Γράφει ο Θόδωρος Θεοδωρίδης.
Μετράω μέρες μέσα. Μία, δύο, τρεις, δεκατρείς. Έχασα το λογαριασμό.
Η τηλεόραση ξερνάει όλη μέρα κορονοϊό. Ο τρόμος κυριαρχεί. Πιο πολύ κινδυνεύουμε μέσα, μου φαίνεται, παρά έξω. Θέλω να βγω στον καθαρό αέρα, να πάρω βαθιές ανάσες και να τρέξω μακριά.
Ένα διαμέρισμα στον 5ο όροφο πολυκατοικίας στο κέντρο της Θεσσαλονίκης καίγεται. Η φωτιά μαίνεται, Οι πυροσβεστικές φτάνουν γρήγορα και οι πυροσβέστες επιχειρούν. Γίνεται λόγος για ζευγάρι ηλικιωμένων που διαμένουν στο διαμέρισμα. Αγνοείται η τύχη τους. Η αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο των πυροσβεστών. Κάποιοι απ’ αυτούς και καθώς ετοιμάζεται το γερανοφόρο όχημα να σηκώσει τη σκάλα εξωτερικά της πολυκατοικίας, εισβάλουν στο κτήριο. Προσπαθούν να προσεγγίσουν εσωτερικά το διαμέρισμα του 5ου ορόφου.
Η δημοσιογράφος στριγκλίζει. Περιγράφει το γεγονός με φανερή προσπάθεια να δραματοποιήσει τα γεγονότα. «Δώσε πόνο», κοπέλα μου. «Δώσε τρόμο».
Ο επικεφαλής δημοσιογράφος στο στούντιο, της δίνει εντολή να πλησιάσει και να ζητήσει πληροφορίες από τους άνδρες που επιχειρούν. Εκείνοι αγωνιούν, τρέχουν, ξετυλίγουν τις μάνικες, ψάχνουν για πυροσβεστικό κρουνό, βγάζουν εργαλεία από τα οχήματα.
Η δημοσιογράφος χώνει το μικρόφωνο στη μούρη ενός πυροσβέστη: «Είμαστε από την εκπομπή του κ. Παπαδάκη».
«Δεν μας χέζεις κυρά μου, τέτοιες ώρες», θέλει να της πει ο πυροσβέστης αλλά αρκείται σε ένα «Αφήστε με, δεν ξέρω».
Επιμένουν από το στούντιο: «ρώτησε τον επικεφαλής, ρώτησε τον επικεφαλής».
Μια ηδονή διαπερνά το κορμί της και ορμά με προτεταμένο το μικρόφωνο σαν ξιφολόγχη προς τον επικεφαλής: «Είμαστε από τον κ. Παπαδάκη».
Δεν μας χέζεις ρε Παπαδάκη. Κι εσύ και η δημοσιογραφία σου.