«Με χίλιους τρόμους γενναίος»

 «Με χίλιους τρόμους γενναίος»

Γράφει η ΒΟΥΛΑ ΘΑΣΙΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

 

Φτάνουν κάποιες χρονικές συγκυρίες στη ζωή που το μυαλό νιώθει τόσο κουρασμένο ώστε αποφεύγει να αναλάβει το ρίσκο ανάγνωσης ενός πολυσέλιδου μυθιστορήματος. Σε τέτοιες στιγμές λοιπόν, η ιδέα ενός βιβλίου αποτελούμενου από συλλογή 19 διηγημάτων μοιάζει ό,τι το καλύτερο. Αυτή την ευκαιρία μου πρόσφερε ο πολυγραφότατος Διαμαντής Αξιώτης όταν μου έστειλε το αντίγραφο του βιβλίου του «Με χίλιους τρόμους γενναίος», κάτι για το οποίο θερμά τον ευχαριστώ, όπως ομοίως τον ευχαριστώ και για την ιδιόχειρη αφιέρωσή του. Ίσως να κακοχαρακτηρίστηκα επειδή δεν ενημέρωσα άμεσα για την παραλαβή του, ωστόσο ας μου συγχωρεθεί το ατόπημα αφού προτίμησα να διαβάσω πρώτα το πόνημά του και να ενημερώσω έπειτα δημοσίως μέσω της καταγεγραμμένης απόψεώς μου.

Απέφυγα να διαβάσω μονομιάς τη διηγηματική συλλογή μήπως και την αδικήσω. Την τράβηξα σε μάκρος για την παράταση της απόλαυσης. Έσπασα το σύνολο σε κομμάτια και κοινωνούσα ένα διήγημα κάθε ημέρα. Πρωί, σχεδόν χάραμα, στο μπαλκόνι παρέα με τον πρώτο καφέ «ξεναγούμουν» σε καθεμία από τις ιστορίες του Διαμαντή Αξιώτη. Βουτούσα στα εσώψυχα καθενός από τους ήρωές του, άνοιγα τις πόρτες του μυαλού και ερχόμουν αντιμέτωπη με φόβους, με παράξενες σκέψεις, με προσωπικούς δαίμονες, με λυτρώσεις όποιες κι αν ήταν αυτές ή με καταδίκες.

Η ανάγνωση των πρώτων αράδων του πρώτου διηγήματος μ’ έστειλε πίσω στα παιδιά μου χρόνια. Τότε που στο σχολείο μου δίδασκαν το πολυτονικό σύστημα. Δεν το περίμενα κι όμως το βλέμμα μου «ξεκουράστηκε» συναντώντας γνώριμα σημαδάκια. Όσο η ανάγνωση προχωρούσε, η γνώριμη ρέουσα και τόσο γλαφυρή γλώσσα του συγγραφέα γεννούσε στο μυαλό μου εικόνες. Οι ήρωες σχηματίζονταν μπροστά μου με ιδιαίτερη ευκολία κι εγώ τους παρακολουθούσα αθέατη να παλεύουν με τις συνθήκες της ζωής τους.

Η συλλογή των διηγημάτων είναι ένα ψηφιδωτό ποικίλων χαρακτήρων αλλά κυρίως είναι ένα ψηφιδωτό ποικίλων συναισθημάτων. Κοινή συνισταμένη όλων όμως είναι ο φόβος καθενός για κάτι. Φόβος για το παρελθόν ή το παρόν, φόβος για την αγάπη, φόβος για το χρόνο που σπαταλήθηκε χωρίς πάθος, φόβος για την επιβίωση, φόβος για το κοινωνικό περιβάλλον. Φόβος που ενίοτε ξεπερνά τα φυσιολογικά όρια και μετατρέπεται σε τρόμο. Κι όταν συμβαίνει αυτό τότε δεν είναι δύσκολο να ξεφύγει ο έλεγχος και τα δεδομένα να γίνουν δραματικά.

Η συλλογή των χαρακτήρων που παρελαύνουν από το βιβλίο του Διαμαντή Αξιώτη βρίσκονται ανάμεσά μας. Δεν είναι φανταστικοί αλλά φαντάζουν τόσο γνώριμοι, μερικοί ακόμη και φιλικοί. Όσο κι αν προσπαθήσει ο αναγνώστης δεν μπορεί να αποφύγει την ταύτιση με κάποιους εξ αυτών, κυρίως όμως δεν μπορεί να αποφύγει την ανάβλυση παρόμοιων τρόμων που σε ορισμένες στιγμές έγιναν και προσωπικά βιώματα.

Στη συλλογή του συγγραφέα βρίσκουν τη θέση τους ποικίλοι χαρακτήρες. Στρατιώτες της μεθορίου, οικονομικοί μετανάστες και Έλληνες που παριστάνουν τους οικονομικούς μετανάστες, άτομα με άρρωστα μυαλά και ψυχές, νεαρές ή ωριμότερες γυναίκες που πνίγονται στον πόθο, ακόμη και δολοφόνοι. Έκαστος χαρακτήρας «ζωγραφίζεται» τόσο εύστοχα και καθάρια από το συγγραφέα ώστε μοιάζει να στέκεται δίπλα στον αναγνώστη. Βεβαίως το συγκεκριμένο προσόν δεν μας είναι άγνωστο, από τη στιγμή που έχουμε διαβάσει προηγούμενες δουλειές του.

Ο τρόμος που βασανίζει τους γενναίους του Διαμαντή Αξιώτη κάποτε ίσως και να ξένιζε ως «φόρμα» συγγραφής. Σήμερα όμως μοιάζει περισσότερο επίκαιρος από ποτέ. Οι διαρκώς δυσχερέστερες συνθήκες της σύγχρονης καθημερινότητας προκαλούν κυριολεκτικά φόβο και τρόμο σε καθένα μας. Λες και τα υπόλοιπα συναισθήματα υποχωρούν υπό το βάρος ενός κυρίαρχου φόβου και μιας αβεβαιότητας με κεντρικό άξονα το αύριο. Έτσι λοιπόν, οι γενναίοι του συγγραφέα αλλά και οι τρόμοι τους όχι μόνο γίνονται εύκολα κτήμα μας αλλά επιπλέον ταράζουν και τα εσωτερικά μας «ύδατα», φέροντας στην επιφάνεια στοιχεία που ίσως παλεύουμε να καταχωνιάσουμε το δυνατόν βαθύτερα.

Μια από τους γενναίους του Διαμαντή Αξιώτη είμαι κι εγώ. Παλεύω καθημερινά με τους δικούς μου δαίμονες και τους δικούς μου τρόμους για το τι θα ξημερώσει η αυριανή μέρα. Ένα πράγμα που ξέρω όμως σίγουρα είναι ότι το αυριανό πρωινό, αν και η συλλογή των διηγημάτων τελείωσε, ωστόσο εγώ θα έχω κάποιο ανάγνωσμα. Νοσταλγώντας τη γλώσσα του συγγραφέα κατέβασα από το ράφι της βιβλιοθήκης τα αγαπημένα μου «Μοιρασμένα Χιλιόμετρα» και θα τα ξαναδιαβάσω. Έτσι, για να ξεκουράσω το μυαλό από τους επίγειους τρόμους και να το στείλω σε φανταστικούς κόσμους.

Συγχωρήστε με κ. Διαμαντή που άργησα να αποκριθώ και που θέλησα να σας μιλήσω με το δικό μου τρόπο!

 

 

Διαβάστε επίσης