• 29 Μαρτίου 2024,

Ομιλία Νίκου Παναγιωτόπουλου στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος

 Ομιλία Νίκου Παναγιωτόπουλου στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος

7 Δεκεμβρίου 2018

Ο Τομεάρχης Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων της Νέας Δημοκρατίας, Βουλευτής Ν. Καβάλας και μέλος της Επιτροπής της Βουλής για την Αναθεώρηση του Συντάγματος, Νίκος Παναγιωτόπουλος, έλαβε το λόγο στην πρόσφατη συνεδρίαση της Επιτροπής και τοποθετήθηκε επί της θεματικής ενότητας των Ατομικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων.

Αναφέρθηκε στο άρθρο 17 για τη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας, στο άρθρο 25 και τη συνταγματική κατοχύρωση του κοινωνικού κράτους δικαίου και στο άρθρο 16 για ένα νέου τύπου δημόσιο πανεπιστήμιο με την παράλληλη δυνατότητα ίδρυσης και ιδιωτικών, που θα πήγαινε μπροστά, όπως τόνισε, την ανώτατη εκπαίδευση ως εκπαίδευση στη γνώση και άρα στο μέλλον της χώρας μας.

Η ομιλία του κ. Παναγιωτόπουλου παρατίθεται ακολούθως αναλυτικά:

«Θα υποπέσω στον πειρασμό να κάνω ένα επίκαιρο σχόλιο και να πω ότι ενώ εδώ εμείς αναλωνόμαστε σε πολύωρες συζητήσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ο Πρωθυπουργός προχώρησε μονομερώς στην αναθεώρηση μιας διατάξεως, που δεν συμπεριλαμβάνεται στις αναθεωρητέες του 110, αυτή του άρθρου 7, που γράφει ότι έγκλημα δεν υπάρχει, ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεσή της. Nullum crimen, nulla poena sine lege.

Έσπευσε, λοιπόν, να προκαταβάλει δικαστική απόφαση κατά έναν τρόπο θα έλεγα ιδιαίτερα επιπόλαιο. Εδώ η επιπολαιότητα, δυστυχώς, δεν έληξε και από τις αρμόδιες αρχές που βαρύνονται τουλάχιστον για βαριά αμέλεια στο λάθος που έκαναν και που εν πάση περιπτώσει αν μη τι άλλο μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι κάποιες φορές και για τον Πρωθυπουργό η σιωπή είναι χρυσός.

Έσπευσε να προκαταβάλει την καταδίκη ενός ανθρώπου, ο οποίος είχε συλληφθεί. Δεν ξέρω εάν έκανε ή δεν έκανε τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται. Εδώ, όμως, ξέρετε το φοβερό είναι ότι οι πράξεις για τις οποίες κατηγορείται δεν συμπεριλαμβάνονται όλες στο κατηγορητήριο.

Επομένως, εδώ να μην αντιστρέφουμε το τεκμήριο αθωότητας που υπάρχει στο δυτικό νομικό πολιτισμό σε τεκμήριο ενοχής, προκειμένου να αποκομίσουμε πολιτικά οφέλη με μια επιπόλαια τοποθέτηση από του Βήματος της Βουλής. Και εδώ κλείνω για να ασχοληθώ λίγο και με τη Συνταγματική Αναθεώρηση που εμείς επεξεργαζόμαστε.

Θα κάνω σχόλια για τρία άρθρα, τα δύο σύντομα λόγω χρόνου. Αναπόφευκτα θα αφήσω τελευταίο το άρθρο 16 και θα μιλήσω πρώτα για τη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 17.

Εδώ, ξέρετε, μια από τις βασικές προβλέψεις του άρθρου 17 είναι αυτή που κάνει λόγο για την κάμψη του δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Πώς επιτυγχάνεται αυτή; Επιτυγχάνεται μέσω της διαδικασίας της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης. Η αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι η μοναδική περίπτωση συνταγματικώς κατοχυρωμένη αφαίρεση ιδιοκτησίας.

