• 19 Απριλίου 2024,

Η γενιά που εξαφανίστηκε – La generazione scomparsa

 Η γενιά που εξαφανίστηκε – La generazione scomparsa

Στα στρατευμένα κυκλώματα και κινήματα, οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 αποτελούν αντικείμενο μελέτης και προβληματισμού, πηγή έμπνευσης και επανεπεξεργασίας, τόπος του φαντασιακού και, όχι σπάνια, της μυθοποίησης.

Η μοίρα των επόμενων δεκαετιών ήταν διαφορετική: είναι ο μακρύς κύκλος της καπιταλιστικής αντεπανάστασης και της με δυσχερούς αντίστασης, του Μιλάνου που πίνει και του συντριπτικού ρυθμού της επισφάλειας, είναι οι δεκαετίες που καταβροχθίστηκαν από την εμφανή ασυμμετρία της ισορροπίας δυνάμεων και επομένως αρχειοθετήθηκαν ταχύτατα.

Κι όμως, αν κοιτάξουμε την ιστορία του κοινωνικού και ταξικού ανταγωνισμού, μπορούμε εύκολα να δούμε πώς οι φάσεις αγώνα αποτελούν μια εξαίρεση στις συνθήκες που επιβάλλονται ως «κανονικές», παρόμοιες με εκείνες των τελευταίων σαράντα χρόνων, όπου σίγουρα η σύγκρουση δεν εξαφανίζεται, αλλά μοιάζει να βουλιάζει, να γίνεται καρστική και με φουντώματα, προφανώς ανίκανη να υπονομεύσει ή να ανατρέψει τη συνολική ισορροπία δυνάμεων.

Και όμως, ακριβώς σε αυτές τις συνθήκες πρέπει να εντοπιστούν οι δυνατότητες και οι τάσεις ικανές να ανατρέψουν την παρούσα κατάσταση πραγμάτων. Με αποτέλεσμα αρνητικό να φανταζόμαστε ένα παρόν καταποντισμένο από τον παρουσιασμό, απαλλαγμένο από γενεαλογίες και προοπτικές διαφορετικές από την «κανονικότητα» της καπιταλιστικής ανάπτυξης, [στη φιλοσοφία της εποχής, ο λεγόμενος παρουσιασμός-presentismo είναι η πεποίθηση ότι μόνο το παρόν υπάρχει, ενώ το μέλλον και το παρελθόν είναι εξωπραγματικά].

Για το σκοπό αυτό, ας ξεκινήσουμε ένα έργο για τις «εξαφανισμένες δεκαετίες» – εξαφανισμένες, φυσικά, από τον στοχασμό των κινημάτων και της κριτικής σκέψης. Αντίθετα, μιλάμε για αποφασιστικές δεκαετίες ως προς την κατανόηση του παρόντος, με τον υπολειπόμενο πλούτο και τα πολλά τους όρια, αλλά κυρίως για να πάρουμε θέση στο παρόν.

Όχι μόνο γιατί εκεί βρίσκουμε τις ρίζες του κόσμου στον οποίο ζούμε και της κρίσης του, από την άνοδο του λεγόμενου «νεοφιλελευθερισμού» στη «νέα οικονομία, new economy» και την χρηματιστικοποίηση των ζωών, από τη «μεταφορντιστική» μετάβαση στο σύγχρονο πόλεμο, από την ηγεμονία της ήπιας σκέψης στο αδιέξοδο της σκέψης μπροστά στο παγκόσμιο χάος.

Αλλά και επειδή μπορούμε να αναγνωρίσουμε έννοιες και κατηγορίες, ανάκαμψη και προσπάθειες, δύσκολα βήματα προς τα εμπρός και θορυβώδεις αποτυχίες, δυνατότητες που ανοίγονται και εμπειρίες που κλείνουν στο πεδίο του δικού μας «εμείς», αυτού που είμαστε και εκείνου που θα μπορούσαμε να γίνουμε.

Αυτό το ταξίδι στις δεκαετίες – από τη δεκαετία του 1980 έως τη δεκαετία του 2010, περνώντας από το σημείο καμπής της χιλιετίας – θα δει τα διάφορα τμήματα της Machina να συμμετέχουν και να διαπλέκονται σε συνεργασία, το καθένα ξεκινώντας από τη δική του ιδιαιτερότητα, όλα μέσα σε έναν κοινό ορίζοντα. Ξεκινάμε αυτήν την ενότητα προτείνοντας ένα άρθρο του Gigi Roggero που δημοσιεύθηκε αρχικά τον σεπτέμβριο του 2015 στους ιστότοπους Commonware και Effimera, το οποίο αντιμετωπίζει αυτό το τεράστιο θέμα από την οπτική γωνία των στρατευμένων γενεών.

