• 29 Μαρτίου 2024,

Οι «Χρυσές Αράχνες» σε δράση

 Οι «Χρυσές Αράχνες» σε δράση

Γράφει ο Χρήστος Τσελεπής

Ο Γιάννης Γεωργιάδης, από την ηλικία κιόλας του Δημοτικού Σχολείου, οδηγούσε το εκπαιδευτικό τζιπάκι του πατέρα του, ξεκινώντας από την Αναγνωσταρά, κατεβαίνοντας την Περικλέους και συνεχίζοντας έπειτα στην Κολοκοτρώνη μέχρι τις Καμάρες, κάτω βέβαια από το άγρυπνο αλλά ήρεμο βλέμμα του μπαρμπα – Χρήστου, που καθόταν στη θέση του συνοδηγού.
Όταν πήγε στο Γυμνάσιο, θέλησε να παρακολουθήσει παράλληλα μαθήματα στο Ωδείο, αφού η μουσική τον συνέπαιρνε. Ήταν η εποχή (δεκαετία του Εξήντα) κατά την οποία η νεολαία είχε ενθουσιαστεί με τους ρυθμούς των νέων μουσικών ρευμάτων που έρχονταν από τη Δύση και ήδη είχαν σχηματιστεί και τα πρώτα ελληνικά ροκ συγκροτήματα. Γράφτηκε λοιπόν ο Γιάννης στο Ωδείο, που τότε στεγαζόταν σε μια καπναποθήκη πίσω από το Δημαρχείο. Οι μαθητευόμενοι πλήρωναν τότε 15 με 20 δραχμές το μήνα και για μελέτη πιάνου μια δραχμή τη μέρα. Υπήρχαν εκεί 4 πιάνα, εκ των οποίων τα 3 ξεκούρντιστα, και περίμεναν κάποτε και ώρες για να ρθει και η δική τους σειρά για να εξασκηθούν.
Η συναναστροφή του Γιάννη με τους συμμαθητές του στο Λύκειο Λάζαρο Μπερβερίδη και Μιχάλη Σπανό, του αυξάνει την αγάπη του για τη μουσική και την ηλεκτρική κιθάρα. Έρχεται σ’ επαφή με παιδιά της γειτονιάς του, που είχαν κι αυτά αντίστοιχες μουσικές προτιμήσεις. Ο ένας ήταν ο Χρήστος Συρόπουλος, ο μικρός αδελφός του Φραντζή (μεσαίος ήταν ο Στρατής), ο οποίος είχε διακριθεί από παλιά στο ακορντεόν, έχοντας δουλέψει για πολλά χρόνια ως μουσικός. Ο ίδιος ο Χρήστος ήταν υδραυλικός, είχε μάθει ωστόσο κι αυτός ακορντεόν και κατόπιν αρμόνιο. Στο παραδιπλανό σπίτι, επί της οδού Κολοκοτρώνη των Πεντακοσίων, ζούσε και η οικογένεια Καρδαρά. Ο μικρός, ο Λάκης Καρδαράς, είχε εξειδικευθεί στις γύψινες διακοσμήσεις, ασχολιόταν όμως κι αυτός με τη μουσική και τα ντραμς. Λίγο παρακάτω έμενε και ο Νίκος Παπανικολάου, που φοιτούσε στο Πρακτικό Τμήμα (θετικής κατεύθυνσης) του Λυκείου Αρρένων Καβάλας, έπαιζε κιθάρα, ενώ παράλληλα βοηθούσε και τον πατέρα του στη βάρκα.
Αυτοί ήταν οι πρώτοι τέσσερις, ενώ λίγο αργότερα προστέθηκε ως πέμπτος στο συγκρότημα (κιθάρα και τραγούδι) ο συνομήλικός τους, παιδί των Πεντακοσίων και αυτός, Θανάσης Πουλημένος. Στις πρόβες έδεσαν καλά και άρχισαν να σκέφτονται το όνομα του συγκροτήματος. Τελικά το επέλεξαν: «Χρυσές Αράχνες» (GOLD SPIDERS). Είχαν ως μάνατζερ τον Κώστα Παπαδόπουλο, γείτονα φωτογράφο, που τους έκλεινε δουλειές, για μια ή δυο εμφανίσεις τα Σαββατοκύριακα.
Μια από τις πρώτες εμφανίσεις τους έκανε, όπως λένε, πάταγο! Ήταν το 1966 στο κέντρο «ΜΙΧΑΛΗΣ», στο Περιγιάλι. Έκτος στο συγκρότημα ήταν ο Άδωνις Παπασωτηρίου, που ήταν πολύ καλός στη μουσική θεωρία, στο πιάνο και στην κιθάρα. Ο Χρήστος Συρόπουλος, όταν συχωρέθηκε ο πατέρας του κυρ – Γιώργος, δεν πήγαινε για κάποιο καιρό στο συγκρότημα, γιατί πρόσεχε την κυρα – Σταματία, τη μητέρα του, μιαν από τις πιο γλυκιές γυναίκες της γειτονιάς. Οι πέντε λοιπόν, τη βραδιά εκείνη στο «ΜΙΧΑΛΗ», εντυπωσίασαν στο φοιτητικό γλέντι με την εμφάνισή τους το φοιτητομάνι. Φορούσαν όλοι γαλάζια ζιβάγκο και είχαν ως κομφερανσιέ τον νεαρούλη τότε Αντώνη Κούφαλη από την Αγία Βαρβάρα. Ανήσυχος νέος ο Αντώνης μαζί με το Διαμαντή Γεωργιάδη έβγαζε μιαν εφημερίδα με φοιτητικά νέα και αργότερα με τον Κωστή Σιμιτσή την «Έβδομη».
