• 8 Μαΐου 2024,

Οι δικοί μου Εβραίοι: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου  

 Οι δικοί μου Εβραίοι: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου  

Στην ζωή μου έτυχε να γνωρίσω αρκετούς Ισραηλίτες ιδιαίτερα σε κάποια ταξίδια μου στις ΗΠΑ.

Ήταν άνθρωποι έξυπνοι, επιτυχημένοι συνήθως μέσα στην Αμερικάνικη Κοινωνία. Αγαπούσαν το έθνος τους, την θρησκεία τους και την ιστορία τους. Αισθάνονταν δίχως να το κάνουν φανερό όμως, ένα κλικ πιο πάνω από τους άλλους για την καταγωγή τους.

Το ίδιο, είναι αλήθεια, αισθάνονται και πολύ από εμάς τους  Έλληνες όταν βρεθούμε σε μια πολυεθνική ομάδα ανθρώπων για τον ίδιο λόγο. Δυο όμως πρόσωπα Ισραηλινής καταγωγής έχουν μείνει στην μνήμη μου και τα θυμάμαι για την διαφορετικότητα τους στην σκέψη και στην συμπεριφορά τους.

Ο ένας ήταν ο Άκης που γεννήθηκε στην γειτονιά μας από μάνα Ελληνίδα και πατέρα Ισραηλίτη. Ο Άκης, Ιακώβ ολόκληρο το όνομα, ήταν ήπιος χαρακτήρας και προσπαθούσε να λύνει τις διαφορές του με τα λόγια και όχι  δυναμικά όπως εμείς.

Πάντα ήταν από τους χαμένους και όταν έμπαινε στην μέση για να χωρίσει  κάποιους που είχαν αρπαχτεί, έτρωγε τις περισσότερες. Τις ελεύθερες ώρες του Σχολείου και τα καλοκαίρια πήγαινε και βοηθούσε τον πατέρα του.

Ο πατέρας του Άκη είχε ένα κατάστημα στην Ερμού που πουλούσε σκούπες, τις οποίες μάλιστα τις κατασκεύαζε ο ίδιος. Οι σκούπες εκείνες κατασκευάζονταν από ένα ειδικό χόρτο και ήταν απαραίτητο εξάρτημα σε κάθε σπίτι, σήμερα και αυτές είναι είδος υπό εξαφάνιση.

Πήγαινα συχνά και τον έβρισκα στο κατάστημά τους στην περασιά μου από εκεί στον δικό μου αγώνα τότε για το ψωμί. Πρέπει να ήταν αρχές του καλοκαιριού του Πενήντα που πέρασα από το μαγαζί  τους.

Τον βρήκα μέσα στην στεναχώρια ο πατέρας του είχε πάρει την απόφαση να φύγουν για το Ισραήλ, για το νέο κράτος που έγινε για τους Εβραίους εκεί κάτω στην Παλαιστίνη. Μετά από μια εβδομάδα που πέρασα την Ερμού, το  Σκουπάδικο ήταν κλειστό, ο Άκης έφυγε, τον χάσαμε.

Ήμουν νέος υπάλληλος στον ΌΤΕ εκεί στις αρχές του εξήντα. Μια μέρα που είχα βάρδια, μπαίνει στο γραφείο σαν κατακτητής ο γνωστός  έμπορας χαλιών ο Μωης Πεσάχ, πανύψηλος και επιβλητικός, σηκώνει το χέρι σε Ναζιστικό χαιρετισμό και φωνάζει δυνατά «ΧΑΙΛ ΧΙΤΛΕΡ».

Ξαφνιάστηκα, δεν το περίμενα από έναν Εβραίο, θύμωσα, δεν αντέδρασα γιατί είδα τους άλλους γύρω μου να γελάνε, ήμουν ο νεώτερος εκεί μέσα. Όταν έφυγε ρώτησα, καλά δεν σας πειράζει που ο άνθρωπος αυτός μέσα στον χώρο της δουλειάς μας μπαίνει με αυτό το θράσος και μας προσβάλει με αυτόν τον τρόπο;

Άλλος μου είπε ότι το κάνει για αστείο, άλλος ότι διαχειρίζεται τις περιουσίες των Καβαλιωτών Εβραίων που χάθηκαν στα κρεματόρια της Γερμανίας και έτσι χαίρεται την ήττα της Γερμανίας. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ήρθε ξανά με τον ίδιο τρόπο όπως την προηγούμενη φορά.

Είχε σταθεί μπροστά από το γραφείο μου σήκωσε πάλι το χέρι πάνω από το κεφάλι μου και πάλι το «ΧΑΙΛ ΧΙΤΛΕΡ». Σηκώνομαι οργισμένος έτοιμος να αρπαχτώ μαζί του, τον κοιτώ με ένταση στα μάτια και με σφιγμένες γροθιές του λέω, —-Δεν ξέρω κύριε τι κέρδισες από τον Χίτλερ, εγώ όμως έχω χάσει, έχασα τον πατέρα μου.

