Από το παράθυρό μου: Ο θίασος, του Τάσου Βιζικίδη

 Από το παράθυρό μου: Ο θίασος, του Τάσου Βιζικίδη

Ήχοι από σπάσιμο γυαλικών ανάκατοι με τσιρίδες με φέρνουν στο παράθυρο…

Ακούω γδούπους, έπιπλα που πέφτουν, πόρτες που βροντάνε…. Στην απέναντι πολυκατοικία, η ανοιχτή μπαλκονόπορτα του δευτέρου δυναμώνει τους ήχους που φτάνουν στα αυτιά μου μαζί με βρισιές κι απειλές: «Τώρα θα δεις…», «Άχρηστο πράγμα…», «Βρομιάρα…» που τις ακολουθούν βογγητά.

Να δεις που η γειτόνισσα πάλι έπεσε στο μπάνιο. Όλη η γειτονιά γνωρίζει πως τα πλακάκια του ζευγαριού του δεύτερου είναι από εκείνα τα επικίνδυνα που γλιστράνε… Περνάει κάμποση ώρα. Ο γείτονας βγαίνει στο μπαλκόνι με τον καφέ στο χέρι.

Ανάβει τσιγάρο, φέρνει το φλιτζανάκι του καφέ στα χείλη, η ρουφηξιά του μερακλίδικη συνοδεύεται από ένα μακρόσυρτο «άααχ» ικανοποίησης. Δείχνει γαλήνιος, λες και δεν βγήκε από το σπίτι με το μπάνιο με τα γλιστερά πλακάκια…

Κάποια στιγμή βγάζει τα γυαλιά του, τα χνωτίζει, τα τρίβει στην μπλούζα του. Πότε τα σηκώνει ψηλά, πότε τα φέρνει δεξιά του, πότε αριστερά του. Κατοπτεύει τη γειτονιά… Το πριν λίγο θηρίο τώρα το παίζει αλεπού…

Ξεμένω στο παράθυρο μέχρι το σούρουπο προσπαθώντας να δροσιστώ από το ξεστρατισμένο αεράκι που έρχεται μέχρι εδώ… Η είσοδος της απέναντι πολυκατοικίας φωτίζεται. Το ζευγάρι του δευτέρου εξέρχεται… Κοντοστέκονται, εκείνος περνάει το χέρι του στον ώμο της, σκύβει τη φιλάει. Εκείνη ανταποκρίνεται στο φιλί που κρατάει όσο το φως στην είσοδο…

Χάνονται για λίγο, τους ξαναβλέπω μέσα στο απόκοσμο κιτρινωπό φως του στύλου. Όμως, δεν μένουν μόνοι… Το ζευγάρι του πρώτου ‒απ’ την ίδια πολυκατοικία‒ ξεκολλάει απ’ το σκοτάδι και μπαίνει με φούρια στο ιδιότυπο σκηνικό…

Τα δυο ζευγάρια ακροβολίζονται, ανταλλάσσοντας ίσως φιλοφρονήσεις σαν τα μέλη ενός θιάσου που βρίσκεται ολόκληρος επί σκηνής για να μαζέψει το χειροκρότημα που του ανήκει. Ακούγονται και φαίνονται ευδιάθετοι αν κρίνω από τα χαχανητά και τις πλατιές χειρονομίες.

Υποθέτω πως ανακυκλώνουν τις κοινοτοπίες που λίγο-πολύ όλοι ανακυκλώνουμε σε τέτοιες περιστάσεις. «Πόσο σικάτη είσαι…», «Τι είναι αυτή η υπέροχη μυρωδιά, το άρωμά σου;», «Πήγαμε σ’ αυτό το καινούργιο γαστρόμπαρο…», «Άλλαξαν οι εποχές…», «Προχθές πήρα το αυτοκίνητο απ’ το σέρβις και σήμερα χάλασε», «Υπάρχουν ευθύνες για τις πυρκαγιές…»…

Ικανοποιημένα από το άηχο χειροκρότημα τα ζευγάρια χωρίζουν, πισωπατούν σαν ηθοποιοί που αποχωρούν στο τέλος της παράστασης και γίνονται ξανά ένα με το σκοτάδι. Ένα χαρτί που μοιάζει με εισιτήριο στροβιλίζεται κάτω από το φως του στύλου. Από ποιο χέρι έπεσε άραγε;

Κλείνω το παράθυρο.

Διαβάστε επίσης