Dark Mode Light Mode

Η δεσποινίς Μαριάνθη: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου

Περνώντας τα χρόνια και αναπολώντας την ζωή μου, ψάχνω να βρω όλους εκείνους τους παράγοντες που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα μου και πάντα καταλήγω σε εκείνους τους ανθρώπους, που με την ευρυμάθεια, τη μεταδοτικότητα και την καλοσύνη τους, φώτισαν σαν ήλιοι τους δρόμους στη ζωή μου.

Οι άνθρωποι αυτοί με συνεπήραν κάποτε, με ενέπνευσαν και έβαλαν τα λιθάρια για να οικοδομηθεί η προσωπικότητα μου και κατά πολύ ο χαρακτήρας μου. Δε βρίσκω άλλους που να επηρέασαν τόσο πολύ το βίο μου, όσο οι δάσκαλοί μου.

Μια τέτοια μορφή που την εύπλαστη ψυχή μου, εκεί στα έξι μου χρόνια, τη συγκίνησε βαθειά, ήταν η δεσποινίς μας, η Μαριάνθη. Ήταν η πρώτη δασκάλα μου. Δεν ήταν όμως αυτή η μοναδική πρωτιά που με είχε σημαδέψει τη ζωή μου η χαρισματική εκείνη γυναίκα.

Ήταν ο πρώτος μεγάλος μου έρωτας, η πρώτη ελπίδα μου για το μέλλον, ο πρώτος μεγάλος οδυρμός, η πρώτη μου μεγάλη απώλεια, ο πρώτος κλονισμός για τις αλήθειες των άλλων.

Πάρα πολλές πρωτιές θα μπορούσα να καταθέσω ακόμη που η νεαρή εκείνη δασκάλα είχε φυτέψει στην παρθένα ακόμη ψυχή μου, στα έξι μου χρόνια. Η δεσποινίς μας η Μαριάνθη ήταν στα αλήθεια ένα άτομο, που σπάνια συναντάς, και αν σου τύχει, θα είσαι πολύ τυχερός, από αυτά που θα εισκομίσεις στη ψυχή, από την συναναστροφή μαζί της.

Ήταν μια πεντάμορφη κοπέλα στα είκοσι δύο της η δασκάλα μας, μ’ ένα χρυσό φωτοστέφανο από τα ξανθά της μαλλιά να περιβάλλει το όμορφο πρόσωπο της. Τα γαλάζια της μάτια, δυο φωτεινοί ήλιοι, γεμάτοι θάλασσα είχαν μια απίθανη γλυκιά διεισδυτικότητα κατευθείαν στη ψυχή σου.

Η δεσποινίς μας, η Μαριάνθη, ποτέ δεν μπήκε στην τάξη κρατώντας μια βίτσα, όπως έκαναν όλοι οι άλλοι οι συνάδελφοι της στη δικιά μας μακρινή εποχή. Στην τάξη μας έμπαινε κρατώντας ένα κόκκινο γαρίφαλο πάντα και γέμιζε ο τόπος φως.

Η θέση της δεν ήταν στην έδρα μπροστά αλλά κάθονταν πάντα στο τέλος εκεί που ήταν τα μεγάλα παιδιά που δεν πρόλαβαν να πάνε στη ώρα τους στο σχολείο λόγω του πολέμου και της κατοχής.

Εκεί ήθελε να είναι η Δεσποινίς Μαριάνθη, γιατί εκείνα τα παιδιά είχαν ανάγκη, έπρεπε να μάθουν πιο γρήγορα τα γράμματα και η δεσποινίς μας η Μαριάνθη ήθελε να είναι κοντά τους.

Από τα τελευταία θρανία που ήταν τα αδικημένα παιδιά δεν έλειπαν μόνο τα γράμματα, έλειπε και το ψωμί έλειπε και το νερό έλειπε και το σαπούνι. Όλα έλειπαν εκεί και η παραμονή στο περιβάλλον τους ήταν δύσκολη γιατί η μυρωδιά της τσίκνας σε έτσουζε στα μάτια.

Εκεί διάλεξε η δεσποινίς μας να βάλει την καρέκλα της. Μας μάθαινε τα γράμματα που είχε στο μαγικό της σακούλι με μαγικό τρόπο. Και είχε πολλά γράμματα εκεί μέσα… Εμείς δεν ακολουθούσαμε τους άλλους που μάθαιναν τις λέξεις με το «που και ο πο  δου και ι δι πόδι».

Εμάς η δεσποινίς μας, μας τις μάθαινε τις λέξεις με μαγικό τρόπο. Είχε το μαγικό σακούλι της και από εκεί έβγαζε μαγικά γράμματα και εμείς τα γράφαμε στην πλάκα μας με το κοντύλι και γίνονταν το θαύμα.