Υπάρχει ρητή πρόβλεψη, βέβαια, περί στερήσεως της ιδιοκτησίας υπό προϋποθέσεις μόνον όταν πρόκειται για δημόσια ωφέλεια από τη στέρηση της ιδιωτικής περιουσίας και μόνον όταν καταβάλλεται πλήρης αποζημίωση, με την πλήρη αποζημίωση να έχει προηγηθεί της αφαίρεσης ιδιοκτησίας.

Νωρίτερα άκουσα τον κ. Βενιζέλο να μιλάει για την κανονιστική αντοχή του Συντάγματος. Όμως, εδώ έχουμε πολλές περιπτώσεις όπου η ιδιοκτησία αφαιρείται πολύ πριν καταβληθεί η πλήρης αποζημίωση. Άρα, εδώ η πρακτική και η δικαστηριακή πρακτική απέχει από τη ρητή πρόβλεψη του Συντάγματος. Όσοι έχουν εμπειρία από δίκες αναγκαστικής απαλλοτρίωσης γνωρίζουν ότι πρόκειται για μια πολύ μακρά διαδικασία, πολυετή τις περισσότερες φορές, μέχρι να καταβληθεί η πλήρης αποζημίωση στους αναγνωρισθέντες δικαιούχους.

Πάρα πολύ συχνά η περάτωση του έργου του ίδιου για το οποίο διατάσσεται η αναγκαστική απαλλοτρίωση, δηλαδή η αφαίρεση ιδιοκτησίας από ιδιοκτήτες κυρίως ακίνητης περιουσίας, προηγείται της περάτωσης της διαδικασίας για την καταβολή αποζημίωσης. Τελειώνει το έργο πιο νωρίς από το χρόνο κατά τον οποίο καταβάλλεται η οριστική αποζημίωση σε δικαιούχους.

Αυτό είναι σαφώς μια στρέβλωση και ένα σημείο, το οποίο νομίζω ότι θα μπορούσαμε να το θεραπεύσουμε με ειδική συνταγματική πρόβλεψη. Αναπόφευκτα πρέπει να κινούμαστε σε γενική διατύπωση βάζοντάς στο Σύνταγμά μας στο άρθρο το σχετικό την πρόβλεψη ότι η αποζημίωση πρέπει να καταβάλλεται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Το «εύλογο χρονικό διάστημα» επιδέχεται, όπως ξέρετε, νομικής ερμηνείας και μπορεί να προσαρμοστεί στους χρόνους τους προσήκοντες.

Για το άρθρο 25, τη συνταγματική κατοχύρωση του κοινωνικού κράτους δικαίου, έχω να πω τα εξής: Η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας κάνει λόγο για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης για όλους μέσω ενός συστήματος παροχής ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος.

Ήταν μία εμβληματική μεταρρύθμιση που ξεκίνησε επί ημερών της Κυβέρνησης Αντώνη Σαμαρά. Βέβαια, συνταγματικά, αυτό το καλύπτουν και όσα αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, για τη διασφάλιση του σεβασμού στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Όμως, για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα έχω να πω τα εξής: Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα διασφαλίζει αυτό το δίχτυ ασφαλείας, το λεγόμενο safety net κατά τους Αγγλοσάξονες, δηλαδή το όριο μέσω του οποίου εξασφαλίζεται ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης και προστατεύεται το φυσικό πρόσωπο από τη διολίσθηση στην απόλυτη φτώχεια, που φέρνει και κοινωνικό αποκλεισμό και ο κοινωνικός αποκλεισμός με τη σειρά του φέρνει οργή, απογοήτευση, ριζοσπαστικοποίηση, διολίσθηση σε ακραίες πολιτικές συμπεριφορές. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, γιατί αποτελεί τελικά και απειλή για τη δημοκρατία.

Υπάρχει, όμως, και μία δεύτερη φάση, εκτός από την εισοδηματική ενίσχυση per se, αυτή καθ’ εαυτή. Η σχετική πρωτοβουλία για την καθιέρωση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος κάνει λόγο και για την ανάκτηση της πρόσβασης στην αγορά εργασίας -σε δεύτερη φάση, δεν συζητείται αυτό-, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την κοινωνική επανένταξη του κοινωνικά αποκλεισμένου αιτούντος και δικαιούχου του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.

