21/05/2025
Όταν γεννήθηκε ο Χοσέ Μουχίκα, στην μακρινή 20η μαΐου 1935, δύο κόμματα, το Εθνικό (PN) el Nacional (ή Blanco, λευκό) και το Κολοράντο-Colorado (PC), όχι μόνο έδιναν δομή και άρθρωση στην πολιτική ζωή της χώρας, αλλά εξέφρασαν και την ψυχή της με κάποιο τρόπο.
Αυτά τα κόμματα εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά πιθανότατα σταμάτησαν να εκπροσωπούν αυτό που κάποτε εκπροσωπούσαν εδώ και πολύ καιρό. Και τι αντιπροσώπευαν; Το παλιό PN έχει θεωρηθεί ως το κόμμα της παράδοσης και το παλιό PC ως το κόμμα της νεωτερικότητας. Τα πολύ αδύναμα κόμματα της ουρουγουανής αριστεράς εκείνων των ετών —αστικά, φωτισμένα, κοσμοπολίτικα και προοδευτικά— ήταν, φυσικά, πιο κοντά στο δεύτερο παρά στο πρώτο. Αλλά προς τα μέσα του αιώνα, όταν ο Μουχίκα ήταν περίπου 20 ετών, αυτή η φυσική συγγένεια άρχισε να διαταράσσεται, γράφει ο Aníbal Corti.
Ο μαρξισμός του δέκατου ένατου αιώνα, αυτός της Δεύτερης Διεθνούς, εκείνος των Κάουτσκι, Μπέμπελ και άλλων (που στην Ουρουγουάη ενέπνευσαν την κατανόηση της πραγματικότητας και την πολιτική δράση του Σοσιαλιστικού Κόμματος [PS] του Εμίλιο Φρουγκόνι, de Emilio Frugoni) είχαν διδάξει ότι ο καπιταλισμός λειτουργεί προς την κατεύθυνση της ιστορικής προόδου, αναπτύσσοντας αναγκαστικά και αδιάκοπα τις παραγωγικές δυνάμεις, μέχρι αυτές να ξεπεράσουν ή να υπερβούν τον ίδιο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Η οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική πρόοδος ακολουθεί επομένως μια γραμμική πορεία. Αλλά ο μαρξισμός του 20ού αιώνα, αυτός που αναπτύχθηκε εντός της Τρίτης Διεθνούς, του Λένιν, του Τρότσκι, του Μάο και άλλων (ο οποίος στην Ουρουγουάη ενέπνευσε, τουλάχιστον στη σοβιετική του εκδοχή, την κατανόηση της πραγματικότητας και την πολιτική δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος) τροποποίησε τον μαρξισμό του 19ου αιώνα από αρκετές απόψεις.
Ο μαρξισμός του εικοστού αιώνα κατέληξε να υποστηρίζει ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι ουσιαστικά πολωτική και ότι τροφοδοτεί την ανάπτυξη των κεντρικών χωρών με κόστος την υπανάπτυξη του περιφερειακού κόσμου. Έπειτα ήρθαν οι θεωρίες της παγκόσμιας συσσώρευσης και της εξάρτησης, αλλά, ο σπόρος, το μικρόβιο ήταν ήδη εκεί.
