• 20 Απριλίου 2024,

Παρανομία

 Παρανομία

Corrado Alunni για το χαμόγελο των ματιών σου


Η πρώτη εντύπωση που είχα διαβάζοντας την Clandestina, την Παράνομη, ήταν ότι τα γεγονότα και οι χαρακτήρες που αφηγήθηκαν -μεταξύ των οποίων είμαι κι εγώ ο ίδιος- ανήκαν σε μια μακρινή και ρομαντική εποχή. Ωστόσο, είκοσι χρόνια δεν είναι μια αιωνιότητα. Είναι σίγουρα ένας μεγάλος χρόνος που μπορεί να αποδυναμώσει μνήμες και πάθη, αλλά δεν παρουσιάζεται ως μια άβυσσος που είναι δύσκολο να γεφυρωθεί ακόμη και για εκείνους που έχουν σημαδευτεί βαθιά από αυτά τα γεγονότα. Οι αξίες και οι φιλοδοξίες που μας κινούσαν, οι επιδιώξεις, δεν έχουν αλλάξει. Υπάρχουν ακόμη. Τις βρίσκω μέσα μου καθώς και στους συντρόφους με τους οποίους μοιράστηκα αυτές τις εμπειρίες και με τόσους άλλους ανθρώπους με τους οποίους μοιράζομαι το παρόν. Αυτό που πιστεύω ότι έχει αλλάξει ριζικά είναι μάλλον ο ορίζοντας των δυνατοτήτων στις οποίες τοποθετούνταν αυτές οι φιλοδοξίες. Πριν από είκοσι χρόνια, η δυνατότητα μεταμόρφωσης του κόσμου φαινόταν απτή, και όσο περισσότερο την θέλαμε, τόσο περισσότερο φαινόταν επικείμενη.

Σήμερα, ο ίδιος αυτός ορίζοντας φαίνεται ακατανόητος και άπιαστος. Η αποτυχία αυτών των προσδοκιών αφήνει ένα κενό, το οποίο διασχίζεται μόνο από τον απόηχο της ήττας. Και πράγματι η ήττα υπήρξε, τουλάχιστον για αυτούς που μάχονταν ένα πόλεμο. Μια ήττα φτιαγμένη από χιλιάδες χρόνια φυλακής, από νεκρούς συντρόφους που σκοτώθηκαν, από μεταμέλειες, από απόγνωση, από τύψεις. Μια ήττα δίχως όρια, αν σκεφτείς ότι δεν μας παραχωρήθηκε καν ο ρόλος των ηττημένων, αλλά μόνο αυτός των εγκληματιών, των απόκληρων ή των καταζητούμενων. Κάποιος θέλησε μάλιστα να αποδώσει μια σχέση αιτίου-αποτελέσματος μεταξύ της ήττας των ένοπλων ομάδων και εκείνης των κοινωνικών κινημάτων, σαν η μια να είχε προκαλέσει ή να καθορίσει την άλλη. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, από τη μια μεριά υπήρχαν τα κοινωνικά κινήματα διαμαρτυρίας και απελευθέρωσης, από την άλλη οι οργανώσεις που με την ένοπλη πρακτική τους έδιναν στο Κράτος έναν τρόπο να εξαπλώσει ολόκληρο τον κατασταλτικό μηχανισμό του, όχι εναντίον τους αλλά εναντίον αυτών των κινημάτων.

Στην πραγματικότητα -και σήμερα θα έπρεπε να είναι φανερό- εκείνο το Κράτος, όπως όλες οι δυτικές δημοκρατίες, περνούσε μια περίοδο ριζικού μετασχηματισμού και μεταφοράς της έδρας των πραγματικών αποφάσεων από τον δημοκρατικό-κοινοβουλευτικό χώρο στον εκτελεστικό-διοικητικό. Το αν οι ένοπλες ομάδες λειτούργησαν ως παραβάν σε αυτόν τον μετασχηματισμό δεν είναι σχετικό, δεν έχει μεγάλη σημασία, αν μη τι άλλο, από αυτή την άποψη, θα πρέπει να αναλογιστούμε τον ρόλο που είχε η πολιτική των σφαγών, lostragismo δηλαδή, και η (θεωρητική; πολιτική;) αδυναμία-ανικανότητα της θεσμικής (και εξω- θεσμικής) αριστεράς να διαχωρίσει την Κρατική τρομοκρατία από τη βία των ενόπλων ομάδων, χωρίς να παραιτηθεί από τις κριτικές θέσεις και τις πρωτοβουλίες της. Αντιμέτωποι με τόσες πολλές ευθύνες (που συχνά ρίχτηκαν μόνο σε εμάς) και απογοητεύσεις, (αυτές ναι, πραγματικές), θα υπήρχε ο πειρασμός να αφαιρέσουμε το παρελθόν, να κάνουμε καμένη γη της μνήμης. Και μετά, μετά από δεκάδες ποινικές δίκες που δαπανήθηκαν προσπαθώντας να εξηγήσουμε, να δώσουμε μαρτυρία των λόγων της δράσης μας, και μετά τα γεγονότα που ακολούθησαν, ποιος έχει την όρεξη να διαφωνήσει, να αρχίσει τις πολεμικές με όλους εκείνους που δεν γνωρίζουν καν αυτά τα γεγονότα και εκείνους τους λόγους και τις αιτιολογήσεις;

