• 20 Απριλίου 2024,

Ο Αρίστος: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου

 Ο Αρίστος: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου

Τον Αρίστο τον είδα ξαφνικά εκείνο το πρωί μπροστά μου στην οδό Αιόλου στην Αθήνα.

Βρέθηκα στην Αθήνα για να παρακολουθήσω ένα σεμινάριο και η ημέρα εκείνη ήταν ημέρα σχόλης για μένα. Κατέβηκε από μια απαστράπτουσα Μερσεντές τελευταίου τύπου και ανοίγοντας την πόρτα για να βγει, βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο.

Στην αρχή είναι αλήθεια δεν τον γνώρισα. Με έκανε εντύπωση ότι ενώ το δεξί του μάτι με κοιτούσε επίμονα το αριστερό του είχε άλλην κατεύθυνση. Αυτό ήταν το σημάδι που το γνώρισα. Ο Αρίστος στα μικρά του χρόνια που ζούσε στην πόλη μας είχε χάσει το μάτι του και στην κατοχή και μερικά χρόνια μετά ήταν προσόν για αυτόν γιατί με την αναπηρία αυτή ζητιάνευε και έβγαζε τα χρήματα για την διαβίωση της οικογένειάς του.

Την αιτία της απώλειας του ματιού του δεν τη γνωρίζω. Όσες φορές το ρώτησα τότε δε μου απαντούσε και επειδή το στεναχωρούσε αυτή η κουβέντα δεν επέμενα. Το στέκι του που ζητιάνευε ήταν ο περίβολος της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου.

Διάλεξε όπως μου είπε την περιοχή αυτή γιατί εκεί ήταν τα περισσότερα εμπορικά καταστήματα και οι μανάβηδες που έρχονταν να ψωνίσουν ήταν πάντα βιαστικοί. Το κεράκι τους δεν ανάβονταν στην εκκλησία αλλά έπεφτε στο κονσερβοκούτι που είχε μπροστά του.

Το λυπόμουν τότε και εγώ και ένοιωθα τυχερός που είχα τα μάτια μου. Πεινούσα και εγώ αλλά δε ζητιάνευα. Ήμουν επαγγελματίας, είχα το κασελάκι μου του Λούστρου και το ψωμάκι μου το έβγαζα με τη δουλειά μου, τίμια και παλικαρίσια.

Όταν η στροφή των δικών μου περιπλανήσεων για να βρω το δικό μου πελάτη συναντούσε τον Αρίστο, καθόμουν για λίγο και κουβεντιάζαμε. Πολλές φορές έριχνα και το δικό μου πενηνταράκι στο κουτί του.

Μεγαλώνοντας με τα χρόνια, ο καθένας από εμάς ακολούθησε το δρόμο της ζωής που η τύχη του ετοίμασε. Οι δικοί μας δρόμοι είχαν εντελώς διαφορετική κατεύθυνση αλλά όταν συναντιόμασταν τυχαία οι ματιές που αλλάζαμε έδειχναν ότι κάτι μας ενώνει.

Ο Αρίστος συνεταιρίστηκε με ένα γειτονάκι μου κατά δύο χρόνια μεγαλύτερο μας και είχαν ένα τρίροδο καροτσάκι που το είχαν στημένο στη γωνία της οδού Μ. Αλεξάνδρου που συναντά την Αβέρωφ και πουλούσαν φρούτα της εποχής.

Κάποια στιγμή τους έχασα.Έμαθα από τους συγγενείς του Κωστάκη ότι κατέβηκαν στην Αθήνα και εκεί απασχολούνταν πάλι με δουλειές του ποδαριού. Δεν του μίλησα αμέσως. Είχα τα σημάδια αλλά και τα χρόνια πολλά που πέρασαν.

Και εκείνη την ημέρα είχα μπροστά μου έναν Αρίστο άρχοντα και καλοβασταγμένο κουστουμαρισμένο με ακριβό κασμίρι και αρωματισμένο με πανάκριβο άρωμα να με κοιτάζει κατάματα με απορία.

Στο τέλος πλησίασε ένα βήμα, γύρισε το πρόσωπό του εκεί που ήταν το καλό του μάτι και μου είπε, —- Μη μου πεις ότι είσαι εσύ βρε αδερφέ! Δείξε μου αμέσως το δείκτη του χεριού σου. Όταν ήμασταν μικροί έβλεπα την στεναχώρια του για την αναπηρία του, την οποία μερικά παιδιά τη χρησιμοποιούσαν για να τον κοροϊδέψουν φωνάζοντας «Κιόρι».

Εγώ μικρός είχα ένα ατύχημα με έγκαυμα και το σημάδι από αυτό ήταν ότι το μισό νύχι του αριστερού μου δείκτη είχε χαθεί. Του έδειχνα λοιπόν αυτή μου την αναπηρία και του έλεγα «Μη στεναχωριέσαι ρε Αρίστο να και εγώ σακάτης είμαι».

