T.I.N.A. 2.0.

 T.I.N.A. 2.0.

Θέλετε να βγείτε από τη νεοφιλελεύθερη κυριαρχία, θέλετε να χαλαρώσετε τη λαβή του καπιταλιστικού χαλύβδινου κλουβιού, θέλετε να αντιστρέψετε την προέκταση της κοινωνικής κλίμακας που συνεχίζεται εδώ και δεκαετίες, την οποία μεταξύ άλλων απαγορεύεται να χρησιμοποιήσετε για να δοκιμάσετε να την ανεβείτε.

Έχετε ιδέες για έναν καλύτερο, πιο δίκαιο κόσμο, όποια κι αν είναι η ιδέα σας για το «σωστό». Όλο αυτό είναι πολιτικό, γράφει ο Pier Luigi Fagan. Αλλά η κοινωνία μας δεν είναι τακτοποιημένη, δεν διατάσσεται από το πολιτικό, την διατάσσει το οικονομικό.

Η οικονομική ρύθμιση του κοινωνικού παιχνιδιού είναι αυτή που υπαγορεύει την κλίμακα των αξιών, των ανταμοιβών, των τιμωριών, της νοοτροπίας και της κοινής κουλτούρας. Και το οικονομικό διατάσσεται με τη σειρά του όχι από την αγορά όπως νομίζουν ορισμένοι, αλλά από τον ολιγαρχικό έλεγχο, από τα συμφέροντα Λίγων.

Με εύρυθμους όρους, τακτικούς, το χρηματοπιστωτικό είναι υποσύστημα του οικονομικού, αλλά είναι σωστό να επισημάνουμε ότι στις δυτικές κοινωνίες, τουλάχιστον εδώ και σαράντα χρόνια, αυτό έχει επιτελέσει με τη σειρά του μια διατακτική λειτουργία τόσο του οικονομικού, όσο και της κοινωνίας και επομένως του πολιτικού.

Είναι η περιβαλλοντική φύση του χρηματοπιστωτικού τομέα που έχει περιορίσει περαιτέρω τη σύνθεση των Λίγων σε εκείνο το σημείο που επίσης υπερενισχύθηκαν από ιστορικά ασυνήθιστα επίπεδα κεφαλαίου, που χωρίζεται όλο και λιγότερο.

Λίγοι κυβερνούν Πολλούς και το κάνουν οικονομικά πριν από πολιτικά. Δεν θα μπορούσαν να το κάνουν πολιτικά χωρίς να χρησιμοποιήσουν τον άλλο εξουσιοδοτητή, αφού το πολιτικό είναι από τη φύση του αμφισβητούμενο. Από την άλλη, καλύτερα να μας πούμε ότι δεν θα κατάφερναν να το κάνουν οικονομικά παρά μόνο κατέχοντας Κράτη ήτοι νόμους, φορολογία, στρατιωτικό-αστυνομικό.

Κάνουν τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι θέλουν πραγματικά λιγότερο Κράτος και περισσότερη αγορά, αλλά συνωμοτούν από το πρωί έως το βράδυ ενάντια στην ουδέτερη αγορά και καταχρώνται το Κράτος από το πρωί μέχρι το βράδυ για να αποφύγουν την αγορά, να ξεγλιστρήσουν από αυτήν και να κάνουν εκείνο που καμία αγορά δεν μπορεί να κάνει δομικά (η «αγορά» είναι μια πολύ παραπλανητική οντότητα και ιστορικά επισφαλής): να κατευθύνει-διευθύνει κοινωνία και μορφές συναφούς ζωής, ανθρώπων που συσχετίζονται, μορφές ζωής συνδεδεμένης.

Αυτό που ονομάζουμε καπιταλισμό, κατηγοριοποιώντας τον σε οικονομικές μορφές ποιος ξέρει γιατί, γεννήθηκε από ένα πραξικόπημα στην Αγγλία το 1688-89. Για να το συσκευάσουν ως πολιτισμικό επίτευγμα, το ονόμασαν Ένδοξη επανάσταση, εισάγοντας για πρώτη φορά την έννοια της «επανάστασης» από την περίφημη και εκκολαπτόμενη αστροφυσική, στην οποία, εξάλλου, είχε διαφορετική σημασία.

