• 20 Απριλίου 2024,

Οι λέξεις είναι φλέβες

 Οι λέξεις είναι φλέβες

 

Γράφει η Ηρώ Καραμανλή


Ο Αίολος κατά την ελληνική μυθολογία, ήταν ο θεός των ανέμων  που τους κρατούσε μέσα στον ασκό του και τους άφηνε μετά από εντολή του Δία. Ήταν γιος του Ιππότη, όπως λέει ο Όμηρος, γι’ αυτό λεγόταν Ιπποτάδης και ζούσε στη νήσο Αιολία,  που είχε χάλκινα τείχη. Το νησί αυτό πιστευόταν ότι ήταν η Στρογγύλη, το σημερινό Στρόμπολι εξ ου και η ονομασία Αιολίδες Νήσοι για το σύμπλεγμα που ανήκει το νησί.

Πολύ συχνά, στον προφορικό και γραπτό λόγο, συναντώ τις λέξεις «έωλος» και «αίολος» να χρησιμοποιούνται με λανθασμένο τρόπο.  Για παράδειγμα, άκουσα μέσα στη Βουλή πως «τα επιχειρήματα του συναδέλφου Βουλευτή είναι έωλα». Δεν μπορούν τα επιχειρήματα να είναι έωλα, μπορούν όμως να είναι αίολα.

Έωλος στην κυριολεξία σημαίνει χθεσινός, μπαγιάτικος ενώ μεταφορικά έχει την έννοια του παλιού, του απαρχαιωμένου, του ξεπερασμένου. «Σήπονθ’ έωλοι κείμενοι δυ’ ημέρας ή τρεις», Αντιφάνης, εν Μοιχοίς 1.6 και «πρόσφατόν εστί και νέον ύδωρ το υόμενον, έωλον δε και παλαιόν το λιμναίον»,  Αριστ. Αποσπ 207.

Το επίθετο έωλος προέρχεται από το ουσιαστικό «έως» και «ηώς»  (αυγή, χάραμα).

Αίολος (με αναβίβαση του τόνου) και αιόλος – στην αρχαία ελληνική  ο τόνος ήταν στην παραλήγουσα –σημαίνει ευκίνητος, ευμετάβολος (κυριολ) και ασταθής, πανούργος, αθεμελείωτος, ορμητικός, αστήρικτος (μεταφ. εξ αιτίας του Αιόλου, Θεού του ανέμου κατά τη μυθολογία). «Αἰολ’ ανθρώπων κακά», Αισχύλ. Ικ. 327. Και ενώ ο Μπαμπινιώτης λέει πως η λέξη είναι άγνωστη ετυμολογικά και πιθανολογεί ότι προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή λέξη FaiFόλ-ος,  η  Β. Βλάχου λέει στο λεξικό της ότι η λέξη προέρχεται από το «άω, άημι» ( πνέω) και ο Σουίδας : «αιόλος, παρά την άελλαν, ήτις από του άειν και ειλείν».  Ομόρριζα της λέξης είναι το ειλέω – ειλώ, είλλω και.είλω και ίλλω = τυλίγω, σφίγγω, συμπιέζω, απωθώ με βία.

Αίολος επίσης σημαίνει και ο ποικίλος, ο γεμάτος χρώματα, «αιόλη νυξ» (διάστικτη από άστρα).

 

Η ΛΕΞΗ

Απαιόλημα,  -το (ουσ.)

Η λέξη σημαίνει το λάθος, το ολίσθημα, τον δόλο. Αποτελείται από την πρόθεση «από» και το ουσιαστικό  «αιόλος». Εδώ η πρόθεση προσδίδει στο β’ συνθετικό προέλευση και καταγωγή. «Απ’ αιόλω – απαιόλημα», όπως,  από κτίσεως Ρώμης, από αρχαοτάτων χρόνων, απαύγασμα (από+αυγάζω – αυγή), εκ της αυγής, με την έννοια της λάμψης και της ακτινοβολίας.

Στο τελευταίο κείμενο του βιβλίου μου Έρωτας Νηπενθής, «Το Δέντρο», υπάρχει ένας αγαθός άνθρωπος ο οποίος «ὑπέπεσε σε αναμφήριστον απαιόλημα» και εννοώ ότι έπεσε σε ολίσθημα, σε αναμφισβήτητο λάθος. Η λέξη «απαιόλημα» είναι από τις ωραιότερες που υπάρχουν στη αρχαία ελληνική γλώσσα αλλά δυστυχώς, όπως και πλήθος άλλων λέξεων,  σπάνια χρησιμοποιείται πλέον σήμερα. Κι επειδή αυτή η διαπίστωση είναι λυπηρή, τελειώνω αυτό το μικρό πόνημα με τη φράση του Β. Χάιζενμπεργκ  (νόμπελ Φυσικής) : «η μεγαλύτερη πνευματική μου άσκηση ήταν η θητεία μου στην αρχαία Ελληνική».

 

ΠΗΓΕΣ

ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΙΔΑ ή ΣΟΥΔΑ

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ – ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΝ. ΒΛΑΧΟΥ

ΛΕΞΙΚΟ LIDDELL & SCOTT

ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ – Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ

Διαβάστε επίσης