Υπό το πρίσμα αυτής της προοπτικής, αρκετοί μαρξιστές αναθεώρησαν την παλιά ιδέα ότι ο καπιταλισμός λειτουργεί προς την κατεύθυνση της ιστορικής προόδου. Αυτό μπορεί να ισχύει στις κεντρικές χώρες, υποστήριξαν, αλλά δεν ισχύει στην περιφέρεια. Στα περιθώρια του κόσμου, ο καπιταλισμός αναγκαστικά παράγει υπανάπτυξη. Όχι μόνο δεν λειτουργεί προς την κατεύθυνση της ιστορικής προόδου, αλλά την καθυστερεί επ’ αόριστον. Η αντίσταση στη διείσδυση του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού στην περιφέρεια, επομένως, δεν είναι αντιδραστική (όπως θα υπαινισσόταν η κλασική μαρξιστική ανάλυση), αλλά προοδευτική. Οι μοντονέρας, οι καουντίλιος-los caudillos [1], οι εμφύλιοι πόλεμοι και, γενικά, οι εξεγέρσεις του αγροτικού κόσμου ενάντια στις διαφορετικές μορφές καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού αποκτούν έτσι ένα θετικό νόημα: προσανατολίζονται προς την κατεύθυνση της ιστορικής ανάπτυξης (στο βαθμό που αποτελούν μια εστία αντίστασης στην ιμπεριαλιστική διείσδυση) και όχι εναντίον της. Οι επιταγές της παλιάς μαρξιστικής ιστοριογραφίας ανατρέπονται. Μακράν του να εκφράζουν μια πρωτόγονη νοοτροπία και να αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα των πιο καθυστερημένων τομέων, αυτά τα φαινόμενα βρίσκονται πλέον στο δρόμο της προόδου.
Αυτές οι ιδεολογικές μεταλλάξεις εντός της αριστεράς (εκτός από μάλλον ανέκδοτες οικογενειακές περιστάσεις) σίγουρα εξηγούν, τουλάχιστον εν μέρει, γιατί ένας πολύ νεαρός Μουχίκα, ο οποίος, όπως είπε στον Μιγκέλ Άνχελ Καμποντόνικο, Miguel Ángel Campodónico, ήταν ήδη σαφώς καθορισμένος στις ιδεολογικές συντεταγμένες της αριστεράς, θα γινόταν μαχητής του Εθνικού Εθνικού Κόμματος (PN) και, ιδιαίτερα, της πιο παραδοσιακής (ή και αντιδραστικής) πτέρυγάς του: του Ερρερίσμο, el Herrerismo, του ρεύματος του παλιού καουντίγιο Λουίς Αλμπέρτο ντε Ερέρα, Luis Alberto de Herrera, που εκείνη την εποχή είχε συμμαχήσει με τους αγροτοκράτες του Μπενίτο Ναρντόνε, Benito Nardone.
Ο Μουχίκα ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα σαφώς καθορισμένος εντός των ιδεολογικών συντεταγμένων της αριστεράς, αλλά κινούνταν, όσον αφορά την κομματική στράτευση, στις τάξεις του ερεριστικού εθνικισμού. Η ομάδα στην οποία ανήκε ο Μουχίκα, αυτή του Ενρίκε Έρο, Enrique Erro, αποσχίστηκε από το PN και για τις εκλογές του 1962 σχημάτισε μια βραχύβια και ανεπιτυχή συμμαχία με ένα PS που δεν ήταν πλέον εκείνο του Φρουγκόνι, αλλά του Βίβιαν Τρίας, Vivian Trías. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό. Χωρίς απαραίτητα να εγκαταλείψει την λευκή κοσμοθεωρία του και ίσως ακόμη και χωρίς να πάψει να είναι Ερρερίστα, ο Μουχίκα εντάχθηκε στο νεοσύστατο Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα-Τουπαμάρος, Movimiento de Liberación Nacional-Tupamaros, μια οργάνωση της οποίας οι τάξεις αρχικά τροφοδοτούνταν από άλλους λευκούς όπως ο ίδιος, σοσιαλιστές, αναρχικούς και, γενικότερα, ανθρώπους με τις πιο ποικίλες ιδεολογικές πεποιθήσεις.