Φυσικά, μας βαραίνει και η κούραση, αλλά ίσως αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η επίγνωση πως είναι άχρηστο να υπερασπιζόμαστε τους εαυτούς μας από ψεύτικες κατηγορίες ή η επίγνωση της ματαιότητας της αναζήτησης κάποιου ρόλου σε μια συζήτηση που δαγκώνει την ουρά της. Αν μη τι άλλο, αυτό που μπορεί πραγματικά να μας ενδιαφέρει είναι η μοίρα των συντρόφων μας που σαπίζουν ακόμη στις φυλακές ή να δούμε τιμημένη τη μνήμη όσων πέθαναν. Είναι η ζοφερή εικόνα των «χρόνων του μολυβιού», έτσι όπως μας την έχει παραδώσει η Κρατική διαφημιστική, και αυτό που λείπει είναι η ανθρωπιά από την οποία ήταν γεμάτοι εκείνοι οι άντρες και εκείνες οι γυναίκες που έκαναν δραματικές επιλογές με τον θάνατο στην καρδιά. Όπως, για παράδειγμα, η παρανομία. Για εκείνους, όπως εγώ, οι οποίοι ήταν μερικά χρόνια μεγαλύτεροι από τη Mària και τους συντρόφους της, αυτή η επιλογή έρχονταν από μακριά.

Ξεκινώντας το ’68, πολλοί παράγοντες καθιστούσαν εύλογη σε έναν αριστερό αγωνιστή την πιθανότητα να πρέπει να περάσει στην παρανομία: από τον συναγερμό για τον κίνδυνο πραξικοπήματος μέχρι το κλίμα που ακολούθησε τη σφαγή στην Piazza Fontana στο Μιλάνο, από τα γεγονότα στη Λατινική Αμερική μέχρι την επιθυμία να νιώσει κοντά όλους τους λαούς που μάχονταν ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Και μετά υπήρχε και η παρτιζάνικη παράδοση (ειδικά αυτή των Gap, των Ομάδων πατριωτικής δράσης της Αντίστασης, μια παράδοση που ταίριαζε καλά στο νέο μητροπολιτικό πλαίσιο) να προτείνει πιθανές επιχειρησιακές λύσεις σε ομάδες που ήδη τότε πίστευαν ότι ήταν απαραίτητο να αντιμετωπίσουν την πάλη με τα όπλα. Στη συνέχεια, μέχρι να φθάσουμε στα χρόνια που διαδραματίζεται η ιστορία της Clandestina, πολλοί από τους ιδεολογικούς λόγους που είχαν καταστήσει εύλογη την επιλογή της παρανομίας είχαν αντικατασταθεί από τις οργανωτικές ανάγκες των οριστικά δομημένων ένοπλων σχηματισμών. Πλέον ήταν απαραίτητο να υπάρχουν στρατευμένοι «πλήρους απασχόλησης» και όσο περισσότεροι υπήρχαν, τόσο περισσότερο ήταν απαραίτητο να προβλεφθεί η αυτοχρηματοδότηση (οι ληστείες τραπεζών) και δομές υλικοτεχνικής υποστήριξης (σπίτια, αυτοκίνητα, πλαστά έγγραφα κ.λπ. … ). Παραδόξως, μεγάλο μέρος του χρόνου των παράνομων κατέληγε να καταλαμβάνεται από την ανάγκη να διατηρούν την παρανομία τους. Μερικές φορές η παρανομία οφειλόταν στην ανάγκη να μην συλληφθούν, δηλαδή ήταν μια εναλλακτική της φυλακής ή της εξορίας. άλλες φορές, όμως, ήταν μια στρατευμένη επιλογή. Σε κάθε περίπτωση, περιλάμβανε έναν διαχωρισμό από την υπαρξιακή και πολιτική σφαίρα στην οποία είχε ωριμάσει αυτή η επιλογή ή αναγκαιότητα. Υπήρξαν πολλές συνέπειες αυτού του αναπόφευκτου χωρισμού, τόσο στο έδαφος των πολιτικών υποθέσεων όσο και σε αυτό της ανθρωπιάς των υποκειμένων που την επέλεξαν ή την υπέφεραν-την υπέστησαν.

