• 25 Απριλίου 2024,

Ο χορός

 Ο χορός

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

 

Ένιωσε το αίμα του να πάλλεται στις φουσκωμένες φλέβες τού λαιμού του. Οι κρόταφοί του χτυπούσαν δυνατά και ακούγονταν σαν των νταουλιών το τεντωμένο κατσικόδερμα, που με δύναμη το βαρούν μουσικάντηδες γύφτοι μαυριδεροί. Με δρύινα χοντρά σφυρόξυλα που τα κρατούν στα τριχωτά τους χέρια οι γύφτοι το βαρούν, κάνοντας παλινδρομικές κινήσεις. Θρακιώτικοι οι ρυθμοί και οι μουσικές Ανατολίτικες. Μια στο νταούλι χτυπά, στον ήχο τον βαρύ το ένα χέρι, και μια στον αέρα, στη σιωπή, κρατώντας ήχο δεύτερο οξύ η νταουλόβεργα με το άλλο χέρι.

Και άλλοι ήχοι, ήχοι ζουρνάδων απόμακροι στριγκοί, έφταναν στα αυτιά του και παρότι ήταν αδύναμοι, ξετρυπούσαν τα τύμπανά του, και χώνονταν στο βάθος τού μυαλού του. Ηχείο το κρανίο του, και μέσα του αχολογές πολλές, κλίμακες μουσικής ευάκουστης, που από τα μικρά του τη μνήμη του έχουν σημαδέψει. Αμείωτες αντανακλώνταν πάνω στα βρεγματικά και στα κροταφικά οστά οι μουσικές και αντιλαλούσαν δίχως σταματημό. Του τριβέλιζαν το μυαλό και το γλυκοπονούσαν.

Κάθησε λαχανιασμένος στο χώμα, έβαλε τα χέρια του ενωμένα με ανταμωμένες τις απαλάμες του – δίχως καμιά παρέκκλιση των δαχτύλων – ανάμεσα στους ισχνούς μηρούς του, και τα έσφιξε με δύναμη καθώς ένιωσε να πρήζονται οι βουβώνες του και να πονούν τα λαγόνια του σαν τότε που ήταν μικρός. Και, το πάθαινε αυτό, όταν ώρα πολλή έτρεχε. Τότε πονούσε έτσι, και αισθάνονταν και όλα αυτά του συνέβαιναν τώρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι ακούμπησε το ιδρωμένο μέτωπό του στα γόνατά του. Διπλώθηκε σαν βρέφος στη κοιλιά της μάνας. Ήταν μια κίνηση που πάντα την έκανε, όταν τον κυρίευε κάποιος φόβος άγνωστος, ή έτρεχε για ώρα πολλή σα να τον κυνηγούσαν κάποιοι άγνωστοι κι απρόσωποι διώκτες, που όμως πάντα οι ίδιοι ήταν. Τους ήξερε αυτούς κι ας μη τους είχε δει ποτέ. Το πάθαινε αυτό όμως κι άλλες φορές που δεν ήταν φόβος ή τρεχαλητό. Από τότε, το πάθαινε. Από τότε, από εκείνο το φοβερό για την παιδική ψυχή του ατύχημα που φόρτιζε για χρόνια πολλά το πνεύμα του με άκρατη συγκίνηση και πόνο. Και ήταν αυτές, κινήσεις, που μοιάζαν σαν της στρουθοκαμήλου που χώνει στην άμμο το κεφάλι της νομίζοντας πως έτσι θα γλυτώσει από τους διώκτες της που ορέγονται τη σάρκα της. Ή, για να μη δει το κακό που πλησιάζει. Σαν τους μελλοθάνατους που πολλές φορές τους κλείνουν οι δήμιοι τα μάτια μη και δουν τον θάνατο. Λες και τον θάνατο μπορεί κανείς και να τον ιδεί. Είναι όμως και κάποιοι που δεν θέλουν να τους δέσουν τα μάτια. Είναι, γιατί, θέλουν να δουν και να ρουφήξουν τη ζωή μέχρι το τέλος της.

Και νάτο τώρα. Χρόνια είχε να του συμβεί, να το νιώσει αυτό.