* * *

  1. Αν δεν την προσεγγίσουμε από μια αποκλειστικά κοινωνιολογική ή καθαρά αναγραφική σκοπιά, γνωρίζουμε καλά ότι αυτή της γενιάς είναι μια υλιστική έννοια. Είναι δηλαδή ένα από τα κεντρικά στοιχεία που κάνει ιδιόμορφη την κοινωνική θέση των ατόμων μέσα στις ταξικές σχέσεις και παραγωγής. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, για παράδειγμα, η επισφάλεια και μετά η κρίση διεύρυναν σταδιακά την κατηγορία των νέων, μέχρι που εξερράγη. Αν στην εποχή που ορίστηκε ως «φορντιστική» ο μέσος νέος ήταν αυτός που σπούδαζε ή/και περίμενε να μπει στην αγορά εργασίας, να περάσει από την οικογένεια καταγωγής σε μια δική του, σήμερα τι γίνεται με αυτή την κατηγορία μπροστά στην εξαφάνιση της παραδοσιακής σχέσης μεταξύ εκπαίδευσης και εργασίας, της ρήξης της υποτιθέμενης γραμμικότητας των πρόσκαιρων εναλλαγών της ζωής, της επισφάλειας και της ανεργίας που καθίστανται δομικά και μόνιμα στοιχεία; Η επισφάλεια και η κρίση μας κάνουν νέους με διαρκή τρόπο, στο σημάδι της φτωχοποίησης και της απουσίας προστασίας, φροντίδων.

Βασισμένη σε μια υλική και ιστορικά καθορισμένη δομή, η έννοια της γενιάς είναι σημαντική για την ανάλυση και των μορφών στράτευσης. Δηλαδή, είναι απαραίτητη για την κατανόηση της συγκρότησης της στρατευμένης υποκειμενικότητας, έξω από τις μυθολογίες ή τις παραπλανητικές διηγήσεις που βασίζονται στον ατομικό ηρωισμό. Εάν στη βάση της στράτευσης υπάρχει στην πραγματικότητα πάντα ένα στοιχείο επιλογής και ρήξης με το υπάρχον, αυτή η επιλογή και η δύναμη αυτής της ρήξης δεν είναι κατανοητές εκτός εάν τοποθετηθούν σε ένα μεταβαλλόμενο πλαίσιο. Το άτομο δεν υπάρχει έξω από τη συλλογική διάσταση μέσα στην οποία τοποθετείται. Για να απλοποιήσουμε αυτήν την προσέγγιση, εστιάζουμε σε μια στρατευμένη γενιά στην Ιταλία, εκείνη που γεννήθηκε περίπου μεταξύ του τέλους της δεκαετίας του Εξήντα και του τέλους της δεκαετίας του Εβδομήντα. Ποιος έχει απομείνει σήμερα από εκείνη τη γενιά για να συνεχίσει τη στρατευμένη δραστηριότητα; Λίγοι, μάλλον μεμονωμένες περιπτώσεις. Λες και μέσα στη διαγενεακότητα που χαρακτηρίζει τις κινηματικές οργανώσεις στην Ιταλία, να έλειπε από το κάλεσμα ένα κομμάτι, ακριβώς αυτό μιας (σχεδόν) εξαφανισμένης γενιάς.