Έβαζε το σταυροπόδι που ήταν το γ΄δίπλα του έβαζε ένα κάστανο που το λέγαμε άλφα, ένα τηλεφωνόξυλο που το είπαμε ταυ και δίπλα του ένα κάστανο ακόμη και γεννήθηκε μια γάτα στην πλάκα μας και στον πίνακα όπως το έγραψε η δεσποινίς μας.

Μετά πήρε το τηλεγραφόξυλο, έβαλε ένα φτυαράκι που το είπαμε λάμδα και έγινε θαύμα, η γάτα έγινε γάλα.Έτσι μάθαμε τα γράμματα και σ’ ένα μήνα αρχίσαμε να διαβάζουμε τις ταμπέλες τον καταστημάτων και να γνωρίζουμε πια τον κόσμο που μας περιέβαλε.

Κοντά στα Χριστούγεννα της πρώτης μας χρονιάς στο σχολείο διαβάζαμε πια καθαρά το βιβλίο και τα μεγάλα παιδιά τα μετέφεραν σε μεγαλύτερες τάξεις. Για τον λόγο αυτόν αυτά τα παιδιά λάτρεψαν πιο πολύ από όλους μας τη δεσποινίδα Μαριάνθη.

Στις αρχές του Απρίλη στην τάξη μας μπήκε η κυρία Μαρίκα της δεύτερης τάξης και μας είπε να περάσουμε στην δική της τάξη, γιατί η Δεσποινίς Μαριάνθη ήταν άρρωστη και δεν θα κάναμε μάθημα μαζί της μερικές μέρες.

Εμείς δεν θέλαμε να φύγουμε από την τάξη μας, θέλαμε την δασκάλα μας, τον άγγελο μας. Εμείς γνωρίζαμε ότι οι άγγελοι δεν αρρωσταίνουν και η δεσποινίς Μαριάνθη μας ήταν άγγελος!

Στο τέλος εκείνης της εβδομάδας το πρωί μπήκε στην τάξη ο κύριος διευθυντής, κάτι είπε στην κυρία Μαρίκα και άρχισε να κλαίει. Αρχίσαμε να κλαίμε και εμείς. Δεν ξέραμε όμως μέχρι τότε για ποιο λόγο.

Την άλλη μέρα που ήταν Κυριακή θα γίνονταν η κηδεία, είπε ο κύριος διευθυντής στην κυρία Μαρίκα, και θα πήγαινε και το σχολείο και ιδιαίτερα η δική μας τάξη. Πήγαμε όλοι οι μαθητές στο σπίτι της δεσποινίδας μας και εμάς μας έδεσαν στο μπράτσο ένα μαύρο πανάκι, ήταν το πένθος μας είπαν…

Για εμάς το πένθος και ο σπαραγμός δεν ήταν στο μπράτσο μας αλλά στη ψυχή μας, στην καρδιά μας: εκεί πονούσαμε. Στην Αγία Βαρβάρα που έγινε η κηδεία, ήμασταν γύρω από τη δασκάλα μας και σπαράζαμε από το κλάμα.

Η δασκάλα μας πεντάμορφη, είχε τα υπέροχα μάτια της κλειστά, ήταν λίγο πιο ωχρή και στα χείλη της το υπέροχο χαμόγελό της. Εμείς γύρω της σπαράζαμε από το κλάμα. Ο παπαΣτράτος σταμάτησε σε μια στιγμή την ακολουθία, ήρθε κοντά μας και μας είπε βαθιά συγκινημένος και αυτός ότι δεν πρέπει να κλαίμε αλλά να χαιρόμαστε που ο μεγάλος Θεός αγάπησε τη δασκάλα μας και την πήρε κοντά του.

Εμείς όμως δεν το δεχθήκαμε αυτό, ήταν αδικία! Η δασκάλα μας ήταν άδικο να φύγει από την ζωή, στα είκοσι τρία της, αφήνοντας τόσο πόνο στους ανθρώπους που την αγαπούσαν πολύ. Δεν μπορεί να την αγαπούσε περισσότερο από εμάς, κανείς άλλος…

Παναγιώτης Φώτου

 

Προηγούμενο άρθρο

Διεθνής εκπαιδευτική εμπειρία για το 4ο Γυμνάσιο Καβάλας (φωτογραφίες)

Επόμενο άρθρο

Στην κορυφή της Ευρώπης η Καβάλα: Ασημένιο μετάλλιο για τη Λαζάρου στο G1!