• 16 Απριλίου 2024,

Ο άρχοντας στα Άταρλα

 Ο άρχοντας στα Άταρλα

Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής

 

Οι συνηθισμένες διαδρομές των ψαράδων που είχαν τις βάρκες τους στον όρμο των Σφαγείων – παλιά δεν είχε λιμανάκι – ήταν δύο. Η μια έπαιρνε το δρόμο του νοτιά, γιαλό γιαλό από την Καστέλλα, το Βαθάκι, την Πλάκα, τη Φωκιότρυπα κι από το Ντιπ ως τη λασποτραγάνα ανοιχτά απ’ το Μονόπετρο της Παναγίας. Η άλλη, η πιο συνηθισμένη, είχε ανατολική πορεία, παράλληλα προς το Καρά Ορμάν, στον πρώτο κάβο που παλιά ήταν σκουπιδότοπος, στην Άσπρη Άμμο και στην πλάκα του Νίκου Ντόλου όπου αλάνιαζε τους σαργούς, στο δεύτερο κάβο. Ο τέταρτος κάβος ήταν το Σπαθί κι έπειτα οι μικρές αλλεπάλληλες ξέρες του κόλπο της Καρβάλης.

Ανάμεσα στο δεύτερο και τον τρίτο κάβο πριν από τα Σπαθιά, απλώνεται ένας όρμος, στον οποίο η πρόσβαση από τη στεριά τα χρόνια εκείνα ήταν από δύσκολη έως αδύνατη, αφού η βουνοπλαγιά ήταν γεμάτη τσαλιά και πουρνάρια. Εκεί έστησε το βασίλειό του ο Βαγγέλης. Έριξε πολλή δουλειά για να διαμορφώσει τα αλλεπάλληλα επίπεδα του χώρου ως την ακρογιαλιά. Εκεί καλλιεργεί, σε μικρά κηπάρια και παρτέρια, λαχανικά της κάθε εποχής. Εκεί και μια θεόρατη ψησταριά, όπου η φιλοξενία μοιράζεται απλόχερα σε φίλους, γιατί η ευωχία νιώθεται όχι με τη μικρή μα με την όσο μεγαλύτερη παρέα.

Αυτό βέβαια σημαίνει πως είσαι δοτικός, κιμπάρης, γενναιόδωρος, γαλαντόμος, ανοιχτοχέρης, χουβαρντάς. Κάποτε βέβαια το χουβαρνταλίκι φτάνει στη σπατάλη, στο ανεμοσκόρπισμα, στο «αβέρτα» και στο «γυαλιά – καρφιά». Το όριο μην το ψάχνεις. Αν είναι να το ξεπεράσεις, το ξεπερνάς και δεν το μετανοιώνεις. Κάποιες στιγμές γίνεσαι άσωτος και αυτοκαταστροφικός. Κι έπειτα πάλι απ’ την αρχή. Τέτοιος είναι και ο Βαγγέλας. «Σκυλί μονάχο» στη δουλειά από μικρό παιδί, πολλά λεφτά πέρασαν από τα χέρια του. Δεν τα φύλαξε. Κράτησε αυτά που του αρκούσαν να ζήσει όπως ήθελε αυτός.

Θυμάται τα παλιά και κάποια τα διηγείται στα εγγόνια του. Δε χρειάζεται όλα να τα πει, αυτά καταλαβαίνουν περισσότερα απ’ όσα τους λέει. Ήταν από μικρός αγαπησιάρης, λεοντιδέας. Σκέρτσα, τζιλβέδες, γλυκοθωρήματα και νταραβέρια με τα κορίτσια. Παλικάρι άφοβο και ατρόμητο, τολμηρό και θαρραλέο. Μάγκας και ασίκης και καταφερτζής. Όπου υπήρχε πρόβλημα ή δυσκολία σε φίλους ή σε συγγενείς, τα παρατούσε όλα κι έτρεχε βρίσκοντας πάντα άκρη έτσι ή αλλιώτικα. Βλέπεις, είχε τον τρόπο του να κάνει εύκολα φίλους είτε σε Κόλαση είτε σε Παράδεισο. Και αν γινόταν κάποιος έρανος για ένα άρρωστο παιδί ή για κάποιους αναξιοπαθούντες, δεν έδινε πενηντάρικο ή κατοστάρικο, μα πεντοχίλιαρο και βάλε.