Καταρχάς πρέπει να τονιστεί ότι η παρανομία, όταν δεν υποστηρίζονταν από ένα ατομικό βάθος και από τη δυνατότητα να ζεις, έστω και έμμεσα, την κοινότητα πάλης με τα κινήματα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια μιλιταριστική στάση, ένα είδος παιχνιδιού στον πόλεμο που -όταν τελείωσε το παιχνίδι- ήταν γεμάτο συνέπειες στο έδαφος της «μετάνοιας, της μεταμέλειας». Από την άλλη πλευρά, πέρα ​​από τα ιδεολογικά κίνητρα και λόγους, το πραγματικό νόημα της παράνομης αγωνιστικότητας-στράτευσης βρισκόταν στην επιθυμία να αλλάξει η πραγματικότητα στους χώρους εργασίας και στη ζωή, ακριβώς εκείνη τη σφαίρα από την οποία χωριζόμασταν. Μια τέτοια προσπάθεια αφαίρεσης δεν θα μπορούσε να μην αφήσει ίχνη και να προκαλέσει ρήξεις. Και τότε, πώς ήταν δυνατό να περάσει κανείς από μια ουσιαστικά δημοκρατική σφαίρα -όπως ήταν οι περιπτώσεις του κινήματος- στη γραφειοκρατική μιας στρατιωτικής οργάνωσης με τους κανόνες και τις ιεραρχίες της; Μία από τις κύριες ανησυχίες των παρανόμων ήταν να μην γίνονται αντικείμενο εργαλειοποίησης, καπηλείας από αποφάσεις που λαμβάνονταν από άλλους, αν και παράλληλα υπήρχε, φυσικά, και η συνειδητοποίηση της ανάγκης συνδυασμού της δημοκρατίας με τις οργανωτικές ανάγκες.

Από αυτή την άποψη, νομίζω ότι είναι χρήσιμο να θυμηθούμε ότι, κατά τις δίκες της οργανωμένης αυτονομίας (συγκεκριμένα σε αυτήν της 7ης Απριλίου), η καταγγελτική υπόθεση βασίστηκε ακριβώς στην ύπαρξη ενός σχεδίου που προέβλεπε ένα «κόμμα της εξέγερσης». δίπλα στο οποίο θα υπήρχε μια «ένοπλη πτέρυγα» η οποία, οργανωτικά διαχωρισμένη από τις δημόσιες εκφράσεις, έθετε σε εφαρμογή μια ένοπλη πρακτική εμπνευσμένη από τους «ιδεολογικούς». Πιθανώς μια από τις αιτίες -σε ψυχολογικό επίπεδο- του πολλαπλασιασμού των «μικρών ένοπλων συμμοριών» στα τέλη της δεκαετίας του Εβδομήντα είναι ακριβώς η προσπάθεια (ή η δυνατότητα) να επιλυθεί αυτή η αντίφαση μέσα στη μικρή ομάδα, όπου όλοι είναι ομοιογενείς και συνυπεύθυνοι, και όπου η άμεση δημοκρατία συνδυάζεται εύκολα με τις οργανωτικές ανάγκες. Η φιγούρα του διανοούμενου διαχωρισμένου από αυτή του μαχητή ήταν πλέον εντελώς απαράδεκτη, ανήκε σε μια άλλη εποχή, σε μια άλλη επανάσταση, σε μια άλλη κουλτούρα. Ένα από τα στοιχήματα -συχνά χαμένα- όσων προσέγγιζαν τον ένοπλο αγώνα ήταν, αν μη τι άλλο, η αξίωση να ανασυνθέσουν αυτόν τον διαχωρισμό, μέσα στη βεβαιότητα ότι τα υποκείμενα είχαν καταστεί τόσο πλούσια ώστε να επανενώσουν μέσα στην επαναστατική τους αγωνιστικότητα τον διαχωρισμό μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας τυπικό της κοινωνίας που ήθελαν να αλλάξουν. Παραδόξως (;) η σημερινή κοινωνία φαίνεται να έχει δεχτεί αυτό, όπως και άλλες κριτικές των κινημάτων των χρόνων ’70, γεννώντας παραγωγικές φιγούρες που συγκεντρώνουν και τις δύο πτυχές. Το να μπορείς / προσπαθείς να ανασυνθέσεις αυτόν τον διαχωρισμό έδιδε ήδη μια αίσθηση στα πράγματα, ένα νόημα, ένα νόημα που πάσχιζαν να δώσουν οι προσπάθειες ερμηνείας των μετασχηματισμών της κοινωνικής πραγματικότητας. Όλα αυτά, όμως, δεν βοήθησαν να αναχαιτιστεί η μετάνοια, η μεταμέλεια.

