• 24 Απριλίου 2024,

Ρωγμή

 Ρωγμή

 

Γράφει ο Άγγελος Τσανάκας

 

Δεν μου κολλά ο ύπνος πολλές φορές τις νύχτες στα τωρινά τα χρόνια της ζωής μου, και μάταια προσπαθώ τα μάτια μου κλειστά να τα κρατήσω. Αυτός….αυτός ο ύπνος λέω, αυτός…. που σαν κλέφτης ξεγλιστρά απ’τα ματόκλαδά μου και φεύγει μετά την άνομη κλεψιά του, να κοιμηθώ τα βράδια δεν με αφήνει. Μία ρωγμή, μια χαραμάδα ανάμεσα στα κουρασμένα βλέφαρά μου παραβιάζει το παρόν, σπάει τη συνοχή τού χρόνου και ξεχύνεται στα περασμένα τα παλιά. Στα πέρατα της θάλασσας των όμορφων των παιδικών μου χρόνων με πηγαίνει.  Θάλασσα η μνήμη και εγώ ταξιδευτής βαρκάρης ψάχνω στεριές ν’ αράξω, τον νου να ξεκουράσω. Άλλες πάλι φορές τούτη η ρωγμή σκίζει, χωρίζει τα νερά στα δυο κι ανοίγει πέρασμα στεριανό σαν του Χριστού το θάμα στον Ιορδάνη ποταμό. Πέρασμα που με οδηγεί σε νοητικές οάσεις γεμάτες εικόνες, μυρωδιές κι ακούσματα που στη μνήμη μου ανεξίτηλα έχουν χαραχτεί. Στο παρελθόν. Εκεί η μνήμη μου με πάει, καθώς και αυτή μαζί μου ξαγρυπνά.

Και είναι αυτό, απόρροια μιας σκέψης που από τον νου πολλών σαν και εμένα ίσως να περνά, καθώς τα χρόνια τις πλάτες μας βαραίνουν. Τρομάζω στη ιδέα πως κάποια στιγμή, μπορεί το παρελθόν αυτό να χάσω, να ξεχάσω, καθώς το μέλλον σπρώχνει, στριμώχνει το παρόν και απειλητικά με πλησιάζει. Και τούτο….. τούτο το μέλλον λέω, πως, σαν μια μονάχα στάλα χρονική μου φαίνεται πως είναι μπροστά σ’όλα τα χρόνια της ζωής μου, δίχως αυτό όμως να με φοβίζει. Η λήθη μονάχα με φοβίζει.

*

Στα παιδικά μου χρόνια, σαν θάλασσα λογάριαζα τον κάμπο. Τον κάμπο αυτόν, που γλιστρούσε κατηφορικά με κλίση μικρή μέχρι τα μαύρα χώματα, κάτω από τα τελευταία σπίτια του χωριού μου, και απλώνονταν ως πέρα στα βορινά ψηλά βουνά θάλασσα τα μάτια μου τον έβλεπαν. Κι ήταν κι άλλες βουνοκορφές που την μεγάλη πεδιάδα κύκλωναν απ’άκρη σ’άκρη. Και από τα ανατολικά και από τη μεριά της δύσης, και λίγο από τον νότο.

Θάλασσα ονειρική!

Έτσι έβλεπα τον κάμπο, έτσι το λογάριαζα, έτσι τον ήθελα και μέσα μου του άλλαζα μορφή.

Θάλασσα του ονείρου!

Απόβραδα πολλά, πάρα πολλά, και νύχτες άλλες τόσες, καθόμουν στα σκαλιά μπροστά στο πατρικό μου σπίτι ώρα πολλή και ονειροβατούσα. Εκείνες τις καλοκαιρινές ζεστές νύχτες, τις ήσυχες τις σκοτεινές τις νύχτες των παιδικών μου χρόνων, έστρεφα τα μάτια μου ψηλά και χανόμουν μέσα στα τρίσβαθα της γαλακτόχρωμης φωτεινής λωρίδας με τα αμέτρητα αστέρια που χώριζε στα δυο τον ουρανό. Από το νότο στο βορρά κυλούσε η ματιά μου σε αυτή τη θαυμαστή ουράνια λεωφόρο, κι ύστερα το βλέμμα μου στέκονταν κάτω χαμηλά στη θάλασσά μου, χάραζα πορεία και άνοιγα πανιά. Σε δρόμους που έβλεπα να ξανοίγονται μπροστά μου προς όλες τις μεριές του κάμπου ταξίδευα. Διάλεγα έναν και έφευγε ο νους μου μαζί με το κορμί μου. Το πίστευα αυτό και από τότε ακόμα το πιστεύω πως μπορεί ο νους να το καταφέρει αυτό. Να σύρει μαζί του το κορμί, μπορεί. Όπως για τους νησιώτες μεσοπέλαγα η θάλασσα γεμάτη δρόμους είναι, έτσι και για μένα ο κάμπος τις νύχτες ήταν. Κι ήταν τα λιγοστά φώτα των χωριών καταμεσής της θάλασσάς μου, εξωτικά νησιά. Έτσι μου φαίνονταν. Και στις απέναντι ακρογιαλιές, χτισμένες πολιτείες… άλλες μικρές, κι άλλες μεγάλες ήταν. Μα η πιο σπουδαία από τις πολιτείες όλες, που σε μια του σχολειού μας εκδρομή την θαύμασα κι έμαθα τότε πολλά για εκείνη, ήταν η αρχαία πολιτεία που Κρηνίδες ήταν το όνομά της. Ύστερα, σαν την κατέκτησε ο Φίλιππος, Φιλίππους την ονόμασε, κι έτσι από τότε το όνομά της έμεινε. Του μεγάλου Αλεξάνδρου ο πατέρας ήταν ο Φίλιππος, και  ο μέγας Αλέξανδρος ήταν αυτός που με μια σπαθιά έκοψε και διέλυσε τον Γόρδιο δεσμό, αναφωνώντας:

“Ό,τι δεν λύεται, κόπτεται.” Κι αυτό εγώ άργησα για να το καταλάβω.

Κι είχαν οι Φίλιπποι, κτίρια αρχαία και ρωμαϊκά, και δρόμους, κι αγορά, κι αψίδες και ναούς, παλαιοχριστιανικές βασιλικές, περιτοιχίσματα κι άλλα οικοδομήματα περίτεχνα χρηστικά της εποχής, και δάπεδα στολισμένα με όμορφα πολύχρωμα ψηφιδωτά. Ψηλά σε ένα λόφο ήταν χτισμένη η Ακρόπολη, το κάστρο με τα τείχη, και στα ριζά του λόφου, το θέατρο, το Αρχαίο.

*

Ο δάσκαλος μας μιλά, μας εξηγεί τα μέρη του θεάτρου, την ορχήστρα, το κοίλο, τα διαζώματα, τα εδώλια και τις ακτινωτές τις σκάλες. Ακούω και δεν ακούω τι λέει. Ο νους μου αλλού. Σε εκείνους τους αρχαίους τους ανθρώπους. Μας αφήνουν για λίγο ελεύθερους. Ανεβαίνω τρέχοντας από τις κεντρικές τις στενές τις σκάλες ως το πιο ψηλό σημείο του θεάτρου, και κοιτώ απέναντι πέρα από τον κάμπο μακριά. Φαίνεται το χωριό μου με το κάστρο του. Του μεγάλου Αλεξάνδρου το κάστρο. Όμορφο που είναι! Χάνομαι.

Κάποια στιγμή ακούω την τσιριχτή σφυρίχτρα του δασκάλου. Φεύγουμε.

*

Βράδυ στο χωριό μου. Περασμένη η ώρα. Κρύο πολύ, παγωνιά. Ρίχνω ένα χοντρό ζεστό πανωφόρι πάνω μου και βγαίνω έξω στην ταράτσα του πατρικού μου. Κοιτώ γύρω μου. Στον νότο πίσω μου δεσπόζει ο σκοτεινός όγκος του Παγγαίου. Κοιτώ ψηλά στον ουρανό. Ούτε που διακρίνεται ο Γαλαξίας. Κάτω στον κάμπο, η θάλασσά μου είναι καταφώτεινη. Άλλαξαν οι χρόνοι. Φώτα παντού. Χάθηκε η ομορφιά της σκοτεινιάς της εποχής εκείνης. Οι δρόμοι της θάλασσάς μου όμως είναι εκεί. Παίρνω μερικούς και ταξιδεύω. Ύστερα κοιτώ το φωτισμένο κάστρο του χωριού μου, και η ματιά μου ακολουθεί τον δρόμο που οδηγεί απέναντι στο κάστρο των Φιλίππων. Είναι περίεργος ο χρόνος. Ότι θέλει κάνει. Τρέχει μυριάδες εκατομμύρια φορές από το φως πιο γρήγορα, φεύγει μπροστά, πηγαίνει πίσω, αργοπορεί, κι όποτε θέλει σταματά.

Κάπου εκεί ψηλά καθισμένο σε ένα εδώλιο πάνω από το τελευταίο διάζωμα του αρχαίου θεάτρου ένα παιδί κοιτά προς το μέρος μου….

Κρύο πολύ, παγωνιά.

Μπαίνω μέσα στη ζεστασιά του σπιτιού μου και ετοιμάζομαι να ξαπλώσω.

Σκέφτομαι πως θα ήθελα να κοιμηθώ και να χαθώ στο χρόνο. Κι ύστερα να ξυπνήσω στο τότε. Σε μια από εκείνες τις καλοκαιρινές, ζεστές, σκοτεινές βραδιές.

Να διαβώ γι ακόμη μια φορά τη λεωφόρο του ουρανού και να ανοίξω πανιά στη θάλασσά μου!

 

Παλαιοχώρι Παγγαίου

22.01.2020

Διαβάστε επίσης