Θυμάται την τσακαλοπαρέα του Σούγιολου γύρω στο ’58. Εκεί ήταν η φωλιά της «Νεάπολης». Ο Ευριπίδης Μουρατίδης, ο γιος του Θεόφιλου, ο Σωτηράκης ο καφετζής, ο Βαγγέλης ο τενεκετζής, ο Παναγιώτης Καραμανώλης, ο Βαγγέλης Κότσανος. Και ακόμη ο Μήτσος ο «Μουλάρας» ο τερματοφύλακας, ο Κοσμάς Γκιουλέκας, μπαξεβάνης και ταυτόχρονα ταξιτζής, ο Φώτης ο τενεκετζής, ο Γιώργος ο Χατζηφραντζής ο σιδεράς, ο «Κόκκινος» ο Πεντακοσιανός εκδροροσφαγέας και ο Γιώργος Τρυφωνίδης, όταν αποχώρησε από τον Ηρακλή. Με τον τελευταίο μάλιστα είχαν μια σύγκρουση κεφάλι με κεφάλι και όλοι οι Νεαπολίτες τρόμαξαν, αλλά δε χαμπάριασαν, κρανία σκληρά κι οι δυο, τίποτε δεν έπαθαν, μόνο χαμογέλασαν κι ο Γιώργαρος και ο Βαγγέλας.

Θυμάται ακόμη το Νίκο Αδαβόγλου, τον Πέτρο Παπαδόπουλο το σοβατζή, τον Χηνάκη τον κουρέα και το Βαγγέλη Μπακόλα το ράφτη σ’ ένα αγώνα μέσα στο Ζυγό. Ο πρόεδρος ο αντεράς έχει «πιασμένον» το διαιτητή, που ακυρώνει ένα γκολ του Άρη. Ο Βαγγέλας σουτάρει από μακριά, η μπάλα φτάνει στην Αντρίκο, νέο απόκτημα από την Α.Ε.Κ. Καβάλας, αυτός σε άδεια εστία σημειώνει τέρμα υπέρ της Νεάπολης, οπότε αρχίζει μια γενική σύρραξη. Πέφτει πολύ ξύλο. Ίσως να φταίει ο πρόεδρος ο αντεράς. Πάντως γυρίζουν τρέχοντας απ’ το Ζυγό ως την Καβάλα, αφού οι αδικημένοι ντόπιοι τους κυνηγούν με άγριες διαθέσεις.

Στο Παλιοχώρι πάλι υπήρχε μια πέτρα σφηνωμένη μες στο γήπεδο, που προεξείχε λίγο έξω απ’ τη μεγάλη περιοχή. Οι ντόπιοι δεν μπορούσα να τη βγάλουν. Λες και είχε ρίζες η άτιμη! Δεν έβγαινε με τίποτα! Με τίποτα; Έρχεται μια μπαλιά που πάει να σκάσει μπροστά στο Βαγγέλη τον τενεκετζή. Αυτός οσμίζεται τον κίνδυνο και σπεύδει ν’ αποκρούσει. Ούτε που το κατάλαβε πως έγινε, ρίχνει στην πέτρα κατά λάθος μια κλοτσιά και την ξηλώνει. Το γέλιο που έπεσε δε λέγεται.

Επί προέδρου Ιωσήφ του τενεκετζή, δίνουν αγώνα στο Κοκκινόχωμα. Οι του Βυζαντίου δεν μπορούν να διασπάσουν την άμυνα της Νεάπολης. Σε μιαν αντεπίθεση η Νεάπολη κερδίζει φάουλ αρκετά έξω από την περιοχή. Αναλαμβάνει να το χτυπήσει ο Βαγγέλας. Από σαράντα μέτρα η μπάλα φεύγει με φοβερή δύναμη και καρφώνεται στο γάμμα της αντίπαλης εστίας. Έπεσαν πάνω του οι αντίπαλοι και τον παρακαλούσαν. «Ρε παιδιά, θα πέσουμε κατηγορία. Αφήστε μας να νικήσουμε ή έστω να ισοφαρίσουμε!». Ο Βαγγέλας τους λυπάται. Οι ίδιοι δεν έχουν τίποτε να χάσουν, αφού ούτε άνοδο διεκδικούν ούτε κινδυνεύουν να υποβιβαστούν. Το αποφασίζει. Κάνει ένα ηθελημένο πέναλτι. Έλα όμως που ο αίλουρος τερματοφύλακας το πιάνει… «Αχ, ρε μπαγάσα Ρωμύλο!».

Το ’59 με ’60 ο Παναγιώτης Σαλπιγγίδης, σύμβουλος και «κυνηγόσκυλο» του ΠΑΟΚ, τον πλησιάζει, καθώς εντυπωσιάζεται από τα φυσικά και ψυχικά του προσόντα. Σχεδόν τον απάγει, τον πάει στη Θεσσαλονίκη και τον φιλοξενεί στο σπίτι του, στην Τούμπα, μαζί με άλλους έξι με εφτά ποδοσφαιριστές. Την επομένη στο γήπεδο τον καλοδέχονται ο Κεμαλίδης από την Αριδαία και ο Λέανδρος. Ο Γιουγκοσλάβος προπονητής τον δοκιμάζει στα μπακ δίπλα στον Κεμαλίδη και μοιάζει να τον εγκρίνει. Ένα μεσημέρι ωστόσο, μετά από είκοσι μέρες, μια εξαδέλφη του τον περιμένει με το ταξί. «Βρε αθεόφοβε, πώς φεύγεις έτσι στη ζούλα; Οι δικοί σου ανησυχούν…». Τον μπάζει με το ζόρι στο ταξί και τον γυρίζει στην Καβάλα.