Αναλογιζόμενος τις διαστάσεις αυτού του φαινομένου -εξάλλου συνεχίστηκε στο πέρασμα των χρόνων με πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες, σε σημείο να γίνει η χώρα μας μια δημοκρατία βασισμένη στην μεταμέλεια- αναρωτιέται κανείς αν το Κράτος έχει αναπτύξει ιδιαίτερα αποτελεσματικές τεχνικές πειθούς ή αν αντ’ αυτού ήταν θέμα υποκειμένων ψυχολογικά αδύναμων ή κατάπτυστων ή με ελάχιστα κίνητρα, ανεπαρκώς παρακινημένα. Αυτό είναι σίγουρα αλήθεια, όχι μόνο σε σχέση με τις περιπτώσεις βασανιστηρίων που αναφέρθηκαν στα «χρόνια του μολυβιού» οι οποίες σχεδόν πάντα αρχειοθετήθηκαν, αλλά και σε σχέση με τη χρήση ενός επιστημονικού συστήματος πίεσης σε άτομα που έβλεπαν / βλέπουν τον θάνατο ως τη μοναδική εναλλακτική (ίσως από το χέρι ενός πρώην «συνεργού» που προδόθηκε ή αυτοκτονίας) ή τη ζωή (αυτή του μετανοημένου που λυτρώνει τον εαυτό του καταγγέλλοντας τους πρώην συντρόφους του). Στην Clandestina περιγράφεται επίσης η γένεση ενός μετανοούντος, ή μάλλον μιας συγκεκριμένης περίπτωσης μεταμέλειας. (Αντί για «μετανοημένο» θα πρέπει να μιλάμε για έναν που διείσδυσε με σκοπό τη ρουφιανιά, ακόμα κι αν τα δικαστικά έγγραφα δεν θέλησαν ποτέ να το λογοδοτήσουν). Γενικά, η απόφαση συνεργασίας λήφθηκε από τους ενδιαφερόμενους μετά τη σύλληψη και αφού το σύνολο των ψυχοφυσικών πιέσεων που ασκήθηκαν από τους ανακριτές είχαν ξεδιπλώσει τις επιπτώσεις τους. Εν προκειμένω, όμως, δεν υπήρξε καν η σύλληψη, και η ανακρίβεια στη στράτευση του καθενός, κυρίως γιατί η θεωρία, τα «βήματα», οι μορφές οργάνωσης, οι στόχοι που έπρεπε να επιτευχθούν ήταν όλα να επινοηθούν. Και κάθε προσπάθεια δανεισμού τους από τους κλασικούς ή από προηγούμενες επαναστάσεις δεν μπορούσε παρά να μεταφραστεί σε μια καταστροφή.

