Το οχτώ στο τρία δεν χωράει

 Το οχτώ στο τρία δεν χωράει

 

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

 

Το τί και το πόσο με μπέρδευε εκείνη η αριθμητική πράξη, που σε μια τάξη στο σχολείο έμαθα διαίρεση πως ονομάζεται, δεν λέγεται. Τί μεγάλο βάσανο ήταν εκείνο το: “δεν χωράει” και εκείνο το “τονίζουμε και το άλλο ψηφίο”. Αμ και εκείνες οι γραμμές; Οι γραμμές που χώριζαν τον διαιρέτη από τον διαιρετέο και από το πηλίκο! Και ήταν και δύσκολες όλες αυτές οι παράξενες οι λέξεις. Άκου διαιρετέος! Αλλά ήταν και εκείνες οι λεγόμενες υποδιαστολές και τα μηδενικά που, άλλες φορές βάζαμε την υποδιαστολή, και κάποιες άλλες φορές το μηδενικό, σα δεν χωρούσε το ένα ψηφίο στο άλλο. Άσε που και εκείνο το “χωρούσε”, πολύ με μπέρδευε. Λες και ήταν κανένας χοντρός που δεν χωρούσε από την πόρτα. Όλα αυτά τα πράγματα μα και άλλα πολλά που δεν ήταν όμως αριθμητική, αλλά ποντίκια, και σκορπιοί, και φίδια που έρχονταν από τον λάκκο στην αυλή του σπιτιού μας, όλα αυτά ήταν που τυραννούσαν το μυαλό μου. Και έμπαιναν οι σκορπιοί και τα ποντίκια και μέσα στην κάμαρα που κοιμόμουν με την αδελφή μου καμιάφορα. Τα φίδια όμως όχι, μόνο στην αυλή γύρω γύρω από το σπίτι τριγυρνούσαν. Σε ησυχία δεν το άφηναν το μυαλό μου όλα αυτά, κι ήταν μαζί και αυτή, αυτή η διαίρεση. Κι άντε μετά να μείνει και λίγη ώρα για το τσιλίκι και το τζαμί σαν είχα εκείνες τις πέντε και μερικές φορές και παραπάνω διαιρέσεις για να κάνω.

Εν αρχή βεβαίως – που έλεγε και ο παππούς μου που διάβαζε και την Παλαιά Διαθήκη – και προτού τη διαίρεση, ήταν η πρόσθεση. Και ως εκεί καλά τα πήγαινα κι εύκολα ήταν τα πράγματα. Έχω ας πούμε τρία καρύδια στη τσέπη μου. Μου δίνει αλλά πέντε η θεία μου η Κλυμένη που έμενε λίγο πιο μακριά από το σπίτι μας στον πέρα δρόμο. Ύστερα, περνώντας από την αυλή τής θειάς Βανθίας για να κόψω δρόμο που έλεγε η μαμά μου και να πάω σπίτι πιο γρήγορα, με σταματά η Μαρία που είχε μαμά την θειά Βανθία, και μου δίνει κι άλλα επτά. Τα βάζω στην τσέπη μου και τα μετρώ. Ένα ένα τα μετρώ με τα δαχτυλάκια μου και δεκαπέντε τα βγάζω. Και έρχεται μετά η κυρία πρόσθεση με την δασκάλα την κυρία Τούλα και μας λέει να βάζουμε τους αριθμούς έναν κάτω από τον άλλον, να τραβάμε από κάτω μια γραμμή και να μη μετράμε πια με τα δαχτυλάκια παρά στο μυαλό γρήγορα να κάνουμε την πράξη. Κι ύστερα όμως άρχισαν και οι διψήφιοι και οι τριψήφιοι αριθμοί και ακόμα πιο μεγάλοι απ’αυτούς, και πήραν σειρά τα “γράφουμε…” και τα “…κρατούμενα”. Αλλά και πάλι καλά ήταν με την πρόσθεση και τη γραμμή της και το “+” που ξέχασα να σας πω, που μας έλεγε η δασκάλα να το βάζουμε στα αριστερά για να γνωρίζουμε ποια πράξη κάνουμε. Λες και εγώ δεν ήξερα ποια πράξη έκανα. Και μια μέρα που την είπα την δασκάλα μου αυτό, εκείνη με είπε: “Ναι, αλλά εγώ πως να το καταλάβω ποιά πράξη κάνεις;”. Και γω την είπα: “Αφού δασκάλα, είσαι.” Και κείνη τότε μόνο με κοίταξε. Κάπως με κοίταξε. Καλά ήταν και με τα καρύδια και την αυλή της θειάς Βανθίας εκεί που με έδινε και άλλα καρύδια η Μαρία. Καλά ήταν, ώσπου ήρθε εκείνη που αφαίρεση την έλεγαν και που λίγο παραπάνω το μυαλό μου τυράννησε αυτή.

