«Γράφω __ μια απόπειρα», A’ μέρος

 «Γράφω __ μια απόπειρα», A’ μέρος

26/11/2023

Credo nella violenza? Be’, non credo nella violazione. Πιστεύω στη βία; Λοιπόν, δεν πιστεύω στην παραβίαση.  Franco Fortini * Γεννημένος τη μέρα της Nakba

Ο όρος Nakba («καταστροφή» στα αραβικά) αναφέρεται στην κατοχή του 78 τοις εκατό της Παλαιστίνης, η οποία συνέβη το 1948 μέσω εθνοκάθαρσης, σφαγών και της ίδρυσης του «Ισραήλ» στην περιοχή αυτή. Ο παλαιστινιακός λαός τιμά τη μνήμη της Nakba στις 15 Μαΐου κάθε χρόνο.

Αν και οι ιστορικοί την ορίζουν ως πόλεμο που έλαβε χώρα μεταξύ 1947 και 1949, πολλοί υποστηρίζουν ότι η Νάκμπα συνεχίζεται καθώς το σιωνιστικό αποικιακό πληθυσμιακό σχέδιο συνεχίζει να σκοτώνει, να απαλλοτριώνει απομακρύνει και να εκτοπίζει παλαιστίνιους.

Η απολίτιστη στάση σας ξαναέγραψε την αυτοβιογραφία μου
γροθιές στο στομάχι,
λεπίδες για γλώσσες,
ένα στόμα έγκυο από βροντή.

Η ασυδοσία σας μου είπε να απομακρυνθώ,

να παρακολουθώ,
να ακούω.

Γεννήθηκα στην πεντηκοστή επέτειο
της Νάκμπα
από μια μητέρα που μάζευε ελιές
και σύκα
και άλλα κορανικά εδάφια, uattiini uazaituun.
Το όνομά μου: μια βόμβα σε ένα λευκό δωμάτιο,
ένας ύποπτος όρθιος
σε ένα αεροδρόμιο,
μια πολιτική χωρίς επιλογές.

Γεννήθηκα την πεντηκοστή επέτειο της Nakba.
Έξω από το νοσοκομείο:
διαμαρτυρίες, λάστιχα που καίγονται,
πρόσωπα τυλιγμένα στα κεφίγιε και γυμνά σώματα,
πέτρες που ρίχνονται στα τεθωρακισμένα,
τανκς με σημαίες των Ηνωμένων Πολιτειών,
εδάφη που μυρίζουν δακρυγόνα, ουρανοί χτισμένοι
λαστιχένιες σφαίρες,
κάποια σώματα τραυματισμένα, νεκρά – πέθαιναν
αριθμοί στην πρώτη σελίδα.

Εγώ
και η αδερφή μου
γεννηθήκαμε.

Μια γέννα διαρκεί περισσότερο από μια τελευταία ανάσα.
Στην Παλαιστίνη ο θάνατος είναι ξαφνικός,
άμεσος,
συνεχής,
λαμβάνει χώρα ανάμεσα σε μία ή περισσότερες ανάσες.

Γεννήθηκα ανάμεσα στην ποίηση
της πεντηκοστής επετείου.
Έξω από το νοσοκομείο
οι ύμνοι της απελευθέρωσης
έλεγαν στη μητέρα μου
να σπρώξει.

*

Γι’ αυτό είναι που χορεύουμε

Το σπίτι στις αναμνήσεις μου είναι ένας πράσινος καναπές, ξεφτισμένος
και η γιαγιά μου σε κάθε ποίημα:
κάθε γιασεμί καλλιεργημένο σε καταστολή,
κάθε αντίδραση παγιδευμένη στα δακρυγόνα,
και το δακρυγόνο, να γιατρεύεται με γιαούρτι και κρεμμύδια,
με ανθεκτικότητα,
με γυναίκες να φωνάζουν εν χορώ, να χτυπούνε
κατσαρόλες και τηγάνια σαν ταμπούρλα
στον ήχο από κατάρες και hasbiyallah.