Εκείνη την εποχή, οι σοσιαλδημοκρατικές θέσεις του Φρουγκόνι, που κάποτε αποτελούσαν την επιτομή του προοδευτισμού, άρχισαν να θεωρούνται αντιδραστικές (επειδή ήταν αφηρημένες, οικουμενικές και κοσμοπολίτικες· διότι θεωρούνταν, ορθώς ή λανθασμένα, πως ευθυγραμμίζονταν με τα συμφέροντα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού), και εκείνες του Ερέρα, που κάποτε αποτελούσε την επιτομή του αντιδραστικού παραδοσιακισμού, άρχισαν να θεωρούνται προοδευτικές (για το ότι ήταν εθνικιστικές, ριζωμένες στη γη και την παράδοση και αντιιμπεριαλιστικές). Λόγω των ειρωνειών της ιστορίας, πολλοί ανήσυχοι νέοι εκείνων των χρόνων πήγαν να αναζητήσουν το μέλλον στο παρελθόν. Η αριστερά έκανε την εθνικιστική της στροφή, τη στροφή της προς την καθιέρωση του άξονα έθνος/αντι-έθνος ως θεμελιώδους ή ουσιώδους στην οργάνωση των πολιτικών αγώνων στον περιφερειακό κόσμο, στα περιθώρια του παγκοσμιοποιημένου συστήματος καπιταλιστικής παραγωγής. Εκείνες ήταν επίσης οι εποχές της κουβανικής επανάστασης, της κινεζικής επανάστασης και της αναταραχής στις φτωχογειτονιές του πλανήτη.
Η ιστορία που ακολουθεί είναι γνωστή και δεν χρειάζεται να την αναφέρουμε εδώ.
Μέχρι την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα δεν είχαν απομείνει άλλοι λευκοί καουδίγιος. Όχι, τουλάχιστον όχι από εκείνους που ήταν φορείς της παραδοσιακής και αντιμοντέρνας κοσμοθεωρίας που είχε θεωρηθεί ως η ουσία αυτής της πολιτικής κοινότητας. Το PN δεν ήταν πλέον το κόμμα της παράδοσης, αλλά μάλλον ένα κόμμα φιλελεύθερου και αντικρατικού εκσυγχρονισμού, ενώ το PC δεν ήταν πλέον το κόμμα της νεωτερικότητας, αλλά μάλλον ένα κόμμα παρεμβατικού κρατισμού με λίγο-πολύ μπατλιστικές αποχρώσεις, batllistas [2], ιδεολογική κληρονομιά που αργότερα υιοθέτησε το Ευρύ Μέτωπο, Frente Amplio (FA).
Ήταν κατά τη διάρκεια εκείνων των ετών που ο Μουχίκα, μέχρι τότε μόνο μετρίως γνωστός για το αντάρτικο παρελθόν του, άρχισε να ακολουθεί μια σταθερή πορεία προς την ανάδειξή του σε πολιτική προσωπικότητα διεθνούς σημασίας. Πέρα από τις προφανείς διαφορές με το παρελθόν του (σημειώστε, για παράδειγμα, την αποδοχή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και την ταυτόχρονη αποκήρυξη της πολιτικής βίας), ο Μουχίκα παρέμεινε ο ίδιος όπως πάντα. Η κοσμοθεωρία του διαμεσολαβούνταν από την ιδεολογική μήτρα του εθνικού και περιφερειακού σοσιαλισμού, η οποία εκφράστηκε στην Ουρουγουάη στα έργα συγγραφέων όπως ο Κάρλος Ρεάλ ντε Αζούα, ο Αλμπέρτο Μεθόλ Φερέ, ο Ρομπέρτο Άρες Πονς και ο προαναφερθείς Τρίας, Carlos Real de Azúa, Alberto Methol Ferré, Roberto Ares Pons y el ya mencionado Trías, μεταξύ πολλών άλλων.
Ο Μουχίκα δίδαξε ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε τη ζωή με τα μάτια ενός μπακάλη. Υποστήριζε ότι ο χρόνος δεν είναι μόνο παραγωγικός χρόνος, αλλά και χρόνος ουσιαστικής ύπαρξης, αγάπης, αιτιών σκοπών και αγώνων, ότι η γη δεν είναι μόνο η παραγωγική γη, αλλά και η γη που διαμορφώνει και περιέχει, το έδαφος των προγόνων και αυτών που πρόκειται να έρθουν, και, γενικά, ότι το μεγαλείο των πραγμάτων δεν χωράει μέσα στα αυστηρά όρια της αξίας τους στην αγορά.