Στη συνέχεια προχώρησαν αποκαλώντας επανάσταση κάθε άλμα στο σύστημα, μέχρι την τρέχουσα επανάσταση 4.0. Ο Μαρξ ήδη σημείωνε ότι εκείνη ήταν η αληθινή επαναστατική τάξη. Να μεταφέρεις σε θεωρία της αλλαγής τον αστικό τρόπο σε εκείνον τον προλεταριακό, τελικά, δεν ήταν τόσο καλή ιδέα, αλλά τουλάχιστον είχε καταφέρει να προσπαθήσει να «μεταμορφώσει τον κόσμο» αφού τον είχε ερμηνεύσει.

Η προέλευση του σύγχρονου καπιταλισμού είναι πολιτική, όχι οικονομική, και προήλθε από τη κατάκτηση του Κράτους.

Πρέπει να πάρετε τουλάχιστον ολόκληρο το νομοθετικό πλαίσιο του βρετανικού κοινοβουλίου του δέκατου όγδοου αιώνα για να συνειδητοποιήσετε ότι χωρίς τη νομοθετική και δημοσιονομική ισχύ, αλλά και στρατιωτική λόγω της πρώιμης αποικιακής εξωστρέφειας, αυτό που ονομάζουμε καπιταλισμό δεν θα είχε αναπτυχθεί και επιβληθεί ποτέ ως έχει, όπως συνέβη ιστορικά από τότε. Θυμάμαι ότι η επόμενη Βιομηχανική Επανάσταση βασίστηκε στο βαμβάκι και τον άνθρακα, αλλά το βαμβάκι δεν φυτρώνει στα υψίπεδα.

Κατά κάποιο τρόπο, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αυτό το ντεμπούτο του οικονομικού-πολιτικού φαινομένου που ονομάζεται σύγχρονος καπιταλισμός, έμοιαζε ήδη πολύ με τον γερμανικό και αμερικανικό ορντοφιλελευθερισμό, φροντίζοντας τις συνθήκες δυνατότητας οικονομικής ανάπτυξης και προσαρμόζοντας κοινωνία, πληθυσμούς, πολιτισμούς.

Απλώς για να αναφέρουμε μια, η αρχή ήταν να επιλεχθούν-εξαγοραστούν εδάφη (Σκωτία) και έναν αιώνα αργότερα η Ιρλανδία, δημιουργώντας την πρώτη πραγματικά μεγάλη εσωτερική αγορά. Που έκανε τότε, στη συνέχεια, ένα περαιτέρω άλμα στην απεραντοσύνη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, σήμερα Κίνα ή Ινδία.

Οι Ηνωμένες Επαρχίες-Ολλανδία δεν είχαν αυτά τα πλάτη, τις ποικιλίες, τα κληροδοτήματα, έτσι και η Αμβέρσα και το πρώιμο σύστημα των ιταλικών πόλεων-Κρατών. Έπειτα έγινε η αναδιοργάνωση των εδαφών, των ποταμών εσωτερικής ναυσιπλοΐας, των λιμανιών.

Στη συνέχεια, υπήρξε η ενίσχυση του Βασιλικού Ναυτικού μετά τον δέκατο έκτο αιώνα, κατά τον οποίο η υπηρεσία ανατέθηκε στους κουρσάρους. Αλλά τότε γιατί να μην προσκαλέσουμε την Τράπεζα της Αγγλίας, την στερλίνα, τη Βασιλική Εταιρεία, τον Νεύτωνα; το Εμπορικό Επιμελητήριο της μπουρζουαζίας;

Λίγο αναγωγικό, μου φαίνεται, λίγο πιο διαρθρωτικό φάνηκε και σε όσους κατάλαβαν καλύτερα από άλλους, για παράδειγμα ο F. Braudel, μη τυχαία ιστορικός και όχι οικονομολόγος. Όπως ακολούθησε ο Karl Polanyi κατά την ανάλυση της νομοθεσίας για την εργασία, ένας άλλος μη οικονομολόγος ή τουλάχιστον όχι μόνο, ο Braudel.

Σήμερα, δεν είναι πλέον καν θέμα μέσων παραγωγής, είναι ζήτημα ισχύος κεφαλαίου, άλλοτε ρευστοποιήσιμο, άλλοτε μη διαθέσιμο, αλλά εύκολα αποκτήσιμο για μερικά συγκεκριμένα επεισόδια. Συν τον τεράστιο χώρο αυτών που κουβαλούν συμφέροντα ετούτου του συστήματος, μικρότερα και άμεσα, αλλά και έμμεσα συμφέροντα, αυτό είναι το παιχνίδι, υπάρχουν αυτοί που το παίζουν χωρίς να κάνουν ερωτήσεις.