Όλα αυτά μετέδιδαν ένα αίσθημα ανασφάλειας και επισφάλειας, τόσο που η αναφορά σε ένα μοντέλο που στην ιστορία είχε ήδη τη θεωρητική του διάταξη και την πρακτική του επιτυχία έγινε για πολλούς ακαταμάχητος πειρασμός. Το πρόβλημα που προέκυψε τη στιγμή της ήττας ήταν για όλους να αναρωτηθούν σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο κατανοήθηκε η στράτευση, με ποια προοπτική, με ποια πιθανά αποτελέσματα. Ας διευκρινίσουμε όμως. Ήττα με την έννοια ότι κάποιος αιχμαλωτίζεται και ότι, ως παράνομος ή ως αιχμάλωτος, χάνει την αίσθηση και την εμπιστοσύνη στη συλλογική δράση. Αν, για παράδειγμα, ένας αγωνιστής -και ήταν πολλοί αυτοί- φανταζόταν ότι στο τέλος θα γινόταν ένα είδος «κατάληψης του Χειμερινού Παλατιού» από το εργατικό κίνημα με επικεφαλής το ένοπλο κόμμα, και στη συνέχεια, αντίθετα, βρέθηκε αντιμέτωπος με την πορεία των «λευκών κολάρων του Τορίνο» και το τέλος της εργατικής κατάληψης της Fiat, τα σημεία αναφοράς του προορίζονταν να περάσουν σε κρίση, και πολύ περισσότερο θα τα είχε χάσει εάν η οργάνωση της οποίας ήταν μέρος είχε αρχίσει να θεωρητικοποιεί και να ασκεί διαφορετικούς στόχους από τους προηγούμενους. Το ερώτημα θα μπορούσε να συνοψιστεί με μια παλιά μαρξιακή παροιμία: «Ο κομμουνισμός είναι η κόλαση του παρόντος και όχι ο παράδεισος του αύριο», που σημαίνει ότι μια κομμουνιστική στράτευση θα πρέπει να αναμετρηθεί με τους μετασχηματισμούς που καταφέρνει να παράγει στην καθημερινή πραγματικότητα και όχι σε σχέση με έναν στόχο (ίσως την κατάληψη της εξουσίας) που θα επιτευχθεί σε ένα ασαφές μέλλον.

Θυμάμαι τη Mària, την πρωταγωνίστρια της Clandestina, που πριν από είκοσι χρόνια με ρώτησε: «Μα πώς και πότε θα τελειώσει όλο αυτό (το αδιέξοδο στο οποίο είχαμε πέσει);». Ίσως όλοι μαζί (ίσως την κρίσιμη στιγμή της διάσκεψης της Μπολόνια κατά της καταστολής, το Σεπτέμβριο του 1977) θα μπορούσαμε να είχαμε χαράξει ένα μονοπάτι που θα μας επέτρεπε να βγούμε από αυτό όρθιοι, αλλά ήμασταν υπερβολικά γεμάτοι βεβαιότητες για να καταλάβουμε αυτό που συνέβαινε (και που από την άλλη, πραγματικά δεν υπήρχε κανείς που να το καταλαβαίνει) και έτσι ο καθένας τραβούσε μια κουβέρτα προς το μέρος του η οποία γίνονταν ολοένα και πιο στενή. Έτσι δεν μπόρεσα (κανείς δεν μπόρεσε) να δώσω μια επαρκή απάντηση σε εκείνη την ερώτηση της Mària. Αλλά ακριβώς η επίγνωση της αδυναμίας μας να ορίσουμε μια αληθοφανή διαδρομή, σε συνδυασμό με την ακατανίκητη επιθυμία να συνεχίσουμε – μαζί, από τη μικρή ομάδα στους πιο μακρινούς λαούς που αγωνίζονται – την αναζήτηση μιας πιθανής μεταμόρφωσης, δίνει μια περιγραφή του πώς μπορούμε να κοιτάξουμε την ήττα κατά πρόσωπο δίχως να χάσουμε ιδανικά ή ανθρωπιά. Οι «μετανοημένοι» υπέστησαν και εκτίουν αυτό το τεράστιο χάσμα σε σχέση με άλλους πρώην αγωνιστές: η επιλογή της ζωής και τα ιδανικά τους ήταν αναστρέψιμα. Το αμετάκλητο δεν πρέπει να συγχέεται με το «αμετακίνητο» που αναφέρεται στους συντρόφους ακόμη κρατούμενους στις φυλακές της χώρας. Αυτοί οι τελευταίοι εξακολουθούν να θεωρούν ότι η στράτευση τους είναι δίκαιη ή/και θεωρούν απαράδεκτη την επίτευξη οποιασδήποτε διαμεσολάβησης, ακόμη και στο δικαστικό-ποινικό πεδίο, όπως για παράδειγμα τη χρήση των πλεονεκτημάτων που προβλέπει ο νόμος Gozzini (ακόμη και αν αυτός ο ίδιος νόμος – αν και με όλη την κριτική που έχει ήδη ασκηθεί ευρέως στα χαρακτηριστικά ανταμοιβής του – είναι το αποτέλεσμα ενός αγώνα που κράτησε χρόνια από όλους τους κρατούμενους και, πρώτα απ’ όλα, από τους «πολιτικούς»).

