Και νάμαι πάλι δέκα και βάλε χρόνια μετά, κάτω από τον ίδιο πλάτανο να
πίνω. Το τσιπουράκι μου όμως τώρα.
“Ο γέρο Λιας; Ο αλλοπαρμένος; Ο τρελός;” ρωτώ τον καφετζή.
“Στο παρεκκλήσι, στην Αγία Παρασκευή, πέρα, στα νερά θα τον βρεις.”
Πάνω στον βράχο τον είδα. Να μιλά με τα πουλιά και με τα νερά να κουβεντιάζει τον είδα και τον άκουσα. Μια λαλιά μιλούσε που ανθρωπινή δεν ήταν. Στάθηκα και τον κρυφοπαρατηρώ. Το κεχριμπαρένιο κομπολόι κρατά στα χέρια του και μια μια οι χάντρες περνούν από το ένα δάχτυλο στο άλλο. Ένα τακ τακ τακ ακούγεται, καθώς η μια χάντρα συναντά την άλλη. Τον χρόνο μετρά. Τα λεπτά, τις ώρες και τα χρόνια που περνούν μετρά. Το διαισθάνομαι αυτό. Μετρά τον χρόνο.
Ο γέρο Λιας. Ο αλλοπαρμένος. Το ξωτικό.
Φανερώνομαι.
“Λια”, του μιλώ.
Καμιά απόκριση.
Με κοιτά. Με κοιτά σαν τότε λίγο πριν χαθεί πίσω από τα πετροντούβαρα,
μαζί με την γριά του. Με αναγνώρισε. Είμαι σίγουρος.
“Λια”, του ξαναμιλώ.
“Γιε μου”, ακούω ξεψυχισμένη την φωνή του.
Σαν κελάηδισμα πουλιού, σαν κελάρυσμα νερού η φωνή του.
“Γιε μου”, ξαναλέει και χάνεται το βλέμμα του πέρα μακριά, στο πουθενά.
Στον κόσμο του ο γερό Λιας. Τον σέβομαι και τον αφήνω μόνο.
Φεύγω, γυρίζω πίσω στην πλατεία, κάθομαι στον καφενέ και έρχεται ο
καφετζής με δύο τσίπουρα στο χέρι. Κάθεται μαζί μου, τσουγκρίζουμε τα
ποτήρια μας, και μια και κάτω.
Κοιτώ το καμπαναριό του Αγίου Μηνά εκεί μπροστά μου.
Και μου μιλά ο καφετζής.
“Κάτω στα νερά της Υεμένης, σε ένα ναυάγιο χάθηκε ο γιος του. Μόλις
βγήκαν από τον κόλπο του Άντεν. Είκοσι τρία χρονώ παλληκάρι. Πενήντα
θε νάταν τώρα. Από τότε δεν ξαναμίλησε και στα βουνά, στα δάση γύρω
τριγύρω, τριγυρνά. Σαν ξωτικό. Παρηγοριά του το πιοτί και το κομπολόι.
Ο γιος του, του το είχε φέρει από την Υεμένη.Kachraman, κεχριμπαρένιο του είχε πει ο γιος του, είναι. Η γριά του πέθανε πέρσι κι αυτός μετρά τώρα τον χρόνο με τα τσίπουρα.”

Και με τις χάντρες του κομπολογιού μετρά τον χρόνο ο γέρο Λιας, λέω
μέσα μου εγώ.
Ο γέρο Λιας ο αλλοπαρμένος….ο τρελός….ο χαμένος στον μαύρο, τον δικό
του κόσμο.
Ο γέρο Λιας, ο βαριοπονεμένος.
Κοιτώ το καμπαναριό που σαν βέλος τρυπά τον ουρανό….

Καβάλα Φεβρουάριος 2019

Διαβάστε επίσης