Για το λόγο αυτό ζήτησε σημάδια για να επιβεβαιώσει ότι είμαι αυτός που η μνήμη του έχει συγκρατήσει. Αφού έβαλε τον δάκτυλο στον τύπο του καμένου μου δάχτυλου, με αγκάλιασε και μου είπε, —-Μπες μέσα. Πάμε, πάμε ρε φίλε, Παναγής, αν δεν κάνω λάθος.

Έλα να τα πούμε λίγο. Άκου να δεις φίλε μου! Μετά από τόσα χρόνια να βρω το φιλαράκι που με στήριζε τότε που επιθυμούσα να μην είχα γεννηθεί, όταν όλοι οι άλλοι με έβριζαν. —- Μα ήρθες για δουλειά εδώ.

Να μη σταθώ εμπόδιο στην δουλειά σου. Εξάλλου και εγώ δεν έχω πολύ χρόνο στη διάθεσή μου. — Ήρθα να δω το Δήμαρχο. Δεν πειράζει έρχομαι ξανά. Εσένα πού θα σε ξαναβρώ, μού λες; Με πήγε σε ένα κτήριο που στην προμετωπίδα του είχε το σήμα μια μεγάλης πετρελαϊκής εταιρείας.

Το γραφείο του ήταν στον τελευταίο όροφο τεράστιο και με υπέροχη θέα προς την Ακρόπολη. Η δική μου εικόνα της έκπληξης και της απορίας θα πρέπει να ήταν αστεία γιατί είδα τον Αρίστο να με βλέπει και να γελά. —Καταλαβαίνω γιατί απορείς φίλε.

Πως δηλαδή το ζητιανάκι που ήξερες έχει φτάσει τόσο ψηλά. Μού είπε όλη την ιστορία της εξέλιξής του, η οποία ήταν στα όρια της ηθικής και του Νόμου και τα έλεγε όλα με υπερηφάνεια για την καπατσοσύνη του και την εξυπνάδα του.

Εσένα, μου είπε, σε χρησιμοποίησα τότε που ζητιάνευα. Ερχόσουν και καθόσουν κοντά μου και ο κόσμος νόμιζε ότι είμαστε αδελφάκια και γίνονταν πιο ψυχοπονιάρης και γέμιζε το κουτί μου. Εξάλλου και εσύ μου άφηνες το κατιτί σου.

Την ιστορία με την πετρελαϊκή εταιρεία που διευθύνει σήμερα μου την είπε με μεγάλο κομπασμό για το πόσους κατόρθωσε να παραγκωνίσει και τα μέσα που χρησιμοποίησε και τελείωσε λέγοντας με υπερηφάνεια, —-Παναγιώτη κατόρθωσα εγώ το ζητιανάκι της πιάτσας με το ένα μου μάτι, ο απόφοιτος του Δημοτικού της Αγίας Βαρβάρας, σήμερα να κυβερνώ αυτήν τη μεγάλη Εταιρεία εδώ στην Ελλάδα και όλα αυτά με την δύναμη του μυαλού μου και την μαγκιά μου.

Όταν το ρώτησα για τον Κωστάκη και την τύχη του, εκεί άλλαξε η εικόνα της εμφάνισής του. Πρέπει να του χτύπησα κάποια ευαίσθητη χορδή. Σκέφτηκε λίγο και μου απάντησε τώρα με ένα απολογητικό ύφος και μια στεναχώρια που ήταν εμφανής στο καλό του μάτι, —Τι να κάνω ρε Παναγή, δεν μπόρεσε να με ακολουθήσει.

Όταν έκλεβα στο ζύγι αυτός το διόρθωνε με το παραπάνω. Όταν μπέρδευα τα ψιλά με τους γέρους αυτός επέστρεφε και τη δεκάρα. Είχαμε εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις για την ζωή και τους ανθρώπους.

Χωρίσαμε, άλλο δρόμο πήρα εγώ και άλλον ο Κωστάκης. Μόνος δεν μπόρεσε να τα βγάλει πέρα. Πήγε στην οικοδομή, χάλασαν τα πνευμόνια του. Πριν ένα χρόνο έχασε την γυναίκα του. Προχθές ήρθε και με βρήκε ο μεγάλος του γιος χτύπησε με τη μηχανή και τον έχουν στο Νοσοκομείο.

Ζήτησε βοήθεια. Του έδωσα ότι μπορούσα. Δε ρώτησα τι του έδωσε για να μη δεχθώ μια ακόμη απογοήτευση. Οφείλω όμως να πω ότι δάκρυσε με την ιστορία του Κωστάκη. Δάκρυσε όμως μόνο από το ένα μάτι και αυτό ήταν το γυάλινο.

Το άλλο το καλό είχε την λάμψη και την φωτιά της πονηριάς και της καπάτσας. Έφυγα παρά την επιμονή του για να βγούμε το βράδυ παρέα, αραδιάζοντας μου ένα σωρό χλιδάτες εξόδους αλλά αρνήθηκα. Με είχε χορτάσει με τις επιτεύξεις του. Δεν ήθελα άλλες.

Παναγιώτης Φώτου

Διαβάστε επίσης