• 26 Απριλίου 2024,

Φοβάμαι…

 Φοβάμαι…

 

Γράφει ο Θόδωρος Θεοδωρίδης

 

Μεγάλη δημόσια συζήτηση αναπτύχθηκε το προηγούμενο διάστημα για την προϋπολογισμένη δαπάνη 12.000 ευρώ στην οποία αποφάσισε να προβεί η διοίκηση του Δήμου Καβάλας για την κάλυψη των εξόδων υποδοχής και ενθρονίσεως του νέου μητροπολίτη Φιλίππων Νεαπόλεως και Θάσου Στεφάνου που πρόκειται να γίνει τις προσεχείς μέρες στην Καβάλα.

Η μία πλευρά υποστήριξε ότι είναι υποχρέωση του Δήμου με βάση το πρωτόκολλο να κάνει αυτά τα έξοδα, ότι αυτού του είδους οι τελετές δεν γίνονται κάθε μέρα αφού η προηγούμενη, για παράδειγμα, είχε γίνει πριν 43 χρόνια, ότι είναι μιζέρια, καρμιριά και λαϊκισμός να έχουμε αντιρρήσεις και να κάνουμε κριτική σε μια τέτοια απόφαση της διοίκησης του Δήμου και άλλα πολλά.

Η άλλη πλευρά αντέτεινε τα επιχειρήματα ότι σε μια εποχή βαθιάς οικονομικής κρίσης αποτελεί πρόκληση προς την τοπική κοινωνία να ξοδεύονται τόσα πολλά χρήματα για «φιέστες», ότι αν θέλουμε βυζαντινή μεγαλοπρέπεια ας αναλάμβανε η εκκλησία τα έξοδα, ότι δεν μπορεί με δικά μας λεφτά να ταΐζουμε διακόσιους καλεσμένους και άλλα πολλά.

Αν και δεν φημίζομαι για την συμπάθειά μου στην εκκλησία και έχω πολλές φορές ταχθεί υπέρ του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους, ούτε πολύ περισσότερο για την προτίμησή μου στην παράταξη που διοικεί τον Δήμο, ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση και αν με ρωτάτε, υποστηρίζω και είμαι με το πλευρό της πρώτης άποψης.

Αλλά αυτό το κείμενο δεν γράφεται γι’ αυτόν το λόγο. Δεν έχω σκοπό να εμπλακώ σ’ αυτόν τον διάλογο ο οποίος στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης έχει λάβει τη μορφή και την αγριότητα εμφυλίου πολέμου.

Περισσότερο γράφω για να δημοσιοποιήσω αυτό που αισθάνομαι εδώ και πολύ καιρό τώρα, και το ένιωσα έντονα παρακολουθώντας και τις αντιπαραθέσεις για το εν λόγω θέμα. Ότι δηλαδή τα πράγματα στην επικοινωνία των ανθρώπων έχουν αλλάξει προς το χειρότερο, ότι είμαι πλέον περισσότερο βέβαιος από κάθε άλλη φορά πως η κρίση για την οποία πρέπει βαθιά να ανησυχούμε και για την οποία οφείλουμε άμεσα ως άτομα αλλά και ως κοινωνία να λάβουμε μέτρα, δεν είναι η οικονομική αλλά η κρίση αξιών και «δημόσιας ηθικής» η οποία έχει διαβρώσει τόσο βαθιά την ψυχή μας που πιθανόν η «βλάβη» αυτή να είναι πλέον ανήκεστος.

Εντάξει, οι αιρετοί σε όλα τα επίπεδα (εθνικό κοινοβούλιο, περιφερειακή αυτοδιοίκηση, δήμους κ.λ.π.) έκαναν όλες αυτές τις τελευταίες δεκαετίες, τα πάντα για να απαξιωθούν οι ίδιοι και να απαξιώσουν και τους θεσμούς στους οποίους συμμετέχουν. Εμείς όμως οι υπόλοιποι δεν έχουμε άραγε μερίδιο ευθύνης;

Φυσικά και έχουμε. Διότι το ρουσφέτι, για παράδειγμα, θέλει δύο. Αυτόν που το κάνει και αυτόν που επωφελείται.

Βάλαμε κι εμείς λοιπόν το χεράκι μας για την απαξίωση των πολιτικών, της πολιτικής και κυρίως των θεσμών για τους οποίους σήμερα χτυπάμε τα στήθη μας απελπισμένα.

Στην δημόσια αντιπαράθεση που αναπτύχθηκε αυτές τις μέρες γι’ αυτά τα δώδεκα χιλιάρικα, πολλοί συμπολίτες μας εκφράστηκαν με πρωτοφανή ασέβεια προς τον θεσμό τόσο της διοίκησης του Δήμου και της δημάρχου όσο και της εκκλησίας και του νέου μητροπολίτη, με ένα λεξιλόγιο όχι απλώς πεζοδρομίου αλλά που προδίδει βαθύ μίσος και φθόνο. Και δεν είναι η πρώτη φορά που συναντά κανείς αυτού του είδους την φρασεολογία στο διαδίκτυο. Εκπλήσσεται πραγματικά κάποιος καθώς δεν μπορεί να πιστέψει ότι άνθρωποι που τους γνωρίζει και ξέρει, υποτίθεται, πόσο σοβαροί και αξιοπρεπείς είναι στις συναναστροφές τους, φορούν αυτό το ρούχο του άκρατου φανατισμού όταν εκφράζονται γραπτώς στους τοίχους των κοινωνικών δικτύων καθυβρίζοντας πρόσωπα και θεσμούς. Και εκεί διαπιστώνεις με τρόμο ότι αυτός τελικά είναι ο πραγματικός τους εαυτός, όπως εκδηλώνεται στα γραπτά τους κι όχι ο άλλος της προσποιητής ευγένειας που σου παρουσιάζεται στην προσωπική και δια ζώσης επαφή.

Και φυσικά πρωτοστατούν σ’ αυτό το επικίνδυνο γαϊτανάκι των αντιπαραθέσεων γνωστά στην τοπική κοινωνία άτομα ακραίων ιδεολογικοπολιτικών πεποιθήσεων ενισχύοντας και ευνοώντας θεωρίες που επιχειρούν να ισοπεδώσουν και να απαξιώσουν θεμελιώδεις θεσμούς της δημοκρατίας ώστε να προωθήσουν τα σχέδια του ζόφου και του σκότους που έχουν στο μυαλό τους και για τα οποία μάλιστα πολλές φορές δεν το κρύβουν ότι …«αγωνίζονται».

Καθήκον λοιπόν όλων μας, όλων τέλος πάντων που θέλουν μια δημοκρατία, με τις αδυναμίες της ίσως αλλά και με τα αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματά της, είναι να προστατέψουμε τους θεσμούς –εν προκειμένω το Δήμο, το δημοτικό συμβούλιο και τη δήμαρχο- όσο κι αν όλα αυτά τα χρόνια, οι ίδιοι αλλά και πολλοί άλλοι παράγοντες (κι εμείς οι ίδιοι πολλές φορές), συνέβαλαν και οδήγησαν στην απαξίωσή τους.

Ναι στην κριτική, ναι στις όποιες αιτιολογημένες αντιρρήσεις μας αλλά με έναν λόγο σοβαρό, ευγενή και μετριοπαθή, λόγο που αρμόζει και στο κύρος αυτών στους οποίους απευθύνεται, χαρακτηρίζει αυτούς που τον αρθρώνουν αλλά και προσδιορίζει τελικά και την δημοκρατία η οποία άλλωστε τον προϋποθέτει.

Διαβάστε επίσης