Δίδαξε ότι η κοινωνία δεν είναι μια αγορά, ότι οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πολύ, πολύ περισσότερα από απλές εμπορικές σχέσεις, ότι οι θρίαμβοι και οι αποτυχίες είναι συχνά απατηλές και ότι οι τιμές του κόσμου είναι κενές. Δίδαξε επίσης ότι, όπως ακριβώς η τιμή που καθορίζεται από την αγορά δεν αποτελεί πραγματικό μέτρο της αξίας των πραγμάτων, έτσι και η επιτυχία δεν αποτελεί πραγματικό μέτρο της αξίας των ανθρώπων και η παραγωγική ικανότητα δεν αποτελεί πραγματικό μέτρο της αξίας των ανθρώπινων κοινωνιών. Υπερασπιζόταν την απλή ζωή, τις λιτές προτιμήσεις, την οικειότητα, τις μικρές χειρονομίες, την αφοσίωση και τη φιλία.
Ο Μουχίκα κήρυττε κατά των μάταιων τιμών του κόσμου, αλλά δεν μπορεί να ειπωθεί ότι του διέφευγαν. Όλες ήρθαν κοντά του, ή σχεδόν όλες. Τις αποδέχτηκε με φαινομενική παραίτηση, σαν να ήταν μέρος του καθήκοντός του ή ακόμα και του πεπρωμένου του.
Την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα, η προσωπικότητά του αντιπροσώπευε για πολλούς τη μεγάλη ελπίδα ότι μια δεύτερη κυβέρνηση του FA, του Ευρέως Μετώπου θα πραγματοποιούσε μια πολυαναμενόμενη στροφή προς τα αριστερά. Στα πέντε χρόνια που υπηρέτησε ως πρόεδρος της δημοκρατίας, εργάστηκε για να καταστρέψει σχολαστικά αυτές τις προσδοκίες. Η κυβέρνησή του ήταν κάθε άλλο παρά καλή. Χαρακτηρισμένη από αυτοσχεδιασμό και αδεξιότητα, ήταν μια σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή.
Τον θυμόμαστε αποκλειστικά για τις υψηλές διεθνείς τιμές των βασικών προϊόντων που τροφοδότησαν μια βραχύβια οικονομική άνθηση και για μια σειρά από πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών στις οποίες επέτρεψε να ακμάσουν. Είναι καλύτερα να μην μιλάμε καν για τους πολιτικούς του κληρονόμους.
Παρά την ριζική του αδυναμία ως κυβερνήτη, η ικανότητά του για χαρισματική ηγεσία παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη μέχρι το τέλος των ημερών του. Στον πυρήνα του ηγετικού του στυλ ήταν το να ενεργεί σαν να μην μετρούσε το προσωπικό κόστος. Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε αν ο Μουχίκα μέτρησε αυτά τα κόστη ή όχι, αν έδρασε βάσει αυτών ή όχι, αλλά σίγουρα έκανε να φαίνεται σαν να μην τα έλαβε ποτέ υπόψη. Τα κηρύγματά του για την αποστασιοποίησή του από τον κόσμο και το στυλ ηγεσίας του αναμφίβολα αλληλοενισχύονταν.