Γύρω του έλκονται οι ζωές πολλών, οι ικανοποιήσεις, οι απολαύσεις, η αίσθηση δύναμης, η αίσθηση ίσως αποφυγής του θανάτου απολαμβάνοντας τον ή ακόμα και απλώς γνωρίζοντας ότι μπορούν να το κάνουν, σεξ, κύρος, κοινωνική αναγνώριση, φθόνος, αίσθηση του «τα κατάφερα», το έκανα, και «εγώ αξίζω» όπως παίζει μια γνωστή διαφήμιση.

Η κοινωνία της εκθεσιακής κατοχής που περιγράφεται τόσο καλά από τον T. Veblen στη Θεωρία της εύπορης τάξης-Teoria della classe agiata στις αρχές του Εικοστού αιώνα, ακριβώς όταν ο Sombart επέβαλε την ίδια την έννοια του «καπιταλισμού» που ούτε ο Μαρξ δεν είχε χρησιμοποιήσει ποτέ.

Αν δεν μας αρέσουν όλα αυτά, τότε θα πρέπει να βάλουμε στόχο να αλλάξουμε παραγγελιοδότη, να επιβάλουμε την επιστροφή του πολιτικού. Και ποιες είναι οι ιδέες μας για το πολιτικό;

Σκεφτόμαστε έναν Μεγάλο Άνθρωπο, un Big Man που θα μας υπερασπίζεται και θα φροντίζει τις προσδοκίες μας ανιδιοτελώς, επευφημούμενος από πλήθη που επαινούν τον λαϊκιστικό λαό σε πλήρες δημαγωγικό παραλήρημα;

Σκεφτόμαστε μια ομάδα καλοπροαίρετων ανθρώπων που θα καταλάβουν την εξουσία για να εξυπηρετήσουν, να πράξουν τα συμφέροντά μας; Ίσως μια «πρωτοπορία» καλοπροαίρετων, έμπιστων ανθρώπων; Πιστεύουμε ότι είμαστε έξυπνοι και έχουμε την ευκαιρία να βασιστούμε, να στηριχτούμε στον έναν ή τον άλλον από τους Λίγους, φέρνοντάς τους τον ένα ενάντια στον άλλον, ώστε να κρυφτούν κάτω από το τραπέζι και να αρπάξουν στα κλεφτά το δικό μας μπούτι του κοτόπουλου;

Ονειρευόμαστε ξένους λευκούς ιππότες που θα μας ελευθερώσουν όπως ο πρίγκιπας με την πριγκίπισσα; Σκεφτόμαστε να «ψηφίζουμε» το λιγότερο χειρότερο κάθε τέσσερα χρόνια και μετά να αντιλαμβανόμαστε ότι στο χειρότερο δεν υπάρχει ποτέ τέλος;

Είμαστε τραγικοί αυταπάτες, καμία από αυτές τις επιλογές έχει την παραμικρή συγκεκριμένη αξιοπιστία, είναι όνειρα και οιμωγές, κλάματα δίχως τέλος που αναζητούν μαμάδες και μπαμπάδες που δεν υπάρχουν στη συνδεδεμένη ζωή του πολιτισμού, επειδή ένας λαός δεν είναι μια οικογένεια και ο πολίτης δεν είναι ένα παιδί. Ονειρευόμαστε έναν επίγειο θεό όταν δεν είναι καν σίγουρο πως υπάρχει εκείνος του ουρανού. Καταπατάμε τη γραμμή από το πολιτικό στο θρησκευτικό.

Στην πραγματικότητα έχουμε μόνο μία επιλογή, έναν πολιτικό οργανωτή-ρυθμιστή με τη σειρά του διαταγμένο από έναν δημοκρατικό τρόπο, τον μοναδικό που φτιάχτηκε από εμάς, για εμάς. Δεν έχουμε άλλο τρόπο για την πείνα και τη δίψα μας για δικαιοσύνη από το να το κάνουμε μόνοι μας.

Πρέπει να γίνουμε κοινωνικά και πολιτικά ενήλικες, να δώσουμε στον εαυτό μας το εργαλείο και να προσπαθήσουμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε να κάνουμε, μαζί με άλλους, ακόμα και ενάντια σε άλλους, αλλά στο τέλος να επικρατήσουμε και να ενωθούμε στη γενική θέληση να πραγματοποιήσουμε το γενικό συμφέρον, αυτό που ωφελεί εμάς και οποιονδήποτε άλλο γύρω μας, είτε μας αρέσει είτε όχι ως γείτονα ή συμπολίτη.

