• 19 Απριλίου 2024,

Πιστοποιητικόν Κοινωνικών Φρονημάτων

 Πιστοποιητικόν Κοινωνικών Φρονημάτων

Γράφει ο Θόδωρος Θεοδωρίδης

 

Ο πατέρας μου δεν υπήρξε ποτέ αριστερός. Δεν θα έλεγα βέβαια ότι ήταν και δεξιός αλλά τέλος πάντων δεν είχε μπερδευτεί ποτέ με τα πολιτικά. Δούλευε στο καπνομάγαζο χρόνια ολόκληρα, έβγαζε ένα μεροκάματο και με κείνα τα τίμια χρήματα συντηρούσε την οικογένειά του. Τη μάνα μας, την αδερφή μου κι εμένα. Δεν μας έλειψε τίποτα. Δεν είμασταν πλούσιοι αλλά περνούσαμε καλά κι είχαμε ανέμελα παιδικά χρόνια.

Ωστόσο συχνά πυκνά τον καλούσαν στην Ασφάλεια γιατί όλοι οι φίλοι του ήταν Aριστεροί. Κι όταν λέμε Aριστεροί εκείνη την εποχή, εννοούμε κομμουνιστές. Μ’ αυτούς έπινε κάνα κρασάκι τα βράδια στην υπόγα του μπάρμπα Λιά, πήγαινε κάθε Κυριακή πρωί για ψάρεμα στον Κακό Βράχο και με τους ίδιους καθόταν στα παγκάκια της πλατείας και συζητούσαν τα τρέχοντα πολιτικά και διεθνή θέματα. Συνήθως κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των χαφιέδων της Ασφάλειας ή πολλές φορές και των ίδιων των ασφαλιτών.

Και καλά οι φίλοι του δεν φοβόταν. Είχαν περάσει Μακρόνησο και Αη Στράτη και ξύλο πολύ και στρατοδικεία και εικονικές εκτελέσεις και δεν είχαν ανάγκη. Αλλά κι ο πατέρας μου δεν έλεγε να ξεμακρύνει απ’ την «καυτή» παρέα παρά την γκρίνια της μάνας μου και τις συχνές κλήσεις στην Ασφάλεια και τον εκφοβισμό και την τρομοκρατία που υφίστατο.

«Αυτοί είναι οι φίλοι μου, αυτή είναι η παρέα μου και δεν τους αποχωρίζομαι ούτε τους αποκηρύσσω» επαναλάμβανε μονότονα κάθε τόσο.

Τον θαύμαζα γι’ αυτή την τρελή επιμονή του και την αποκοτιά του. Στα μάτια μου φάνταζε τεράστιος και ανίκητος ήρωας. Τα χρόνια πέρασαν κι ήρθε η ώρα να δώσω εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Πέρασα από τους πρώτους στη Νομική Σχολή. Ο πατέρας μου αν και σοβαρά άρρωστος εκείνη την εποχή με συνόδευσε για την εγγραφή στην Αθήνα. Μας έλειπε ένα χαρτί. «Πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων»!

«Μα πατέρα εσύ δεν είσαι Aριστερός», του είπα με απορία. «Είναι όμως οι παρέες μου αγόρι μου». Επιστρέψαμε στο σπίτι άπρακτοι, δέκα ώρες ταξίδι νύχτα με το τρένο κι ο πατέρας πτώμα από την κούραση και την αρρώστια, έτρεξε στην Αστυνομία. Γύρισε το μεσημέρι στο σπίτι με το πολυπόθητο χαρτί στο χέρι. «Πάρ’ το παιδί μου. Υπέγραψα δήλωση. Θα πάρεις το επόμενο τρένο και θα φύγεις για την Αθήνα να το παραδώσεις στη Γραμματεία της Σχολής και να γραφτείς κανονικά αλλά και να μπεις και στην Φοιτητική Εστία γιατί δεν έχουμε τη δυνατότητα να πληρώνουμε νοίκι κι ούτε θέλω να υποχρεωθώ στον θείο σου και αδερφό μου που προθυμοποιήθηκε να σε φιλοξενήσει».