Αν θέλαμε να κάνουμε μια γρήγορη κρίση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι χάθηκε μεταξύ άμπωτης και οπορτουνισμού. Μπορεί σε μεγάλο βαθμό να ισχύει, αλλά σίγουρα δεν επαρκεί και σε κάθε περίπτωση δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για την υλική κατανόηση του προβλήματος. Η γενιά που σχηματίστηκε πολιτικά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 μεγάλωσε με ένα υποκείμενο σύμπλεγμα, αυτό της καθυστερημένης άφιξης, έφτασε αργά. Για να το πούμε αστειευόμενοι: είναι σαν να φθάνουμε σε ένα μεγάλο πάρτι αφού έχει τελειώσει, όταν μένουν μόνο τα αποφάγια και οι διηγήσεις όσων παρευρέθηκαν. Η μνήμη ήταν επομένως μια κεντρική πλοκή, συχνά υπερτροφισμένη σε μια προσπάθεια αναπαραγωγής συμπεριφορών και πρακτικών που στερούνται το ιστορικό τους πλαίσιο. Άλλες φορές πίστευαν ότι θα μπορούσαν να την ξεφορτωθούν επαναπαυόμενοι στις μεταμοντέρνες ρητορικές του νεοϊσμού, αναγκάζοντας καισαρικές που κατέληξαν να πετάξουν το μωρό έξω με τα βρώμικα νερά. Ο «έπαινος της απουσίας μνήμης» κατέστη τότε η ακύρωση γνώσεων και σοφίας, πλούτου και ορίων, επίπονων βημάτων προς τα εμπρός που έγιναν και λαθών που δεν πρέπει να επαναληφθούν. Μετά έφτασαν οι μεταρρυθμίσεις στα σχολεία και τα πανεπιστήμια να τον επικυρώσουν, και μια επικίνδυνη τάση προέκυψε στις επόμενες γενιές, να πιστεύουν ότι πριν από τα χρόνια Μηδέν δεν υπήρξε ιστορία παρά μόνο προϊστορία. Η λύση της συνέχειας, αν θέλει να είναι ένα άλμα προς τα εμπρός και όχι στο σκοτάδι, πρέπει στην πραγματικότητα να κατακτηθεί μέσω της οργάνωσης γενεαλογιών παρτιζάνων, γνωρίζοντας πως διατρέχουν τον κίνδυνο μεταμόρφωσή τους σε άδεια κειμήλια ή επικίνδυνους στρουθοκαμηλισμούς.

Από την οπτική της κοινωνικής τοποθέτησης, αυτή η γενιά είναι η πρώτη που βιώνει την επισφάλεια, η οποία δεν νοείται πλέον ως μεταβατική φάση ή παράγοντας που μπορεί να απορροφηθεί στην «νόρμα» απασχόλησης αορίστου χρόνου, αλλά ως δομικό στοιχείο της αγοράς εργασίας. Είναι η γενιά, δηλαδή, που γνώρισε από πρώτο χέρι την εξάντληση των μορφών ζωής και προστασίας των γονιών της. Η προηγούμενη γενιά κατέκτησε την ευελιξία με αγώνες και την άρνηση της εργασίας, αυτή η γενιά υπέστη την επισφάλεια μέσω της αναδιάρθρωσης της ισορροπίας δυνάμεων υπέρ του κεφαλαίου. Αν θέλουμε να πολεμήσουμε την επισφάλεια σήμερα, πρέπει να ξεκινήσουμε εκ νέου από αυτήν την αρχική αμφιθυμία: από μια ρήξη που καθιστά εχθρικές τις προτάσεις επιστροφής στο παρελθόν, από την επιβολή νέων μορφών εκμετάλλευσης που καθιστά αναγκαία την οικοδόμηση νέων μορφών ρήξης.

  1. Ποιοι είναι οι δρόμοι που ακολουθεί αυτή η γενιά που, λίγο πολύ, σιγά-σιγά, γλιστράει μακριά από την πολιτική στράτευση; Συνοψίζοντας, μπορούμε να εντοπίσουμε τρεις: 1) καταθλιπτική άμπωτη στην ιδιωτική σφαίρα, που συχνά είναι φτιαγμένη από επισφάλεια και ταλαιπωρία λόγω της εξάντλησης των κοινωνικών φροντίδων. 2) ανταγωνιστική άμπωτη στην αγορά, πουλώντας τις δεξιότητες – που αποκτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική δραστηριότητα – στις βιομηχανίες καινοτομίας (τεχνολογικές, κοινωνικές, πολεοδομικού σχεδιασμού, ψυχαγωγίας). 3) άμπωτη στους θεσμούς, τα κόμματα και τις δομές εκπροσώπησης, ως άμεση διέξοδο της μετεγκατάστασης σε σχέση με τις προηγούμενες προοπτικές πολιτικής αγωνιστικότητας, στράτευσης. Δεν υπάρχει κάποια ηθική χροιά σε αυτόν τον στενογραφικό χαρακτηρισμό, αλλά μια σταθμισμένη υλιστική ανάλυση. Εδώ, αν μη τι άλλο, μπορεί να τοποθετηθεί ένα ηθικό σχέδιο, αλλά μόνο εάν κατανοηθεί ως σχέδιο ανταγωνιστικής συλλογικής παραγωγής.