Αυτοί χρησιμοποιούν τα τανκς, εμείς γνωρίζουμε τις πέτρες.
2008, κατά τους βομβαρδισμούς της Γάζας
το τελετουργικό μου στην τηλεόραση
περνούσε από τα συλλυπητήρια
στον αιγυπτιακό χορό της κοιλιάς.
Ταλαντωνόμουν ανάμεσα στο μίσος και τη λατρεία,
στοίβαζα και αποθησαύριζα τους λόγους για να ζεις του Νταρβίς,
μερικές φορές πιστεύοντάς τους
μερικές φορές βουτώντας το ψωμί στη συγκατάβαση,
γνωρίζοντας ότι ένα παιδί δεν έχει ψωμί, στη Χαν Γιουνίς,
βουτηγμένο στα ερείπια μιας στέγης…

Αν με ρωτάτε από πού είμαι, δεν θα απαντήσω με μια μόνο λέξη. Ετοιμαστείτε καθίστε, συμμαζευτείτε, ετοιμαστείτε.
Αν ακούτε να μιλούν για έναν κόσμο διαφορετικό από τον δικό σας
και αυτό σας κάνει να νιώθετε άβολα,
πιείτε τη θάλασσα,
κόψτε τα αυτιά σας,
φτιάξτε μια άλλη φούσκα για να περικλείσετε σε μια φούσκα τη φούσκα σας και την πρόφαση.
Τινάξτε στον αέρα μια άλλη πόλη από σώματα στο όνομα του φόβου.

Γι’ αυτό χορεύουμε: Ο πατέρας μου μου έλεγε: «Ο θυμός είναι μια πολυτέλεια
που δεν μπορούμε να την επιτρέψουμε».
Πόζαρε, ήρεμος, ήσυχος – γέλα όταν σου κάνουν ερωτήσεις, χαμογέλα όταν μιλάνε, απάντησε τους,
εκπαίδευσε τους.

Γι’ αυτό είναι που χορεύουμε:
Αν μιλώ, είμαι ένας κίνδυνος.
εσείς μένετε με το στόμα ανοικτό,
σηκώνετε τα φρύδια.
Σημαδεύετε με το δάχτυλο.
Γι’ αυτό χορεύουμε:
Έμείς έχουμε τα πόδια πληγωμένα, αλλά ο ρυθμός παραμένει,
δεν έχει σημασία τι επίθετα κουβαλάω στους ώμους μου.

Γι’ αυτό είναι που χορεύουμε:
Γιατί το να φωνάζεις δεν είναι δωρεάν.
Εξηγήστε το μου παρακαλώ:
Γιατί ο θυμός – ακόμη και ο θυμός – είναι πολυτέλεια για μένα;

Παγκάκια με δόντια

Ζω από ανθρώπους των οποίων τα κρεβάτια
είναι ένα μαξιλάρι και μια κουβέρτα,
μια θέση στο λεωφορείο,
μια στάση λεωφορείου χωρίς θέσεις,
μια σκληρή και κρύα άσφαλτος,
ένα δυναμικό επάνω στο οποίο κοιμόντουσαν ή
το οποίο τους έκλεψαν. Ζω από ανθρώπους
των οποίων τα όνειρα είναι
επαρκή,
αλλά όχι αρκετά εγωιστικά,
των οποίων τα όνειρα στερούνται επίθετων, αναβλήθηκαν,
χαρτόδετα
και πεινασμένα.
Του είπαν να βρει το γυαλί μέσα στην άμμο,
πεινασμένα όνειρα γενναιοδωρίας
και τσιμέντο
που φτύνονται έξω
δίχως κυνόδοντες.

Κανένα δολάριο δεν είναι κουβέρτα
κανένα φταίξιμο είναι ένα τραπέζι
στο οποίο να σερβίρετε γεύματα ή
στο οποίο
θα μπείτε σε συζήτηση
της ανθρωπιάς τους.

Κανένας ήχος ή νεύμα
μπορεί να χρηματοποιήσει την οργή μου
όταν νιώθω ρίγη να κτοταλίζουν σαν φωτιές
από την κρεβατοκάμαρά μου.

Κανένα ποίημα ούτε ανάρτηση δεν είναι αρκετό για να μεταμορφώσει
την σκηνούπολη όπου μένουν σε μια σκηνή.
Κανείς τους δεν έσκυψε να μαζέψει τις προσευχές μας για να υφάνει με αυτές
ένα σπίτι ή μια κουκούλα.