Αυτές είναι οι λεγόμενες ενεργητικές πολιτικές κοινωνικής ένταξης. Βασίζεται, αν θέλετε, στο δόγμα «μην του δίνεις ένα ψάρι όταν το βλέπεις να πεινάει, απλώς μάθε του και να ψαρεύει». Δεν είναι τόσο απλό να γίνει στην πράξη, αλλά αυτή είναι η συνολική φιλοσοφία του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.

Και να πω και κάτι άλλο. Όσον αφορά το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα, είναι όντως κατοχυρωμένο στο Σύνταγμα, αλλά –ξέρετε- η κατάρρευσή του δεν οφείλεται στην αμέλεια του Συντάγματος να κατοχυρώσει ρητά την προστασία του, γιατί αυτή, όπως είπα, κατοχυρώνεται.

Οφείλεται για μένα σε τρεις παράγοντες: Ο πρώτος είναι οι στρεβλώσεις στους κανόνες κοινωνικής ασφάλισης. Όταν, για παράδειγμα, σε πολλές περιπτώσεις, διαχρονικά, ο συνταξιοδοτικός βίος ήταν μεγαλύτερος από τον εργασιακό βίο ή όταν σε πολλά ευγενή ταμεία η εξαίρεση από τον κανόνα καταλάμβανε περίπου το 80% των περιπτώσεων και μόνο το 20% των περιπτώσεων των δικαιούχων από ευγενή ταμεία ασφάλισης υπάγονταν στον κανόνα.

Ο δεύτερος παράγοντας ήταν οι δημογραφικές πιέσεις, δηλαδή η γήρανση του πληθυσμού και η ανατροπή των συσχετισμών ενεργού πληθυσμού και μη ενεργού πληθυσμού, δηλαδή συνταξιούχων.

Και ο τρίτος παράγοντας ήταν η κατάρρευση αγοράς εργασίας, είτε με αύξηση ανεργίας, ιδίως τα χρόνια της κρίσης, είτε με αύξηση της ανασφάλιστης εργασίας, ιδιαίτερα σημαντικό, είτε με αύξηση των αστικών μορφών εργασίας.

Όλα αυτά, σωρευτικά, είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των εισφορών και την πίεση, αν θέλετε, στο ασφαλιστικό σύστημα και τις συντάξεις που κανένα Σύνταγμα, ό,τι και να προβλέψει, δεν μπορεί να εξασφαλίσει, αν δεν ανατραπούν αυτοί οι δυσμενείς πραγματικοί συσχετισμοί. 

Τέλος, έρχομαι στο άρθρο 16. Η συζήτηση που βασίζεται στην πρόταση Νέας Δημοκρατίας για το άρθρο 16 δεν έχει να κάνει με την κατίσχυση στο απόλυτο των ιδιωτικών πανεπιστημίων σε βάρος του δημοσίου πανεπιστημίου. Δεν συζητάμε γι’ αυτό. Έχει να κάνει, κυρίως, για την ποιοτική αναβάθμιση της εκπαίδευσης γενικά, από τη δευτεροβάθμια και πρωτοβάθμια εκπαίδευση, με την καθιέρωση προτύπων σχολείων, μέχρι και την ανώτατη εκπαίδευση, δηλαδή τα πανεπιστήμια, ώστε τελικά να έχουμε εκπαιδευτικό σύστημα, ιδίως στην ανώτατη εκπαίδευση, που να στηρίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, της αξιοκρατίας, της ασφάλειας στους πανεπιστημιακούς χώρους, που απειλείται -για να μην πω έχει καταλυθεί- στις μέρες που ζούμε, της προαγωγής της έρευνας και της καινοτομίας, αλλά και τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την παραγωγική οικονομία.