Μ’ έπιασαν τα κλάματα. Μ’ αγκάλιασε με εκείνον τον τόσο στοργικό, τρυφερό αλλά και γεμάτο υπερηφάνεια τρόπο, που μόνον αυτός ήξερε να το κάνει, με φίλησε στο μέτωπο κι έπεσε κουρέλι στο κρεβάτι. Πήρα το χαρτί, το δίπλωσα στα τέσσερα, το ‘βαλα στην τσέπη μου και κάθισα στο τραπέζι όπου η μάνα μου είχε σερβίρει ήδη το φαΐ. Κόκορας κρασάτος με πιλάφι. Έφαγα μέχρι σκασμού γιατί πεινούσα πολύ. Ξάπλωσα στον καναπέ καμιά ωρίτσα κι ύστερα κατά τις έξι έφυγα για τον σταθμό. Θα ταξιδεύαμε  ήδη κάνα δίωρο όπως υπολόγιζα. Η αμαξοστοιχία πήγαινε σχετικά γρήγορα, με πολύ θόρυβο και αρκούντως …«κουνιστά». Πάνω κάτω, δεξιά αριστερά, το στομάχι άρχισε να διαμαρτύρεται. Ο κόκορας κρασάτος σαν να ζωντάνεψε στην κοιλιά μου και μέσα από τις σάλτσες και τα πιλάφια άρχισε να ξεφωνίζει «κικιρίκου, κικιρίκου, κικιρίκου». Οι πόνοι στην κοιλιά ήταν οξείς και περιοδικοί με πυκνή συχνότητα ώρα με την ώρα. Το πρόβλημα δεν άργησε να γίνει επείγον.

Έπρεπε να σηκωθώ άμεσα προς αναζήτηση τουαλέτας. Μάλλον πιο άμεσα από άμεσα.

Βγήκα τρέχοντας από το βαγόνι κι έφτασα στην τουαλέτα σχεδόν με τα σώβρακα και τα παντελόνια κατεβασμένα.

«Άλλος», άκουσα μια φωνή καθώς έσπρωχνα με απόγνωση την κλειδωμένη πόρτα.

Έφυγα βολίδα. Διέσχισα σαν υπερηχητικό το δεύτερο βαγόνι και αντίκρυσα με τρόμο την πινακίδα στην επόμενη τουαλέτα να λέει: «Δεν λειτουργεί».

«Θεούλη μου» φώναξα, «θα τα κάνω επάνω μου».

Έφτασα στο τέλος της αμαξοστοιχίας, αλλόφρων, και βγήκα στο μικρό χώρο του τελευταίου βαγονιού. Κάθισα στην άκρη, κατέβασα τα παντελόνια και με τον κώλο μου στο κενό ελευθερώθηκα. Σπάνια θυμάμαι ευτυχέστερες στιγμές στην 18χρονη ζωή μου. Ευτυχέστερες και πλέον ανακουφιστικές. Και μόλις τότε συνειδητοποίησα με τρόμο ότι δεν είχα τρόπο να σκουπιστώ. Το τρένο έτρεχε, ο κώλος κρύωνε αλλά δυστυχώς δεν ήταν σε κατάσταση να δεχτεί και πάλι το σώβρακο και το παντελόνι. Ψάχτηκα σε όλες μου τις τσέπες μπας και βρω κανένα ξεχασμένο χαρτομάντηλο ή τέλος πάντων κανένα μυξομάντηλο. Τίποτα. Στην κωλοτσέπη ωστόσο κάτι ψηλάφησε το χέρι μου. Το έβγαλα. Ήταν ένα χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα. «Πιστοποιητικόν Κοινωνικών Φρονημάτων».

Σας ομολογώ και θέλω να με πιστέψετε. Δεν δίστασα ούτε δευτερόλεπτο. Το θεώρησα σαν μια ελάχιστη τιμή στον άρρωστο πατέρα μου. Και μια πρώτη πράξη αντίστασης στην κάθε εξουσία. Εκείνο το χαρτί αποδείχτηκε καλύτερο κι από το πιο μαλακό και απαλό χαρτί υγείας.

Διαβάστε επίσης