Τώρα, γιατί να αντιμετωπίσουμε μια συλλογιστική σχετική με την εξαφανισμένη γενιά από πολιτική άποψη; Διότι μπορεί να μας πει πράγματα και να μας δώσει ενδείξεις σχετικά με το παρόν. Πρώτα από όλα έχει να κάνει, όπως λέγαμε, με τη διαμόρφωση και συγκρότηση της μαχητικής, στρατευμένης υποκειμενικότητας. Σε αυτό το επίπεδο δεν υπάρχει χώρος για ευφορία και κατάθλιψη, γιατί είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, και οι δύο επιβλαβείς για τους αγωνιστές: μιμούνται την κυκλοθυμία των οικονομικών, δεν αποτελεί έκπληξη ότι είναι εδώ και καιρό κοινοί όροι στο λεξικό των αγορών. Νίκη και ήττα, στην πραγματικότητα, είναι δηλώσεις χωρίς νόημα, εάν βιωθούν μεμονωμένα, δηλαδή αν δεν πλαισιωθούν στις ιστορικές διαδικασίες και στην ανάπτυξη των σχέσεων αγώνα και δυνάμεων μεταξύ των τάξεων. Διαμορφωμένη με μια αδικαιολόγητη αίσθηση ήττας για μια μάχη που δεν έδωσε άμεσα, η χαμένη γενιά έχασε τον εαυτό της μέσα στην ήττα για μια μάχη που κατέληξε να πολεμήσει ή να υποστεί μεμονωμένα, με ατομικό τρόπο. Για να ξεφύγει από τη διπολικότητα που οδηγεί σε εναλλασσόμενες επιθυμίες χωρίς υλικότητα και άμπωτη δίχως επιθυμίες, η στρατευμένη υποκειμενικότητα πρέπει να εντοπιστεί, να τοποθετηθεί στη δική της ιστορική φάση, να κατανοήσει τις ιδιαιτερότητές της, να επεξεργαστεί πολιτικά καθήκοντα, να ακολουθήσει τα πιθανά μονοπάτια της οργανωτικής διάρκειας και της συλλογικής ρήξης. Οι ιστορικές φάσεις δεν είναι συναρπαστικές ή καταθλιπτικές, υψηλές ή χαμηλές: είναι απλώς διαφορετικές. Ο αγωνιστής δεν ενεργεί από υποκίνηση και δεν σταματά να το κάνει λόγω έλλειψης αυτής. ο στρατευμένος δρα μέσα σε μια προοπτική ρήξης με το υπάρχον. Η γραμμικότητα του νοήματος κατασκευάζεται από τον ιστορικό μόνο εκ των υστέρων. Ο αγωνιστής δρα πρότερα των δυνατοτήτων, ex ante. Στα βιβλία μπορεί κανείς να ενθουσιαστεί με τους αγώνες των εκθαμβωτικών δεκαετιών του ’60 και του ’70, αλλά θα υπήρχαν χωρίς το έργο των «τεσσάρων γατών», κάποιων λίγων δηλαδή στη σκοτεινή δεκαετία του ’50;

Επιτρέψτε μου να είμαι σαφής: δεν παραχωρούμε τίποτα στον στενόμυαλο μαρξιστικό ντετερμινισμό, αλλά η εναλλακτική δεν είναι ένας φουκουγιαμανισμός του κινήματος. Στην πραγματικότητα, η ιστορία δεν τελειώνει με τα ανασταλτικά σημεία ατόμων και ομαδικών εμπειριών. Η υποκειμενικότητα είναι καθοριστική, ας πούμε ενάντια στους ντετερμινιστές. αλλά η υποκειμενικότητα δρα μέσα – και μπορεί να δράσει ενάντια – σε ιστορικά καθορισμένα πλαίσια, ας θυμηθούμε ενάντια στον ατομικιστικό υπερυποκειμενισμό. Σε αυτή την τελευταία κοίτη, που χαρακτηρίζεται από την ευφάνταστη κυριαρχία του ατόμου, πολύ συχνά φιλελεύθεροι και ελευθεριακοί διασταυρώνονται στρεβλά. Εν ολίγοις, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει αυτό που υπάρχει, υπό την τιμωρία του ιδεαλισμού. δεν μπορείς να αποδεχτείς αυτό που υπάρχει, με πόνο περιθωριοποίησης. Αλλάζοντας τη σειρά των παραγόντων, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει: πολιτική ανικανότητα, αδυναμία.