Ο Μουχίκα δεν ήταν ανόητος. Ήταν μια γριά αλεπού, έξυπνη και πονηρή, αλλά ποτέ δεν φαινόταν να θέτει την πονηριά του και τη μεγάλη του ικανότητα στους πολιτικούς ελιγμούς στην υπηρεσία των αποκλειστικών προσωπικών του συμφερόντων. Ποτέ δεν φαινόταν να επιδιώκει κέρδος ή προσωπικό όφελος. Το ύφος του ήταν άμεσο, χωρίς να τραβάει την προσοχή. Στην προσωπική του ζωή δεν έδειχνε ιδιαίτερη προσκόλληση στα υλικά αγαθά. Η εικόνα του ήταν αυτή της πλήρους αφοσίωσης, σώμα τε και ψυχή, στον σκοπό των ιδεών του. Η πολιτική δραστηριότητα ανέκαθεν παρουσιάζονταν, και συνεχίζει να παρουσιάζεται, ως υπηρεσία προς το κοινό καλό, αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι σήμερα η κύρια και ίσως η μόνη υπηρεσία που παρέχουν οι πολιτικοί είναι να εξυπηρετούν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς, όχι οποιονδήποτε σκοπό, στον οποίο γενικά δεν πιστεύουν πλέον. Ο Μουχίκα έδινε την εντύπωση κάποιου που πίστευε ειλικρινά σε έναν σκοπό. Φαινόταν πρόθυμος να του αφοσιωθεί ολοκληρωτικά. Απολάμβανε σχεδόν όλες τις τιμές του κόσμου, αλλά αυτό έμοιαζε να τον βαραίνει. Σαν να ήταν ένα τίμημα, ένας φόρος τιμής που έπρεπε να καταβληθεί.
Σε έναν κόσμο όπου τα πάντα είναι εισηγμένα στο χρηματιστήριο, συμπεριλαμβανομένης της αλήθειας, της ομορφιάς και της δικαιοσύνης, απορρίπτει, έστω και μόνο προφορικά, τις μάταιες εγκόσμιες τιμές που εξυψώνουν τη φιγούρα του.
Τώρα που είναι νεκρός, θα υπάρχουν εκείνοι που θα επιλέξουν να θυμηθούν εκείνες τις πτυχές της ζωής του που εκφράζουν μια πραγματική αποστασιοποίηση από τον κόσμο και μια αφοσίωση σώματος τε και ψυχής σε ένα ιδανικό, ενώ θα υπάρχουν εκείνοι που θα επιλέξουν να θυμηθούν ότι απολάμβανε όλες ή σχεδόν όλες τις τιμές του κόσμου και ότι του έλειπε η ικανότητα, και μερικές φορές η θέληση, να επιτύχει πραγματικά αποτελέσματα για τον σκοπό του.
Είναι μια ατελείωτη συζήτηση για το αν ο Μουχίκα πραγματικά περιφρονούσε αυτές τις τιμές ή απλώς προσποιούνταν ότι τις περιφρονούσε.
Άλλες φορές φαινόταν σαν να τις περιφρονούσε ειλικρινά, άλλες φορές πως απλώς προσποιούνταν. Η ασάφεια, η αμφισημία βρίσκεται στην ουσία του χαρακτήρα, της προσωπικότητας. Υπάρχουν εκείνοι που προτιμούν να το θυμούνται με έναν τρόπο και εκείνοι που προτιμούν να το θυμούνται με έναν άλλο τρόπο, δίνοντας έμφαση στη μία πτυχή ή στην άλλη. Ωστόσο, υπήρχε ένας βαθμός συνέπειας στη ζωή του που κανείς δεν αρνείται, ούτε καν οι πιο πικρόχολοι επικριτές του.
[1]. Οι Montoneras (Μοντοέρες) ήταν κυρίως στρατιωτικές ομάδες με έδρα την ύπαιθρο, που χρησιμοποιούνταν κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων του 19ου αιώνα στην Αργεντινή. Συνήθως ήταν ιππικό και διοικούνταν από τοπικούς ηγέτες (caudillos). Οι Montoneras ήταν ένα σημαντικό μέρος της στρατιωτικής δύναμης, ειδικά σε περιοχές όπου η κυβέρνηση δεν είχε πλήρη έλεγχο.
[2]. batllista (plural batllistas). υποστηρικτής του José Batlle y Ordóñez, προέδρου της Ουρουγουάης μεταξύ 1911 και 195…
Μιχάλης ‘Μίκε’ Μαυρόπουλος liberacion.cl