Στα τέσσερα μου χρόνια τα κτήνη εκείνα μου στέρησαν τον πατέρα μου. Μεγάλωσα δίχως πατέρα μέσα στην κατοχή. Αυτός ο χώρος της δουλειάς μου είναι ιερός για μένα και εσύ τον ρυπαίνεις κύριε, όταν μας προσφωνάς με τον φασιστικό χαιρετισμό. Ξαφνιάστηκε, για δύο λεπτά   έμεινε εμβρόντητος.

Δεν το περίμενε να αντιδράσει έτσι ένα παιδαρέλι. Συνήλθε, με κοίταξε από το ύψος του υποτιμητικά και μου είπε με θράσος, —νεαρέ είσαι αγενής, δεν με ξέρεις, θα με μάθεις όμως. Είμαι Ισραηλίτης και Ισραήλ σημαίνει δύναμη.

Μάθε ότι από τους Ισραηλίτες έχετε κερδίσει  πολλά. Και πρώτα-πρώτα εμείς σας δώσαμε Θεό γιατί δεν είχατε. Θα τα πούμε όμως, δεν θα μείνει έτσι αυτό. — Άκουσε κύριε Πεσάχ θα σε παρακαλέσω την άλλη φορά που θα έρθεις σ’ αυτήν την υπηρεσία και με δεις μη χαιρετίσεις φασιστικά, σε παρακαλώ πολύ.

Τώρα για τον Θεό που μας δώσατε, ναι μας δώσατε Έναν και μας γκρεμίσατε Δώδεκα. Η συνέχεια με τον Πεσάχ δεν υπήρξε, δεν ήρθε ο ίδιος ξανά στην υπηρεσία αλλά έστελνε τους υπαλλήλους του οι οποίοι ήταν ποδοσφαιριστές τότε της ποδοσφαιρικής ομάδας των Φιλίππων.

Το 1982 ξαφνικά ένα πρωί ήρθε στην δουλειά μου και με βρήκε ο Άκης. Δεν τον γνώρισα στην αρχή. Πέρασαν και τριάντα χρόνια  από τότε που είχε φύγει. Όταν όμως είδα το πρόσωπο με το πράο βλέμμα, άκουσα την  ήρεμη  φωνή, το λεπτό σωματικό αποτύπωμα του ανθρώπου που είχα μπροστά μου, όλα αυτά μου θύμισαν τον Άκη.

Συγκινηθήκαμε και χαρήκαμε υπέρμετρα και οι δυο  μας. Μου είπε τα νέα του  και του είπα τα δικά μου. Τριάντα χρόνια ήταν αυτά και είχαμε να πούμε πολλά. Μου είπε ότι ήταν μηχανικός ότι είχε οικογένεια με γυναίκα Ελληνοεβραία και τρία παιδιά και γενικά πως περνάει εκεί  κάτω στο Ισραήλ.

Πήγαμε για να βρούμε την Γη της Επαγγελίας, την γη Χαναάν που έλεγε και ο πατέρας μου και βρήκαμε ερήμους και φτώχεια. Δουλέψαμε και κάναμε την άνυδρη γη πραγματικό  Παράδεισο. Αναπτύξαμε τις επιστήμες και κάναμε την χώρα μας πρωτοπόρα σε πολλά πράγματα στον κόσμο.

Έχουμε όμως τον βραχνά της ανασφάλειας. Δεν μας αποδέχονται οι ντόπιοι, μας θεωρούν κατακτητές. Μετά όμως από την γενοκτονία που έγινε στην φυλή μας έκρινε η Διεθνής κοινότητα ότι και εμείς δικαιούμαστε μιας πατρίδας. Φταίμε και εμείς όμως.

Νομίζουν μερικοί από εμάς και δεν είναι λίγοι, ότι εκεί μας έστειλε ο Θεός επειδή είμαστε ο περιούσιος Λαός Του. Συμπεριφέρονται στους ντόπιους σαν κατώτερα όντα, βιαιοπραγούν, τους αρπάζουν την γη τους  σαν θεία κληρονομιά μας.

Οι άλλοι διαμαρτύρονται, δεν τους ακούει κανείς, επαναστατούν. Τέσσερις πολέμους κάναμε μέχρι τώρα και το αίμα που χύθηκε γέννησε πολλαπλάσιους εχθρούς  αντί να τους μειώσει. Όλοι είναι εναντίον μας, είμαστε συνεχώς με το όπλο στο χέρι, συνεχώς στρατιώτες για να επιβιώσουμε.

Δεν την θέλω αυτή την ζωή φίλε, υποφέρω. Είμαι σε αδιέξοδο.  Αυτά μου είχε πει τότε ο Άκης και γνωρίζοντας τον χαρακτήρα του φίλου μου καταλάβαινα το  ψυχικό του δράμα. Τελικά είχα μάθει ότι μετανάστευσε στις ΗΠΑ κοντά σε συγγενείς της γυναίκας του όπου και άφησε την ζωή του εκεί χτυπημένος από καρκίνο.

Παναγιώτης Φώτου

Διαβάστε επίσης