Για το δράμα αυτό η Λάχεσις για μένα είχε ετοιμάσει πολλά επεισόδια, ενώ οι άλλες δυο αδελφές η Κλωθώ και η Άτροπος με είδαν είναι αλήθεια μ’ άλλο μάτι, ήταν πιο ευνοϊκές.
Πολλές φορές είδα τη ζωή στον τάφο. Εκεί στα οκτώ μου όμως χρόνια είχα μια επαγγελματική σχέση μ’ αυτό. Συγκεκριμένα στην ηλικία εκείνη ήμουν υποχρεωμένος να βγάζω το ψωμάκι μου μόνος, γιατί η κατοχή και το Βουλγάρικο χέρι μου στέρησε τον πατέρα μου από τα τέσσερα μου χρόνια.
Φτωχή η οικογένειά μου. Είχα μια μάνα ξεριζωμένη από τον τόπο της και χαμένη από τη μεγάλη της οικογένεια. Την πάντρεψαν παιδούλα στα δώδεκα της για να μη «Τουρκέψει».
Έμεινε χήρα στα είκοσι της, αφού έχασε τέσσερα παιδιά. Παντρεύτηκε στα είκοσι δυο της τον πατέρα μου και στα τριάντα της έμεινε χήρα, πάλι με δυο παιδιά στην ζωή όμως τώρα.
Έπρεπε να βοηθήσουμε όλοι για να ζήσουμε. Εγώ έκανα ένα κασελάκι λούστρου: γυρνούσα στην αγορά και έβγαζα το ψωμί της ημέρας μας, αυτή ήταν η αποστολή μου και την εκτελούσα αγόγγυστα και συνειδητά.
Εκείνη την εποχή στις κηδείες επικρατούσε άλλο τελετουργικό. Το νεκρό τον πήγαιναν οι συγγενείς στην εκκλησία για την εξόδιο ακολουθία σε πομπή. Γραφεία κηδειών στην πόλη μας είχαμε δύο, του Φαρσάκογλου και του Μαυρίδη.
Βρίσκονταν το ένα στην οδό Ψαρών αν θυμάμαι καλά και το άλλο στην οδό Σπετσών, δυο παράλληλοι δρόμοι που βρίσκονται στο κέντρο της πόλη με αρχή το Ανατολικό μέρος της κεντρικής πλατείας Ελευθερίας.
Την πομπή τη σηματοδοτούσαν με στεφάνια, που κρατούσαν άντρες επί πληρωμή από τα γραφεία κηδειών σε δύο παράλληλες γραμμές και μέσα περπατούσε ο κόσμος. Τα λουλούδια στα στεφάνια αυτά ήταν ψεύτικα, φτιαγμένα από πεπιεσμένο χαρτί, με μεγάλη όμως ακρίβεια και ωραία χρώματα που σε ξεγελούσαν για την ομοιότητα τους με τα πραγματικά (Δεν είχαν μπει στην ζωή μας ακόμη τα πλαστικά).
Όταν ο νεκρός ήταν υψηλής οικονομικής επιφάνειας, τότε υπήρχαν και στεφάνια με πραγματικά λουλούδια που ήταν όμως πανάκριβα. Η δική μου εμπλοκή στην πομπή ήταν να κρατώ κάποιο εξαπτέρυγο μαζί με τους άλλους, μπροστά από τον ιερέα και τους ψαλτάδες και μετά μπροστά στην ωραία πύλη, σ’ όλη τη διάρκεια της εξόδιου ακολουθίας και ιδιαίτερα όταν ο ιερέας έλεγε το ευαγγέλιο.
Η αμοιβή για την προσφορά αυτής της υπηρεσίας από το γραφείο κηδειών για μεν αυτούς που κρατούσαν τα στεφάνια ήταν δέκα δραχμές, για δε τα μικρά παιδιά για τα εξαπτέρυγα πέντε δραχμές, σπουδαίο ποσό για μένα τότε…
Δεν ήταν εύκολο να πετύχω να πάρω τη «δουλειά» και αυτό έγινε από τύχη. Ένα λουστράκι σαν και εμένα που κάναμε μαζί τη γύρα στην αγορά, ήταν μόνιμο στις κηδείες και αρρώστησε.
Μου έδωσε τις πληροφορίες εκείνες πώς θα μπορούσα να πάρω την θέση του. Προηγουμένως είχα κάνει μια προσπάθεια πηγαίνοντας στο γραφείο του Μαυρίδη για να μπορέσω να μπω και εγώ σε μια θέση στα εξαπτέρυγα αλλά εκεί συνάντησα έναν νεαρό άνδρα μάλλον αλλοπαρμένο.