Με αυτή, με την αφαίρεση δηλαδή, έτρωγα τα τρία από τα δεκαπέντε καρύδια και περίσσευαν δώδεκα κι αν έτρωγα και αυτά τα δώδεκα γιατί πολύ με άρεσαν τα καρύδια, γίνονταν τότε εκείνο το άλλο, που και εκείνο πιο πολύ με μπέρδευε.

Έμεναν μηδέν.

Τι ήταν το μηδέν;

Η κυρία Τούλα, μας έλεγε πως και το μηδέν αριθμός είναι, αλλά εγώ, να καταλάβω δεν μπορούσα, πώς γίνονταν μηδέν καρύδια στην τσέπη μου να έχω, αφού τίποτα δεν είχα.

Τί ήταν αυτό το: “Μηδέν καρύδια”. Δύσκολο πολύ αυτό το μηδέν ήταν, μα γρήγορα το ξεπέρασα και αυτό κι ήρθε μετά η προπαίδεια και ο πολλαπλασιασμός. Επτά ή εννιά, εξήντα τρία ή πενήντα έξι κάνει;

Ξένες δυνάμεις, εσωτερικές πιέσεις, αντικείμενα και μέθοδοι εκμάθησης πάσης φύσεως, μη εξαιρουμένης και της κρανιάς που έσκαζε σφυρίζοντας πάνω στο ξύλινο θρανίο δίπλα στα δάχτυλά μου, έκαναν το θαύμα τους και έμαθα τελικά ότι πενήντα έξι κάνει, το επτά ή οκτώ, και όχι το επτά ή εννιά.

Επειδή όμως μερικές φορές ξεχνούσα από την προπαίδεια το εννιά, έκοψα το χαρτονάκι που ήταν το πίσω εξώφυλλο από το τεφτεράκι που αγοράζαμε από τον μπακάλη τον Γιώργο βερεσέ τα ψώνια, και το κόλλησα στο πίσω τελευταίο φύλλο του Αναγνωστικού μου που το δίπλωσα και το έκρυψα καλά καλά. Το ξεκόλλησα όμως βίαια μαζί με το φύλλο του βιβλίου, όταν μια φορά καθώς έψαχνα να βρω πόσο κάνει οχτώ ή εννιά που με ρώτησε ο δάσκαλος, εκείνος κάτι κατάλαβε, ήρθε κοντά μου, είδε το τέχνασμά μου, και η λεπτόκορμη κρανιά έσκασε σφυρίζοντας ανατριχιαστικά αυτή τη φορά, όχι δίπλα, μα πάνω στα δάχτυλά μου.

Έμεινε το σημάδι. Σαν το σημάδι που είχε ο Αντώνης που είχε καεί με την μασιά, που την είχε βάλει στη φωτιά και είχε κοκκινίσει, και κάπως έγινε και κόλλησε στο μάγουλό του. Ανεξίτηλο σημάδι αυτό στο χέρι μου, ανεξίτηλα γραμμένη και η προπαίδεια σε ένα αιματοβαμμένο κουτάκι τού μυαλού μου.