Λεπτά τής ώρας;

Ώρα πολλή πέρασε;

Αδύνατο να το προσδιορίσει. Είναι παράξενος και ανάποδος ο χρόνος. Ατέρμων άλλοτε, κι άλλοτε μια στιγμή κρατά. Στην άκρη του κόσμου σα θέλει σε πάει η σκέψη, δίχως καθόλου χρόνος να περάσει κι άλλοτε πάλι μοιάζει ατέλειωτος.

Άνοιξε τα μάτια του για λίγο, όνειρο. Τα ξανάκλεισε αμέσως και έφυγε η σκέψη του.

*****

Θυμήθηκε το τότε, εκείνο το απομεσήμερο που κάθονταν στην αμμουδιά τής Ρέμβης μονάχος. Σκαστός. Έφυγε κρυφά από την προσκοπική κατασκήνωση που ήταν λίγο πιο πάνω στου λόφου τον πυκνό πευκώνα. Μέσα σε πευκοφωλιές στημένα τα αντίσκηνά τους. Έτσι είχε στο μυαλό του φανταστεί του σύδεντρου τις αψίδες που σχημάτιζαν τα κλαδιά, και το είχε κιόλας στον νου του κάνει παιδικού θεάτρου σκηνικό. Εκεί ήταν που παίζαν και τα ομαδικά παιχνίδια τους.

Καθόταν στη υγρή αμμουδιά της Ρέμβης και κοιτούσε απέναντι προς το Φιδονήσι. Δεν τους είχαν πάει για μπάνιο εκείνη την ημέρα γιατί έβρεχε απ’το πρωί. Είχε καθαρίσει η ατμόσφαιρα πολύ από τη βροχή και ήταν διάφανος ολόγυρα ο ορίζοντας. Κοιτούσε πέρα και ταξίδευε, και ξαφνικά, έφυγε ο νους του. Πέρα και από τη Θάσο ακόμα πήγε, κι άχρονα έφτασε σε μέρη απόμακρα. Στα θεμέλια του ουρανού που ήταν στη θάλασσα μπηγμένα, πήγε. Στην άκρια της θάλασσας και στο ξεπέταγμα του ουρανού έφυγε ο νους του στη στιγμή. Χρώματα ενωμένα ξέθωρα αχνογάλαζα ολόγυρά του. Τί νά ‘ταν άραγε πιο πέρα από εκείνη τη σμίξη την ερωτική, της θάλασσας και τ’ ουρανού;

Στάθηκε ο νους του εκεί ώρα πολλή, μα η φαντασία του ταξίδευε και πήγαινε σε άλλους τόπους, δημιουργήματα του νου, φαντασίες κι εικόνες και κόσμοι άλλοι, ως που άρχισε να χάνεται το φως. Εκεί τον βρήκαν τα παιδιά της ενωμοτίας του, τον πήγαν στον ομαδάρχη, και γι αυτή του την πράξη στερήθηκε το βραδινό το φαγητό. Τρεις συνεχείς μέρες αγγαρεία ακόμα ήταν η τιμωρία του, και από πάνω τού απαγόρεψε ο ομαδάρχης και το μπάνιο της επόμενης ημέρας.

Ούτε που τον ένοιαξε καθόλου όμως.

Αυτός ταξίδεψε. Ταξίδεψε μακριά και ως τα πέρατα του κόσμου πήγε, και αυτό του έφτανε και του περίσσευε κιόλας. Για όλη του τη ζωή τού έφτανε, την γέμισε, την γεμίζει και θα την γεμίζει ως ότου……

Το εύχεται και το ελπίζει κι ας μην είναι άνθρωπος των ευχών και του “ελπίζω”.

Και ήταν όμως, αυτό το καλοκαίρι. Αυτό το καλοκαίρι ήταν που έγινε εκείνο το κακό που πλήγωσε την παιδική ψυχή του και που τό ‘μαθε σαν γύρισε στο χωριό. Δεν λογαριάζει χρόνους, το κακό και το καλό, κι αντάμα πάνε αυτά τα δυο τις περισσότερες φορές. Μα ας είναι. Γιατί, έτσι είναι…. έτσι….

Πληγή και χάλυβας!

*****

Ιούλιος 2019.

Πόση να πέρασε άραγε ώρα;

Άνοιξε ξανά τα μάτια του. Κάθιδρος ήταν. Το μαξιλάρι του μούσκεμα. Σκούπισε τον ιδρώτα του με τα χέρια του και ύστερα τα στέγνωσε στο σεντόνι που ήταν άμορφα κουλουριασμένο και τσαλακωμένο στο πλάι του. Πρέπει να το βασάνισε μέσα στον μεσημεριανό του ύπνο πολύ.