Με την είσοδο μου στο γραφείο δε μου έδωσε καμιά σημασία αλλά έψελνε και σταυροκοπιόνταν. Με ρώτησε τι θέλω τραγουδιστά μάλλον με ψαλμωδία. Όταν άκουσε το αίτημα μου, είπε με τον ίδιο ρυθμό «Εγώ είμαι ο Άγγελος και θα γίνω παπάς, στον Σίμο, στον Σίμο να πααάς».
Ατύχησα τότε, αλλά και οι πληροφορίες του «συναδέλφου» μιλούσαν πάλι για έναν κύριο Σίμο, πιο πλήρεις όμως τώρα. Ο κύριος Σίμος ήταν ένας από τους λούστρους που είχε την έδρα του στο βορειοανατολικό άκρο της κεντρικής πλατείας της πόλης μας και ήταν αυτός που οργάνωνε το προσωπικό που θα έφεραν τα στεφάνια αλλά και για τα εξαπτέρυγα.
Τον βρήκα και τον παρακάλεσα να μ’ έχει υπόψη του για να αντικαταστήσω το άλλο το λουστράκι. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, γέλασε ασφαλώς με την αμφίεσή μου και μου είπε κοφτά «Δεν μπορείς εσύ, με τη βία στέκεσαι όρθιος».
«Μπορώ κύριε Σίμο, μη με βλέπεις έτσι, έχω δύναμη εγώ…» και αίφνης άρπαξα το κασελάκι του λούστρου που είχε μπροστά του, πρέπει να ζύγιζε στις δεκαπέντε οκάδες τότε.
Δε ξέρω που τη βρήκα την δύναμη, ξαφνιάστηκα και εγώ! Ευτυχώς δεν άργησε να μ’ απαλλάξει από το τεράστιο βάρος που κρατούσε το αδύναμο χέρι μου λέγοντας τρομαγμένος, «βρε άσε το κάτω!
Θα το ρίξεις και θα μου το κάνεις ζημιά. Αυτό είναι το μαγαζί μου εμένα, μ’ αυτό βγάζω το ψωμί μου εγώ!». Η κίνηση μου εκείνη τον εντυπωσίασε και μ’ είπε ότι αύριο στις τρείς η ώρα να είμαι εκεί για να με δοκιμάσει.
Το βάπτισμα του πυρός το πήρα δίχως μεγάλο σοκ. Ήταν μια κηδεία μιας περασμένης ηλικίας γυναίκα, ένοιωθα ότι όλα όσα γίνονταν ήταν τυπικά, είδα πρόσωπα που δεν έδειχναν τον πόνο της απώλειας αλλά του «άντε να τελειώνουμε…».
Η επόμενη όμως συμμετοχή μου στο τελετουργικό ήταν συγκλονιστική: με συνέτριψε, με διάλυσε! Ήταν η κηδεία ενός νέου άντρα που είχε δύο μικρά παιδιά λίγο μικρότερα από τη δική μου ηλικία.
Η γυναίκα του, μαυροφορεμένη και σκεπασμένη με μια μαύρη πλερέζα, κρατούσε τα δυο παιδάκια της από το χέρι, στέκονταν μπροστά στο φέρετρο του νεκρού και προσπαθούσε να πνίξει το σπαραγμό της.
Στο δικό μου μυαλό εκείνη τη στιγμή ήρθαν όλες οι εικόνες της κηδείας του δικού μου πατέρα και ξανάζησα τα γεγονότα ζωντανά. Ήμουν τεσσάρων χρόνων, μήνας Σεπτέμβρης, έτος 1942 στα μέσα της Βουλγάρικης κατοχής.
Την ημέρα εκείνη ήρθαν στο σπίτι μας πολλοί άνθρωποι, συγγενείς και γείτονες και χάρηκα. Ήρθαν να δουν τον πεθαμένο και ήμουν μέσα στην καλή χαρά που ο πατέρας ήταν πεθαμένος και κοιμόνταν ήσυχα με κλειστά τα μάτια.
Δεν κατάλαβα όμως γιατί του έδεσαν τα χέρια αλλά δε με ένοιαξε. Με κατέβασαν κάτω που ήταν και τα άλλα παιδιά, συνομήλικοι μου και παίζαμε. Σε μια στιγμή κάποιο παιδί είπε να πάμε επάνω να δούμε τον πεθαμένο, πέρασα εγώ πρώτος και ακολούθησαν οι άλλοι που έκαναν φασαρία.
Σταμάτησα στην μέση της σκάλας και τους μάλωσα να κάνουν ησυχία για να μη ξυπνήσει ο πεθαμένος. Εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε η συγκάτοικος μας, η κυρία Αθηνά, στο κεφαλόσκαλο και μας μάλωσε και κατεβήκαμε κάτω πάλι.