Ρωτάω: Ικανοποιούνται αυτές οι συνθήκες σήμερα στο ελληνικό πανεπιστήμιο; Όποιος νομίζει ότι ικανοποιούνται, προφανώς θα υποστηρίξει ότι δεν πρέπει να αλλάξει τίποτα, όσον αφορά τη συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος στην ανώτατη εκπαίδευση. Είναι πραγματικά παράδοξο ότι τα κόμματα που φαίνεται να συμφωνούν με αυτή την άποψη είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, το Κομμουνιστικό Κόμμα και η Χρυσή Αυγή μαζί. Αν εκτιμούμε ότι όλα αυτά ικανοποιούνται, πρέπει να μείνουμε αυστηρά στο δημόσιο χαρακτήρα του πανεπιστημίου.

Από εκεί και πέρα, προτάσσουν ως βασικό επιχείρημα το στοιχείο της κοινωνικής δικαιοσύνης. Το δημόσιο πανεπιστήμιο –λένε- εξασφαλίζει την ισότητα ευκαιριών, πρέπει να γίνεται. Τα φτωχά παιδιά έχουν ισότιμη πρόσβαση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση μόνο αν υπάρχει το δημόσιο πανεπιστήμιο. Αν προκύψουν τα ιδιωτικά, αυτή συνθήκη καταλύεται.

Είναι σωστό; Κοιτάξτε, δείτε το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Κατ’ αρχήν στο Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών δεν υπάρχει καμία ρύθμιση για την εκπαίδευση, πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, ανώτατη δεν υπάρχει. Έχουμε περίπτωση αυτορρύθμισης. Η λειτουργία των ΑΕΙ ρυθμίζεται αποκλειστικά από τα ίδια. Τα πανεπιστήμια είναι χιλιάδες. Τα δημόσια ανάμεσά τους είναι αρκετά, τα λεγόμενα πολιτειακά πανεπιστήμια, California State, Pennsylvania State. State σημαίνει πολιτειακό. Επιδοτούνται από την τοπική κυβέρνηση, αξιολογούνται όλα από έξι ειδικούς φορείς ανά γεωγραφική ενότητα και υπάγονται στο κεντρικό συμβούλιο πιστοποίησης ανώτερης εκπαίδευσης -ιδιωτικό φορέα, παρακαλώ- που λειτουργεί μια χαρά.

Χρηματοδοτούν τους φοιτητές είτε με υποτροφίες είτε με δάνεια. Τα δάνεια δεν οδηγούν σε υπερδανεισμό, όπως άκουσα χθες από τον κ. Κατρούγκαλο. Απλά αποπληρώνονται όταν οι φοιτητές μπαίνουν στην αγορά εργασίας. Και αυτοί που μπαίνουν στις ποιοτικότερες θέσεις είναι σε θέση πολύ σύντομα όχι μόνο να αποπληρώσουν το δάνειό τους, αλλά να προχωρήσουν σε δωρεές, ως απόφοιτοι, σε κάποιο πανεπιστήμιο. Γιατί πρέπει να ξέρουμε ότι εκεί η οικονομική δύναμη των πανεπιστήμιων εξαρτάται από τη δυνατότητα των αποφοίτων τους να εισφέρουν δωρεές σε αυτό, και το σύστημα λειτουργεί.

Κλείνω, κύριε Πρόεδρε. Λίγη ανοχή ζητώ, θα θίξω άλλο ένα σημείο, επειδή θυμάμαι ως φοιτητής ένα από αυτά. Πήγα και σε ελληνικό πανεπιστήμιο.