Ο μόνος νόμος και τάξη που δικαιολογείται με την έννοια της δικαιοσύνης σε μια ομάδα είναι η ομάδα να δίνει στον εαυτό της τους νόμους από μόνη της. Να είναι αυτό-νομη και όχι ετερόνομη. Κανείς άλλος δεν μπορεί να μας αποδώσει δικαιοσύνη όπως κανείς άλλος δεν μπορεί να μας προσφέρει οφέλη για τα συμφέροντά μας.

Επομένως, να είμαστε οποιουδήποτε ιδανικού δικαιοσύνης που δεν είναι εκούσια υποτέλεια, δεν έχουμε εναλλακτικές, αντίθετα έχουμε έναν νέο τύπο Τ.Ι.Ν.Α: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ήτοι αποκαθιστούμε και μετά εξελίσσουμε τον δημοκρατικό τρόπο, πρώτα τον τυπικό, έχοντας στην συνέχεια την οπτική του ουσιαστικού.

Θα πρέπει επίσης να καταλάβουμε καλύτερα τι λέμε και τι εννοούμε όταν λέμε: δημοκρατία. Ακόμη και αυτή που ήταν συνταγματική προϋπόθεση, είναι τεχνικά ρεπουμπλικανισμός, όχι δημοκρατία. Μοντέλο που κορυφώνεται στην αμερικανική ολιγαρχική χαμιλτονιάνα καθετότητα, [Αλεξάντερ Χάμιλτον] όχι τυχαία αποκαλούμενη «η μεγαλύτερη δυτική δημοκρατία» δίχως ίχνος ντροπής, περιφρονώντας την ντροπή.

Η εκλογική αρχή είναι αριστοκρατική, από τη Magna Carta-Μάγκνα Κάρτα και μετά (1215), βαρόνοι εναντίον μονάρχη. Ο αγώνας λύθηκε το 1688-89 όταν το Κοινοβούλιο των ελίτ πήρε το επάνω χέρι επί της μοναρχίας. Ακόμη το 1832, 600.000 ενήλικοι άρρενες ψήφισαν από 14 εκατομμύρια ψυχές και υπήρχαν ακόμη λιγότεροι επιλέξιμοι.

Σήμερα ψηφίζουν οι περισσότεροι, αλλά οι ψήφοι που μετρούν το διπλάσιο ή τριπλάσιο, όπως ήθελε ο Στιούαρτ Μιλ-Stuart Mill φιλελεύθερος ναι αλλά προοδευτικός τόσο ώστε να είναι ζευγάρι με την προ-φεμινίστρια σύζυγό του, είναι πάντα αυτές των Λίγων.

Αποκαθιστώντας τον δημοκρατικό τρόπο, άρα τον πολιτικό εντολοδόχο, αυτή είναι η μόνη πολιτική προοπτική που μπορεί να μας δώσει ελπίδα και συγκεκριμένες δυνατότητες. Μετά θα είμαστε κομμουνιστές (ακολουθούν πενήντα εριστικές αποχρώσεις του αρχαίου κόκκινου), σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες, αποαναπτυξιακοί, αντιιμπεριαλιστές, ειρηνιστές, φεμινιστές, ρεπουμπλικάνοι, συντηρητικοί, οικολόγοι, παραδοσιακοί, κοινοτιστές, πνευματιστές, ακόμη και πενήντα αποχρώσεις φιλελεύθερου (αυτές υπάρχουν μόνο για να δημιουργείται σύγχυση πως υπάρχει πλουραλισμός), μπορεί να μας ελκύουν απλές ιδέες »κυριαρχισμού», μπορούμε να είμαστε βασανισμένοι τύποι του στυλ «ούτε δεξιά, ούτε αριστερά», και ότι άλλο θα έχουμε υπόψη ως πρότυπο.

Πρώτα, όμως, πρέπει να αναλογιστούμε ότι το μέσο για να εξαναγκάσει κανείς την επιστροφή του πολιτικού εντολοδόχου στη θέση της κυριαρχίας του οικονομικό-πολιτικού, είναι να πάρουμε εμείς την κατάσταση στα χέρια μας, τελεία.

Το να μας αφήνουμε ελευθερία να παραπονιόμαστε είναι πολύ φιλελεύθερο, όπως έχει ήδη καθιερώσει ο Locke, ο οποίος ήταν ο αρχιτέκτονας της εκ των υστέρων ιδεολογίας της Ένδοξης επανάστασης. Επιπλέον, στη μισθοδοσία ενός Λόρδου, ο Λοκ, ένας από εμάς τελικά…

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος

Διαβάστε επίσης