  1. Αυτό το σκεπτικό πρέπει να διεξάγεται σήμερα στην καρδιά της διαμόρφωσης των νέων αγωνιστικών-στρατευμένων γενεών. Μεταξύ αυτών είναι οι επισφαλείς εργάτες δεύτερης γενιάς, τα υποκείμενα του μπλοκ της κοινωνικής κινητικότητας, της απόσπασης από τις δομές αντιπροσώπευσης, της αμφίθυμης τεχνολογικής κοινωνικοποίησης. Σε μια εποχή που η κρίση γίνεται μόνιμο στοιχείο συσσώρευσης και κοινωνικής διοίκησης, η λαβίδα που σφίγγεται γύρω από αυτή τη γενιά είναι αυτή μεταξύ αποδοχής και μηδενισμού ή μεταξύ δύο συντομεύσεων. Η μία οδηγεί στο να καταπιείς τα πάντα, να παραπλανηθείς σε ένα αύριο που δεν είναι πλέον εγγυημένο ακόμη και με αντάλλαγμα τη θυσία. η άλλη να τα κάψεις όλα ακριβώς επειδή αυτό το αύριο δεν θα είναι εκεί. Καμμένος από τον ήλιο που έρχεται ενός προδιαγεγραμμένου μέλλοντος ή από τη φωτιά του ανιστόρητου παρουσιασμού, ο αγωνιστής μεταμορφώνεται σε γραφειοκρατικό διευθυντή ομάδας ή σε εμφατικό ηδονιστή της εξέγερσης. Και τα δύο αυτά μονοπάτια, ριζωμένα στην υλικότητα των σύγχρονων μορφών εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, διαμορφώνουν συμπεριφορές υποταγμένες στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό. Είναι προϊόντα του «οικονομικού ανθρώπου», dell’«uomo finanziarizzato», του λύκου της Γουόλ Στριτ που ερμηνεύει ο Ντι Κάπριο: αυτός δεν ενεργεί πλέον σύμφωνα με τον υπολογισμό κόστους-οφέλους του homo œconomicus, του »οικονομικού ανθρώπου», αλλά ακολουθώντας μια επιθυμία άμεσης και αυτοκαταστροφικής κατανάλωσης του εμπορεύματος-απόλαυση. Από μαχητική σκοπιά, η διαχείριση του υπάρχοντος και η αισθητική της εξέγερσης, η τελεολογία μιας ιστορίας χωρίς ρήξη και η θεολογία μιας ρήξης δίχως ιστορία, η αιωνιοποίηση της δομής και της κοινότητας, της ομάδας και του ατόμου είναι εικόνες που αντικατοπτρίζονται αυτών των συντομεύσεων. Αμφότερες αυτές οι συντομεύσεις είναι ήδη απορροφημένες, συμβατοποιημένες ή ακόμη και αξιοποιημένες από την καπιταλιστική διακυβέρνηση. Κινδυνεύουν να απεικονίσουν στρατευμένους και ομάδες στρατευμένες που στερούνται ιστορικής και κοινωνικής ουσίας, συνθέσεων και ισορροπιών δυνάμεων: μια ιδεολογία κλεφτών και αστυνόμων, που κατοπτρίζει αυτή του Travaglio, στην οποία δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα στις εξεγερμένες κοινότητες και την αστυνομία. Αντίθετα, είναι ακριβώς όλα αυτά τα οποία βρίσκονται εκεί στη μέση που αποτελούν την πλοκή πάνω στην οποία αναπτύσσεται η υποκειμενικότητα και κάνει τις δικές της επιλογές.