Μια άλλη εξαιρετική εμφάνιση των GOLD SPIDERS ήταν το 1967 στο CLUB AFRICA της Κομοτηνής, όπου τραγούδησαν για δύο Σαββατοκύριακα. Η επιθετική πεντάδα (Γιάννης, Νίκος, Θανάσης, Χρήστος και Λάκης), κατά το κοινώς λεγόμενο, «έδωσε τα ρέστα της». Χαρακτηριστικό είναι το ότι μια βραδιά, ενώ η μουσική παράσταση βρισκόταν στο τέρμα της, πιάνει τον Λάκη Καρδαρά ένας οίστρος της στιγμής και δίνει ρεσιτάλ ντραμς, σε έξτρα πρόγραμμα. Αριστερά του υψώνονταν η διαχωριστική τζαμαρία. Την ώρα που ολοκληρώνει, με το κατέβασμα του αριστερού του χεριού χτυπάει το πιατίνι, το οποίο φεύγει και προκαλεί ρωγμή στην τζαμαρία. Όλοι οι νεολαίοι ξεσηκώθηκαν και τον αποθέωσαν φωνάζοντας ρυθμικά «Κι άλλο! Κι άλλο!».
Πήγαν κατόπιν στο Νίκο το ράφτη, ώστε να βελτιώσουν την εξωτερική τους εμφάνιση με κοστούμια και παπιγιόν. Ακολούθησαν πολλές εμφανίσεις μέσα στο 1967, ιδιαίτερα στο «DELICE», στο Περιστέρι. Στο συγκρότημα προστέθηκε τότε και ο Νίκος Τοκατλής, ένας πολύ καλός μουσικός, που έπαιζε τρομπέτα. Η νεολαία της Καβάλας διψασμένη για μοντέρνους ήχους και χορευτικούς ρυθμούς, τους ακολουθούσε παντού. Σειρά τώρα είχε η νεολαία της Δράμας, όπου πήγαιναν συνήθως με δύο βέσπες. Τη μία οδηγούσε ο Γιάννης Γεωργιάδης και την άλλη ο Νίκος Παπανικολάου. Έπαιξαν εκεί για ένα τρίμηνο περίπου, πάντα τα Σαββατοκύριακα, στο «Ξενία» και στο «Νησάκι».
Ο Λάκης θυμάται πως την πρώτη φορά, μόλις κατέβηκαν την πετρογέφυρα, βρήκαν κάτι μεγάλες ζαβογαρίδες. Έφτιαξαν ένα καμάκι με δυο παλιά πιρούνια προσαρμοσμένα σ’ ένα καμάκι και τις καμάκωναν. Ο μάγειρας δεν ήξερε να τις μαγειρέψει. Τον καθοδήγησαν πώς να τις καθαρίζει και να τις τηγανίζει. Από τότε, όποτε πήγαιναν στο «Νησάκι», ο μάγειρας τους είχε έτοιμα καλάμια!
Στο ρεπερτόριό τους είχαν κομμάτια της εποχής: Μπιτλς, Ρόλινγκ Στόουνς, αλλά και Ολύμπιανς, Στρέιντζερς, Τσαρμς, Άιντολις κ.λ.π., τόσο καλά που τα κορίτσια στο τέλος τους περικύκλωναν με ερωτικές διαθέσεις και κάθετες εφορμήσεις! Ο Λάκης τραγουδούσε πάντα το «Γούλε Μπούλε».
Μετά άρχισαν οι αποχωρήσεις… Ο Λάκης από το ’67 ως το ’71 έτρεχε με την αρρώστια της μητέρας του, ενώ από το ’68 ως το ’70 ήταν φαντάρος. Μετά την απόλυσή του δούλεψε στο Ν.Ο.Κ. με το Σωτήρη Νάτρα, το Γρηγόρη Χρηστίδη, το Μανόλη Τζίμα, συνοδεύοντας κάποτε τους αδελφούς Κατσάμπα και τις αδελφές Μπρόγιερ. Ο Θανάσης πέρασε στη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων της Ρόδου και αργότερα πήγε στη Γερμανία. Ο Χρήστος έφυγε στη Θεσσαλονίκη, για να δουλέψει ως μουσικός στη «Θεσσαλονικιά». Ο Νίκος με το Γιάννη πλαισιώθηκαν από δυο καλούς κιθαρίστες, το Δημήτρη Φωτιάδη και το Θόδωρο Βασιλειάδη, συνεχίζοντας τις επιτυχημένες εμφανίσεις τους στο Ν.Ο.Κ. και αλλού. Ώσπου ο Νίκος αποφάσισε να κάνει οικογένεια με τη Στέλλα και ο Γιάννης με τη Θωμαή, τις όμορφες ξανθιές που μπόρεσαν να κλέψουν τις καρδιές τους. Γιατί, ακόμη και οι «χρυσές αρ΄χνες» πιάνονται εντέλει στον ιστό που έχουν πλέξει…

Στη φωτογραφία: Κέντρον «ΜΙΧΑΛΗΣ» 1966. Από αριστερά Αντ. Κούφαλης (σε ρόλο κονφερανσιέ), Ν. Παπανικολάου, Θ. Πουλημένος, Γ. Γεωργιάδης, Άδωνις Παπασωτηρίου, Λ. Καρδαράς

Διαβάστε επίσης