Αυτή η επιλογή πρέπει οπωσδήποτε να γίνει σεβαστή, αλλά δεν είναι θέμα αγκυροβόλησης κάποιου στην κοσμοθεωρία που είχαμε πριν από είκοσι χρόνια, ούτε στη μέθοδο ή τις ιδεολογικές αναφορές. Αντίθετα, είναι απαραίτητο να αναγνωρίσουμε στον καθένα την ελευθερία (το καθήκον) να χρησιμοποιεί τη νοημοσύνη του με τον καλύτερο τρόπο για να επιδιώξει στο παρόν αυτές τις ίδιες (ή εκείνες ακόμα πιο ακριβείς) προσδοκίες του κομμουνισμού. Αρκούσε να συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός (η αναστρεψιμότητα): ο φόβος της φυλακής, η προοπτική μιας ζωής που χαρακτηρίζεται από μια επιλογή που αποδείχτηκε υπερβολικά βλαβερή, ο φόβος για την προσωπική ασφάλεια, η επίγνωση (αληθινή ή ψευδής) της αδυναμίας των προσδοκιών, ίσως λίγος φθόνος ή δυσαρέσκεια για τους συντρόφους που είναι ακόμα ελεύθεροι, και μετά μερικά χαστούκια (ή χειρότερα!), η απομόνωση, ο ιντριγκαδόρος και πατρικός δικαστής, η μαμά… Αρκούσε να ξεκινήσεις με μια μικρή παραδοχή, ένα γεγονός, ένα όνομα, ένα παρατσούκλι και το εκβιαστικό παιχνίδι είχε ξεκινήσει: «Αν δεν μετανοήσεις θα σε ρίξουμε στον Asinara και εκεί θα φροντίσουν οι σύντροφοι σου να σε τακτοποιήσουν!». Πέρα από αυτό το κατώφλι, ξεχνούσες ποιοι ήταν οι σύντροφοί σου και έρχονταν στο μυαλό μια στρατιά από αιμοδιψή θηρία. Όσο για αυτή την τελευταία πτυχή, είναι αναμφισβήτητο ότι, σε κάποιο σημείο, υπήρξε μια βαρβαροποίηση των σχέσεων στη φυλακή -να υπερισχύει δεν θα μπορούσε να είναι παρά μόνο η περιφρόνηση, η εκδίκηση ή ο σεχταρισμός- αλλά ίσως ακόμη πιο σημαντική ήταν η προσπάθεια των ανακριτών να εκμεταλλευτούν αυτή την ψυχική κατάσταση με ελιγμούς στη σύνθεση των κρατουμένων στη φυλακή προκειμένου να δημιουργηθεί η μέγιστη σύγχυση και ένταση.

Και ο δικός μας «μετανοημένος» χαφιές της Παράνομης; Ήταν όλα αυτά, φυσικά, αλλά ίσως υπήρχε και μια ακαταμάχητη επιθυμία μέσα του να συνεχίσει να παίζει πόλεμο (έστω και με το πρόσχημα του «μυστικού πράκτορα στην υπηρεσία της μεγαλειότητάς του» και επομένως με καλές πιθανότητες να κερδίσει .. . αυτή τη φορά). Έχω μιλήσει συχνά για ήττα, αλλά πιστεύω ότι εν κατακλείδι πρέπει να ξεκαθαρίσουμε αυτό το σημείο. Ποιος θα είχε κερδίσει λοιπόν; Σίγουρα το πανόραμα φαίνεται αποκαρδιωτικό: οι διάφοροι γραμματείς και αρχηγοί των κομμάτων της λεγόμενης «πρώτης δημοκρατίας» εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο. οι διαβόητοι χριστιανοδημοκράτες και οι μισητοί ρεφορμιστές του κομμουνιστικού Κόμματος δεν υπάρχουν πλέον (τουλάχιστον με τα χαρακτηριστικά του τότε. Στην πραγματικότητα, αυτό που ηττήθηκε ήταν το σύμφωνο που διέπει την κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου μας από τη μεταπολεμική περίοδο και μετά, και μαζί με αυτό όλοι οι παράγοντες και οι σχέσεις που συνδέθηκαν με αυτό: από τους ανθρώπους στην κυβέρνηση για σαράντα χρόνια έως τα κόμματά τους μέχρι τις πελατειακές σχέσεις τους· από τη θεσμική αντιπολίτευση στον οργανωτικό και ιδεολογικό της μηχανισμό· από την εξωθεσμική αντιπολίτευση με τα μικρά της κόμματα μέχρι τις ένοπλες ομάδες και τα επαναστατικά τους σχέδια. Η υπόθεση μιας πολιτικής επανάστασης έχει καταστεί μη ρεαλιστική, καθώς και αυτή ενός ρεφορμισμού ικανού να ρυθμίσει και να δώσει ένα ανθρώπινο πρόσωπο στον καπιταλισμό μέσω της σοσιαλδημοκρατίας ή του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ο ορίζοντας της δυνατότητας της επανάστασης, πράγματι, βρισκόταν στην αντίληψη (λογική ή ενστικτώδη) της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ των ανταγωνιστικών κινημάτων και του Κράτους, της τροποποίησής της σε σχέση με τους αγώνες, τις διεκδικήσεις ή τις υποκειμενικές πρωτοβουλίες.