Εντός της κρίσης υπάρχει λοιπόν μια ψευδής επείγουσα ανάγκη από την οποία πρέπει να απαλλαγούμε: αυτή του να «μετράμε» ως ομάδα ή ως άτομο. Σε αυτό σήμερα πολλοί αγωνιστές (ή στρατευμένοι διανοούμενοι ή ακτιβιστές) μετρούν τις νίκες ή τις ήττες, την ευφορία ή την κατάθλιψη. Είναι η μονάδα μέτρησης που είναι λάθος: οδηγεί όσους δεν θέτουν στον εαυτό τους το ζήτημα της ρήξης στην αποδοχή του υπάρχοντος, όσους δεν θέτουν το ζήτημα της ιστορίας στον οπορτουνισμό, την αυτοκαταστροφή ή την περιθωριοποίηση. Πρέπει λοιπόν να επιστρέψουμε να θέτουμε το πρόβλημα του επαναστατικού σχεδιασμού. Αυτό το πρόβλημα δεν μπορεί να αφορά αποκλειστικά την ιδεολογία μεμονωμένων αγωνιστών ή ομάδων, διαφορετικά καθίσταται αυτοαναφορική άσκηση. Πρέπει να οδηγήσει τους αγωνιστές και τις ομάδες να αντιμετωπίσουν τη δική τους ανεπάρκεια στον εντοπισμό, στην τοποθέτηση αυτού του προβλήματος μέσα και ενάντια στην κοινωνική και ταξική σύνθεση του σύγχρονου καπιταλισμού. Μόνο εδώ, σε αυτό το συλλογικό επίπεδο, μπορεί να μετρηθεί η επιμονή, η θέληση και η οργανωτική δύναμη της μαχητικής, στρατευμένης υποκειμενικότητας.

  1. Καταλήγοντας. Ο λόγος για τη γενιά, τις κορυφώσεις και την εξαφάνισή της, είναι εν μέρει ένας λόγος με επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά, εν μέρει, ωστόσο, υπάρχουν ιδιόμορφα χαρακτηριστικά που ποικίλλουν ανάλογα με τις φάσεις. Έπειτα, υπάρχει μια διαφορά, που πρέπει να ληφθεί υπόψη, μεταξύ των γενεών που σχηματίζονται μέσα στην καρδιά των αγώνων, ή στις φάσεις στις οποίες αυτοί υποχωρούν ή το παλεύουν: οι πρώτες τείνουν να είναι πιο στέρεες, αλλά και θύματα των επιπτώσεων. οι δεύτερες κινδυνεύουν περισσότερο με ιδεολογικό κλείσιμο και όμως, όταν σκληραίνουν, παραμένουν πέρα ​​από τις ιστορικές ροές. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι να αποδεχθούμε ένα είδος υποτιθέμενης φυσικότητας της γενεαλογικής διάστασης, σύμφωνα με την οποία σε κάποιο σημείο οι αγωνιστές παύουν να είναι νέοι και επίσης παύουν να είναι στρατευμένοι. Από την άποψη των μεθόδων οργάνωσης και διαμόρφωσης, αυτό είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί, συνθέτοντας διαφοροποιημένα πόρους, εκφράσεις και τόπους πολιτικής εφαρμογής διαφορετικούς.

Τέλος, σε φάσεις όπως αυτή, στις οποίες οι λόγοι, οι κατηγορίες και οι πρακτικές υφίστανται σε μεγάλο βαθμό κριτική και επανεξέταση, η επιδίωξη μιας πλειοψηφικής συναίνεσης δεν αντιστοιχεί σε μια πλειοψηφική πρόσκληση: αντίθετα, σημαίνει να ψάχνει κανείς για τον δικό του μικρό χώρο εφησυχασμού, αυταρέσκειας μέσα στο κενό της κοινής γνώμης. Ένας επαναστάτης δεν μπορεί να φοβάται τη μειονότητα, όντας «τέσσερις γάτες», λίγοι, αν σε αυτή τη μειοψηφία υπάρχει η υλική αναζήτηση μιας ηγεμονικής τάσης. Η ποσότητα είναι σαφώς σημαντική, αλλά πάντα υποτάσσεται στην ποιοτική τάση. Πράγματι, ο αγωνιστής δεν δρα ανεξαρτήτως ιστορίας, ούτε αποδέχεται την πορεία της. Ενεργεί εντός και κατά της ιστορίας. όχι ακολουθώντας το πνεύμα των καιρών, αλλά επιτιθέμενος σε αυτό. Πρέπει να αρχίσουμε να παλεύουμε γι’ αυτό, αν δεν θέλουμε να συνεχίσουμε να κολυμπάμε παθητικά με ένα ρεύμα που είναι αυτό του εχθρού.

Μιχάλης ‘Μίκης’ Μαυρόπουλος       machina deriveapprodi

Διαβάστε επίσης