*****

Δεκαετία εξήντα. Ιούλιος των παιδικών του χρόνων.

Ο ήλιος γέρνει προς τη δύση του αλλά ακόμα είναι αρκετά ψηλά…Είκοσι Ιουλίου….Το πανηγύρι του προφήτη Ηλία. Δεν την ξεχνά την ημέρα αυτή.

Ήταν τότε που για πρώτη φορά, εκείνος, μετά από το φριχτό ατύχημα που του στέρησε την όραση από το ένα του μάτι πάνω στην πιο δημιουργική του ηλικία και του σμπαράλιασε την ψυχή του, χόρεψε. Τότε ήταν που χόρεψε για πρώτη φορά ύστερα από εκείνο το κακό, στην πλατεία του χωριού, με τους ζουρνάδες και τα νταούλια να παίζουν, να αντηχούν και να αντιλαλούν στους γύρω τοίχους των σπιτιών και των καταστημάτων της πλατείας.

Λεβέντικα που χόρεψε! Τραντάζονταν η γης ολόγυρα. Και εκείνος, τον καμάρωνε. Ακουμπισμένος στέκονταν στον ψηλό τοίχο – περίβολο της εκκλησίας του Αποστόλου Θωμά.

Αντρίκια χόρευε….

Αντρίκια, κι ας πόνος στην ψυχή του ήταν….

Ένας ολόκληρος χρόνος γεμάτος βάσανα πέρασε από τότε, και εκείνος σήμερα χόρεψε μπροστά του και μπροστά σε όλο το χωριό.

Σκούπισε ένα δάκρυ του και χαμογέλασε.

*****

Ιούλιος 2019.

Ζέστη. Ζέστη πολύ με τον ήλιο να θέλει τουλάχιστον μία ώρα μέχρι να χαθεί πίσω από τον ψηλό λόφο, στον αυχένα τού Παλαιόκαστρου….. Σηκώθηκε και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Ήπιε τον απογευματινό καφέ του, έκανε ένα δροσερό ντους, έβαλε την καφετιά αγαπημένη βερμούδα του και τράβηξε για το βουνό. Ήχοι διάφοροι του πανηγυριού έφταναν στα αυτιά του, μα αυτός άκουγε μονάχα ζουρνάδες και νταούλια.

Ψευδαίσθηση ήταν, μα τα άκουγε… Γίνεται αυτό….

Κατέβηκε στο πατρικό του σπίτι όταν πια ο ήλιος είχε χαθεί προς την μεριά των Σερρών. Έβαλε το μπεζ λινό παντελόνι του και μια άσπρη μπλούζα, ανέβηκε στο παρεκκλήσι της Παναγίας και από εκεί άρχισε να κατεβαίνει τον δρόμο που οδηγούσε στην προσφυγική γειτονιά τού χωριού του. Διέσχισε την γέφυρα της ρεματιάς που ήταν το όριο ανάμεσα στα εντόπια και στα προσφυγικά και πήρε τον τσιμεντένιο κατηφορικό δρόμο για την πλατεία. Κόσμος πολύς. Στάθηκε στο ίδιο σημείο, μόνο που τώρα δεν υπήρχε ο ψηλός τοίχος – περίβολος του Αποστόλου Θωμά. Τον είχαν γκρεμίσει χρόνια πριν.

Στάθηκε στο ίδιο μέρος όπως τότε και τον είδε. Ήταν εκεί.

Εκείνος, ήταν εκεί.

Τον είδε. Λεβέντης.

Έσερνε πρώτος τον χορό στο ρυθμό των ζουρνάδων και των νταουλιών και ντραντάζονταν η γη κάτω από τα πόδια του!

Γύρισε προς το μέρος μου.

Με κοίταξε με τα δύο γαλανά του μάτια και μου χαμογέλασε.

Ολοζώντανα και καταγάλανα τα δυο του μάτια.

Και τα δυο του μάτια…

Πίσω γύρισε ο χρόνος.

Ο χρόνος είναι μαγικός…..

Ήταν εκεί… τον είδα…

Εκεί θα είναι πάντα….

Εκεί, και θα χτυπά με δύναμη στη γη το πόδι του….

Στο ρυθμό της μουσικής τού σύμπαντος….

Οκτώβριος 2019

Διαβάστε επίσης