Ζω ανάμεσα από ανθρώπους για τους οποίους τα ταβάνια είναι πολυτέλεια,
έτσι, το βράδυ στο πάρκο, τα παγκάκια έχουν δόντια
με τις άκρες προς τα πάνω, βυθισμένα στη σάρκα του ύπνου
και για τα οποία ο γαληνίτης είναι ένα υποχρεωτικό μοτέλ
για όταν η πόλη αποφασίζει να ξεσκονίσει τα μαξιλάρια.
Κάθε πρωί περνάω δίπλα σε αυτούς τους ανθρώπους,
στριμωγμένους κάτω από γέφυρες και σε δραστηριότητες υψηλού επιπέδου,
με κουκουλωμένες ταυτότητες,
ειδικά αυτές κάποιων καρπών:
καρπών που λυγίζουν ή
κόβονται ή
συλλογίζονται τον θάνατο σημαδεμένοι από τις χειροπέδες ή
δεμένοι με μια ατυχία ή ένα χρέος.

Ζω από ανθρώπους των οποίων η ανακούφιση
είναι ένα γνωστό φρούτο
και διαβόητο,
των οποίων η ανακούφιση είναι κρίματα, σεξ,
ιστορίες από μετακινούμενα τούβλα
ή τούβλα που εκτοξεύονται
ενάντια σε γουρούνια με στολή,
η αναπόληση ενός κρεβατιού.
Ζω από ανθρώπους που τα στρώματα τους είναι αναμνήσεις,
είναι ουσία,
είναι χωρίς φτερά,
δίχως πατέρα
με ελατήρια, γερμένα προς τα πίσω
και βαδίζουν προς τα πάνω με
τις γυμνές τους αγελάδες, τις ταραγμένες, κομμένες ραχοκοκαλιές τους
οι ιστορίες τους χάθηκαν, τα μάτια τους
κυνηγώντας ένα δολάριο σε ένα δείπνο
αλλά όχι δολάριο oύτε ένα δείπνο,
ούτε μια διαμαρτυρία ούτε πρόσχημα.
Ούτε μια διαμαρτυρία ούτε μια πρόφαση

*

Κανένας Μωυσής στην πολιορκία

Στις 16 ιουλίου 2014, ενώ παίζαμε ποδόσφαιρο σε μια παραλία της Γάζας, τέσσερα αγοράκια ηλικίας μεταξύ εννέα και δεκατεσσάρων ετών σκοτώθηκαν από σφαίρες που προέρχονταν από ισραηλινό σκάφος.

Είναι επειδή δεν υπήρχαν άλλοι τάφοι στη Γάζα
που μας φέρατε στην παραλία να πεθάνουμε;

Είναι επειδή το να μας καταστήσετε ερείπια στα σπίτια μας,
σαν τα ξαδέρφια μας, όπως τα μέλλοντα μας,
σαν τους θεούς μας,
θα σας ενοχλούσε;

Είναι διότι στα νεκροταφεία μας χρειάζονται νεκροταφεία και
στις ταφόπλακες μας χρειάζονται σπίτια;

Μήπως επειδή στους πατεράδες μας χρειάζονταν περισσότερα συλλυπητήρια;

Ήμασταν μέλη στον άνεμο,
η χαρά μας συνετρίβη στην ακτή.
Μπάλα ποδοσφαίρου ανάμεσα στα πόδια μας
ήμασταν η μπάλα ανάμεσα στα πόδια τους.
Πουθενά, κανένα μέρος να το σκάσεις. Κανένας Μωυσής στην πολιορκία.
Κύματα ραμμένα μαζί, κεντημένα, πλεγμένα
αδιάβατα, αδιαίρετα, χάσμα – απίθανο,
σχεδόν κάθε μέρα κλαίμε εν αναμονή.

Θαυμάζαμε τα σύννεφα, ανεβήκαμε στα σύννεφα.
Εδώ, γνωρίζουμε δύο ήλιους: τον φίλο της γης
και το λευκό φώσφορο.
Εδώ, γνωρίζουμε δύο πράγματα: τους τελευταίους αναστεναγμούς και τις λίγες ανάσες που προηγούνται.

Τι λέτε στα παιδιά σχετικά με το γιατί δεν χωρίζει η Ερυθρά Θάλασσα;

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος

Διαβάστε επίσης