Η ρεφορμιστική υπόθεση, από την πλευρά της, είχε ένα νόημα στην ικανότητα του οργανωτικού, ιδεολογικού και συνδικαλιστικού μηχανισμού της να ηγεμονίζει και να μεσολαβεί τις ανταγωνιστικές πιέσεις με αντάλλαγμα ένα «Κράτος πρόνοιας», «welfareState» και μισθολογικές αυξήσεις συμβατές με τις ανάγκες της συσσώρευσης κεφαλαίου. δηλαδή, είχε νόημα στη διαπραγμάτευση της αναδιανομής του πλούτου -τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά- σε έναν ορίζοντα πλήρους απασχόλησης. Με άλλα λόγια, ένας ιστορικά καθορισμένος τρόπος καπιταλιστικής συσσώρευσης έχει εισέλθει οριστικά σε κρίση, αυτός που, μετά από μια μεγαλύτερη επέκταση της παραγωγικής σφαίρας, ακολουθήθηκε από μια διευρυμένη αναπαραγωγή της μισθωτής εργασιακής σχέσης. Μια κρίση που οδήγησε σε μια νέα κατανομή της τόσο στο χώρο (παγκοσμιοποίηση) όσο και στο χρόνο που δεν είναι πλέον αυτή της εργασίας του εργάτη μάζα αλλά εκείνου ολόκληρης της κοινωνικής ζωής. Σήμερα βρισκόμαστε ήδη σε έναν άλλο κόσμο, και ο ορίζοντας είναι απροσδιόριστος.

Το να ζεις σε αυτή την κοινωνία είναι σαν να περιηγείσαι στον κυβερνοχώρο χωρίς να ξέρεις πού πηγαίνεις, βομβαρδισμένος από ένα σύμπαν εικόνων, ήχων, ειδήσεων που αναφέρονται η μία στην άλλη σε μια αναδρομή που αναζητά νόημα. Η μόνη βεβαιότητα φαίνεται να είναι εκείνη εκ των υστέρων, δηλαδή αυτή που είναι αποτέλεσμα των άπειρων πιέσεων που συγκρούονται και σπρώχνουν ακατάπαυστα την κοινωνική ζωή: η πολιτική νοημοσύνη δεν γνωρίζει και δεν επιδιώκει πλέον να καθορίζει την κοινωνική υπόθεση και δεν είναι πλέον σε θέση να επιβεβαιωθεί ως μια αντικειμενική διαδικασία που απαιτεί από τα υποκείμενα συμπεριφορές σύμφωνες με τη φύση της. Ωστόσο, ακριβώς μέσα σε αυτή τη νέα πραγματικότητα γεννιούνται ήδη δυναμικές, κοινωνικές σχέσεις, συμπεριφορές που επαναπροτείνουν -με εντελώς διαφορετικό τρόπο- την αρχαία αντίφαση. Η Clandestina μαρτυρεί τον παραλογισμό αυτών των δραματικών επιλογών σε αυτόν τον νέο ορίζοντα νοήματος, αλλά επαναφέρει επίσης μια διάσταση ανθρωπιάς πλούσιας σε γεγονότα που, στους περισσότερους ανθρώπους, είναι γνωστά μόνο ως «χρόνια του μολυβιού».

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος machina derive approdi αέναη κίνηση

Διαβάστε επίσης