Δεν άργησε να έρθει το κάρο της δημαρχίας, το είχαν βάψει μαύρο και είχε ζεμένο μπροστά ένα καχεκτικό ολόμαυρο άλογο για να ταιριάζει φαίνεται με το κάρο. Δίπλα στον καραγωγέα κάθονταν ο Βούλγαρος πάπας και ένας ψάλτης.
Μόλις είδα το κάρο και τον Βούλγαρο παπά κάτι έσπασε μέσα μου, αισθάνθηκα τον κίνδυνο, ήρθαν να πάρουν τον πατέρα μου. Προσπάθησα να ανέβω επάνω στο σπίτι μας, να πάω κοντά στη μητέρα μου, την είχα απόλυτη ανάγκη εκείνη την στιγμή.
Το πλήθος όμως πολύ και εκείνη τη στιγμή κατέβαινε ο παπάς με το ψάλτη και ακολουθούσαν τέσσερεις άνθρωποι που κουβαλούσαν μέσα σε μια κουβέρτα τον πατέρα μου άψυχο, δεν ξύπνησε ο πεθαμένος όπως πίστευα.
Δυστυχώς μέσα στην κατοχή -φαίνεται- δεν υπήρχαν χρήματα ούτε και για φέρετρο. Τότε κατάλαβα τι είναι ο θάνατος και ότι ο πατέρας μου έφευγε για πάντα από το σπίτι μας, δε θα είχα πατέρα, δε θα είχα την ασφάλεια και την αγάπη εκείνου του τεράστιου ανθρώπου να με σκεπάζει και να με προστατεύει.
Δεν το άντεξα, άρχιζα να φωνάζω. Έπεσα κάτω στο χώμα και άρχισα να χτυπιέμαι, δεν το ήθελα αυτό. Η μητέρα μου ήταν πιο μπροστά με τον αδελφό μου, εγώ ήμουν μόνος εκείνη τη στιγμή.
Μεγάλη η απώλεια, δεν την άντεχα και σπαρταρούσα εκεί κάτω στο χώμα. Με σήκωσε επάνω στην αγκαλιά της μια γειτόνισσα, η κυρία Μαρίκα από απέναντι. Δεν ήθελα, τέντωνα χέρια και πόδια, ήθελα τον πατέρα!
Ο πατέρας μου έφευγε και εγώ έμενα μόνος και πονούσα αφάνταστα, πονούσε η ψυχή μου! Δεν τον άντεχα εκείνον τον πόνο. Το μαύρο κάρο όλο και απομακρύνονταν, έφευγε μακριά και εγώ έμενα μόνος στην αγκαλιά της καλής γειτόνισσας που έκλαιγε μαζί μου και προσπαθούσε να με ηρεμήσει.
Αυτά όλα ήρθαν στη σκέψη μου σ’ εκείνη την κηδεία, δεν άντεξα, ξέσπασα, με πήραν τα δάκρια και τα αναφιλητά και ταραζόμουν την ώρα που ο παπάς έλεγε το ευαγγέλιο. Σταμάτησε να διαβάζει, με κοίταξε αυστηρά.
Έπνιξα το λυγμό μου, δαγκώνοντας τα χείλη μου όσο μπορούσα πιο δυνατά. Ήθελα να πνίξω τον πόνο της ψυχής που μου έφερε ο συνειρμός με το σωματικό πόνο. Το κατόρθωσα!
Όταν αμέσως μετά μου είπε ο ιερέας ότι εμείς δεν πρέπει να συμμετέχουμε σ’ αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο, αλλά είμαστε αυτοί που πρέπει να τα βλέπουμε τα πράγματα σα φυσικό επακόλουθο της ζωής, δεν του μίλησα, απλώς κούνησα το κεφάλι για επιβεβαίωση, γιατί αν άνοιγα το στόμα μου, το αίμα που είχε μαζευτεί εκεί μέσα από τα ματωμένα μου χείλη το ένοιωθα πάρα πολύ και θα ξεχείλιζε.
Τέτοιες ζωές στον τάφο τότε και μετά είδα αρκετές που με άγγιξαν βαθιά στη ψυχή και μου έγινε κατανοητό πώς έχουν γραφεί οι ψαλμοί της Μεγάλης Παρασκευής για την Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία.
Αυτόν τον πόνο που εκφράζουν για τη ζωή στον τάφο, για να τον αποδώσει κάποιος με τέτοιο μεγαλείο που έχουν οι ψαλμοί αυτοί, πρέπει να τον έχει βιώσει, να τον αισθάνθηκε στο απόγειο του από τη μεγάλη του πίστη και την αγάπη του για τον Χριστό, για τον πρόωρο χαμό του αλλά προσωρινό για Εκείνον.
Παναγιώς Φώτου