Θυμάμαι Κινέζους φοιτητές στα μέσα της δεκαετίας του 1980 να προσέρχονται στο σπουδαστήριο του πανεπιστημίου αργά το βράδυ με τα συγγράμματα τα οποία έπρεπε να μελετήσουν, την οδοντόπαστα και την οδοντόβουρτσα, γιατί επρόκειτο να ξεκινήσουν για να ανταποκριθούν στο πρόγραμμα της μελέτης τους. Και οι Κινέζοι φοιτητές τη δεκαετία του 1980 δεν προέρχονταν ούτε από την οικονομική ελίτ της κουμμουνιστικής τότε Κίνας –Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας- αλλά βρέθηκαν εκεί, στη Μέκκα του καπιταλισμού, σε ένα πανεπιστήμιο του οποίου η Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων τροφοδοτεί τις οικονομικές ελίτ με ανώτερα στελέχη, υπότροφοι με την οικονομική βοήθεια δηλαδή της χώρας τους ή του πανεπιστημίου, προκειμένου να σπουδάσουν στη λογική της ισότητας των ευκαιριών.

Και σήμερα, είμαι σίγουρος, θα έβαζα στοίχημα για αυτό, αποτελούν αυτοί όλοι οι απόφοιτοι στοιχεία της ανώτατης ελίτ –δεν ξέρω αν σας αρέσει η λέξη- της αφρόκρεμας της κοινωνίας τους και οικονομικά και κοινωνικά και πολιτικά ενδεχομένως.

Τέλος, για να μην μακρηγορώ δεν θα τα πω όλα. Σε σχέση με αυτά που ακούστηκαν από την κυρία Σία Αναγνωστοπούλου νωρίτερα, θα κάνω μία ανάγνωση από το βιβλίο του Καθηγητή Αλιβιζάτου με τίτλο «Πέρα από το 2016», που είχε επεξεργαστεί το ζήτημα.

Είπε κάποτε σχετικά με τους Γάλλους ο Νίκος Σβορώνος, ο οποίος ασφαλώς και δεν έχει καμία σχέση με τη Νέα Δημοκρατία, όσον αφορά τα γαλλικά πανεπιστήμια: «Οι Γάλλοι είναι ρεαλιστές. Όταν διαπίστωναν ότι το πανεπιστήμιό τους έχει μείνει πίσω και ότι εξαιτίας των αδρανειών και των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί, αντί να χάνουν τον καιρό τους με προσπάθειες που ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένες, κατασκεύαζαν δίπλα του νέους θεσμούς από την αρχή.

Έτσι ίδρυσαν τον 18ο αιώνα το College de France, τον 19ο αιώνα την Ecole Science Politique –που υπάρχει και σήμερα, ζει και βασιλεύει- τον 20ο αιώνα τις Grande Ecole ανάμεσά τους και το περίφημο Ena, που τροφοδοτεί την αφρόκρεμα της διοίκησης και της πολιτικής τάξης της Γαλλίας με στελέχη και άλλα. Μέσω αυτών κατάφεραν να μεταρρυθμίσουν και τα πανεπιστήμιά τους».

Και συνεχίζει ο Αλιβιζάτος: «Αυτό είναι που, εξαιτίας του άρθρου 16, δεν μπορεί, δυστυχώς, να γίνει στην Ελλάδα. Διότι σε εμάς με τις λεπτομερείς ρυθμίσεις που το άρθρο αυτό περιέχει θα ήταν αδύνατο το κράτος να ιδρύσει δίπλα στα υφιστάμενα ΑΕΙ ένα πανεπιστήμιο νέου τύπου. Κάθε απόκλιση από το γνωστό πρότυπου του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με τις γνωστές αγκυλώσεις αργά ή γρήγορα θα παραμεριζόταν ως ανεπιθύμητη από μια δημόσια διοίκηση εγκλωβισμένη στη γραφειοκρατία».

Εδώ ο Αλιβιζάτος δεν είναι υπέρ των ιδιωτικών, αλλά παραδέχεται ότι η κατάσταση στα δημόσια πανεπιστήμια δεν είναι κατάσταση υγείας. Τα ιδιωτικά δεν είναι πανάκεια. Αλλά ένα νέου τύπου δημόσιο πανεπιστήμιο με την παράλληλη δυνατότητα ίδρυσης και ιδιωτικών νομίζω ότι θα πήγαινε μπροστά την ανώτατη εκπαίδευση ως εκπαίδευση στη γνώση και άρα στο μέλλον της χώρας μας».

( ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ )

Διαβάστε επίσης