Και ύστερα ήρθε η διαίρεση. Τί ήταν αυτό το πράγμα; Αυτή η πράξη με τις παράξενες γραμμές και όλα εκείνα που σας είπα παραπάνω, τί ήταν; Είδα και έπαθα να την μάθω. Τραβώ τις γραμμές και γράφω του αριθμούς. Τον διαιρετέο και τον διαιρέτη. Στις θέσεις τους, αριστερά και δεξιά. Το οχτώ στο τρία δεν χωράει. Τονίζω και το επτά. Το οχτώ στο τριάντα επτά, πάει τέσσερις φορές. Γράφω στο πηλίκο το τέσσερα. Τέσσερις ή οχτώ, τριάντα δύο. Γράφω το τριάντα δύο κάτω από το τριάντα επτά. Τραβώ γραμμή και κάνω αφαίρεση. Το δύο από το επτά, πέντε. Το τρία από το τρία, μηδέν. Τί μπέρδεμα!

Υποδιαστολές και μηδενικά και τέλειες διαιρέσεις και διαιρέσεις με πηλίκο δεκαδικό καθώς και διαιρέσεις με δεκαδικούς…και….και…και….

Η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής μου νόμιζα πως ήταν αυτή, ώσπου έγινε εκείνο το παράξενο το κλικ. Σαν τον περιστρεφόμενο τον μαύρο διακόπτη που καθώς τον γυρνούσα έκανε κλικ κι άναβε το φως της λάμπας στην κουζίνα μας σαν ήρθε το ρεύμα στο σπίτι μας, ήταν μέσα μου αυτό το κλικ. Έτσι ήταν αυτό το κλικ μέσα μου.

Έτσι ήταν. Έτσι έγινε, και αυτό το κλικ μέσα στο μυαλό μου ακούστηκε, κι άναψε μέσα του ένα κατάλαμπρο εκτυφλωτικό φώς σαν αστραπή, και έγινε η διαίρεση με τις γραμμές της και τα άλλα της τα όμορφα, βασιλοπούλα των παραμυθιών μου, έρωτας παιδικός.

Και το: “Τί βάσανο, τί μπέρδεμα….”, έγινε, “Τί χαρά, τί ηδονή…”

Και έπεσα στις διαιρέσεις. Δώσε μου δάσκαλε διαιρέσεις.

Κι άλλες.

Και αν δεν τελείωνα τώρα πια τις διαιρέσεις μου, τις πέντε και τις οκτώ, ούτε που άκουγα τις φωνές των άλλων παιδιών που φώναζαν έξω στο δρόμο, “φτου και βγαίνω”.

Αγαπημένη μου πράξη έγινε η διαίρεση από τότε και μαζί και όλη η αριθμητική.

Αγαπημένη μου, παράξενη, ερωτική διαίρεση!

 

Και έγινε τότε και το μη αναμενόμενο, ή μάλλον το αναμενόμενο που όμως τότε δεν το είχα καταλάβει ότι αναμενόμενο θα ήταν. Ας πούμε ότι ήταν και μοιραίο.

Έγινε αυτό, που και σε άλλους νομίζω ότι σίγουρα κάτι παρόμοιο θα πρέπει να συνέβη στα παιδικά τους χρόνια, και έκρινε και γέμισε κι ομόρφυνε την υπόλοιπη ζωή τους.

Η πρώτη επαφή.

Η εν πολλοίς πρώτη επαφή.

Η πρώτη ερωτική επαφή με τον κόσμο των αριθμών ήταν για μένα. Και μπήκα σε αυτόν τον απέραντο κόσμο των Μαθηματικών. Και ένιωσα χαρές και συγκινήσεις.

Πολλές και ανεκτίμητες.

Και νιώθω πολύ “τυχερός” στη ζωή μου, γι αυτό κι ευχαριστώ πολύ τον ρυθμιστή του Σύμπαντος.

 

Απέραντος, ατελεύτητος και πανέμορφος ο κόσμος των μαθηματικών είναι. Ναι.

Σαν το Σύμπαν είναι και σαν τη σκέψη μας!

*****

“My brain is open” – Paul Erdos

*****

Φθινόπωρο 2019

Διαβάστε επίσης