Η Α.Ε.Κ. Καβάλας τον έχει βάλει στο μάτι. Από Δικέφαλο σε Δικέφαλο… Τον κλειδώνουν στο «Πανόραμα» και τον βγάζουν μόνο για φαγητό στο «Κεντρικόν», στη βόρεια πλευρά της Πλατείας Ελευθερίας. Ο προπονητής Καραπατής τον προσέχει και τον εμπιστεύεται πολύ. Στο κέντρο της άμυνας διαπρέπει, μα πρέπει επιτέλους να φροντίσει και για την οικογένεια. Οι ερασιτέχνες ποδοσφαιριστές δεν μπορούσαν να ζήσουν απ’ το ποδόσφαιρο. Και ο Βαγγέλας έπρεπε να ασκήσει επάγγελμα, ώστε και στην οικογένειά του να εξασφαλίσει ένα άνετο παρόν κι ένα πιο ευοίωνο μέλλον και συνάμα να κάνει τα δικά του. Τα Άταρλα ήταν η μοίρα του και θα γινόταν το μικρό του βασίλειο, ήσυχο ακόμη και στις σοροκάδες…

Μοναχοπαίδι ο Βαγγέλης, από απλούς μα τίμιους Πόντιους γονείς, αλλά με τη σύζυγό του Μαρία απόχτησαν τρία παιδιά κι εφτά εγγόνια. Όλα λιγότερο ή περισσότερο ασχολήθηκαν με τον αθλητισμό. Οι γιοι του, ο Ηλίας και ο Γιάννης, έχουν παίξει ερασιτεχνικά ποδόσφαιρο, ενώ το καμάρι του, η κόρη του η Ρούλα ασχολήθηκε από μικρή με τον κλασικό αθλητισμό. Εντάχθηκε στον Α.Ο.Κ. με πρόεδρο τον Χρήστο Ρέμο και με προπονητή τον άξιο καθηγητή Φυσικής Αγωγής Αιμίλιο Χαδόλια. Διακρίθηκε στους δρόμους ταχύτητας και ημιαντοχής. Στα 200, στα 400, στα 4Χ100 και στα 4Χ400. Στις σκυταλοδρομίες έτρεχε πάντοτε στην τελευταία διαδρομή, αφού της αναγνώριζαν την ανωτερότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι τίμησε για τέσσερα χρόνια τα εθνικά χρώματα, πετυχαίνοντας πολλές διακρίσεις και σημειώνοντας πανελλήνια ρεκόρ. Σπούδασε στα ΤΕΦΑΑ Θεσσαλονίκης και τώρα, ως προπονήτρια πλέον, γυμνάζει πενήντα περίπου παιδιά του «Φιλίππου» Καβάλας.

Οι δύο Βαγγέληδες – του Ηλία και του Γιάννη – ασχολούνται με το ποδόσφαιρο. Η Ειρήνη του Γιάννη έχει να επιδείξει καλές επιδόσεις στη σφαιροβολία και ο Γιάννης της Ρούλας έχει μαύρη ζώνη στο καράτε. Ο Πάρης, ο Λευτέρης και η μικρή Μαρία, τα εξαδελφάκια, ίσως στο μέλλον να επηρεαστούν κι αυτά από το πρότυπο του παππού, όχι μόνο το αθλητικό αλλά και το … τραγουδιστικό! Γιατί ο Βαγγέλης είχε δεχτεί πάμπολλες προτροπές ν’ ασχοληθεί με το τραγούδι από το Γιώργο Τάτσο, τον Αντύπα, το Νίκο Ξανθόπουλο, το Στάθη Καζαντζίδη, από το Μανόλη Αγγελόπουλο και από την Αννούλα Αγγελοπούλου αργότερα. Χαρακτηριστικό είναι κι αυτό που του είπε ο Δημήτρης Μητροπάνος: «Βαγγέλα, έχεις εγκεφαλική φωνή. Γίνε τραγουδιστής!». Αλλά, όπως λέει ο ίδιος, «ο Θεός μου έδωσε προσόντα, αλλά δεν μου έδωσε μυαλό…». Η αλήθεια είναι πως έχει μυαλό, αλλά πάνω από τη λογική τοποθετούσε πάντα στη ζωή του το συναίσθημα.

Διαβάστε επίσης