• 19 Απριλίου 2024,

Ο ήρωας: Γράφει ο Τάσος Βιζικίδης

 Ο ήρωας: Γράφει ο Τάσος Βιζικίδης

Στην μικρή επαρχιακή πόλη του Μοντεβιέχο  όλοι ήξεραν τον Κάρλο ήταν γνωστός σε όλη την γύρω περιοχή.

Ήταν γέννημα ,θρέμμα της  ,το σπίτι του βρισκόταν στην άκρη της πόλης ,κοντά  στον παλιό νερόμυλο ,εκεί  ήταν το πατρικό του ,ένα πέτρινο μικρό σπίτι με μεγάλη αυλή και με τον  ομορφότερο κήπο της περιοχής. Ήταν αγαπητός σε όλους στο Μοντεβιέχο όποτε κατέβαινε στην πόλη όλοι τον χαιρετούσαν εγκάρδια, τον σεβόταν,  τον αποκαλούσαν μάλιστα Κάρλο ο ήρωας. Κανείς δεν θυμόταν  αν είχε πολεμήσει κάπου ,κυκλοφορούσαν όμως πολλές φήμες γύρω από το όνομα του.

Κάποιοι υποστήριζαν πως  μια ερωτική απογοήτευση ήταν η αιτία που κατατάχτηκε  πριν από χρόνια στην λεγεώνα των ξένων, εκεί σε κάποια μάχη είχε την ατυχία να  αιχμαλωτιστεί . Κατάφερε όμως να δραπετεύσει από την φυλακή του μετά από πέντε βασανιστικά χρόνια ,κάποιοι  ισχυρίζονταν πως είχαν δει  και τα σημάδια της κακοποίησης στο σώμα του. Κάποιοι άλλοι  υποστήριζαν πως  είχε σώσει μια οικογένεια που κινδύνευε να καεί μέσα στο αυτοκίνητο της , άλλοι πάλι πως  είχε σώσει από βέβαιο πνιγμό ένα παιδί που είχε παρασυρθεί από τα κύματα.

Κανείς δεν ήξερε να πει με βεβαιότητα τι από όλα αυτά ισχύει ,όλοι όμως ήταν σίγουροι πως ο Κάρλος είναι ήρωας .

Ίσως να συντηρούσε και αυτός  άθελα του το μυστήριο γύρω από την ζωή του, κυκλοφορούσε χειμώνα ,καλοκαίρι με το ίδιο λαδί αμπέχονο και όταν τον ρωτούσαν γιατί δεν αλλάζει εμφάνιση αυτός απαντούσε πως δεν μπορούσε να αποχωριστεί το αμπέχονο γιατί τον δένουν ιστορίες ζωής με αυτό.

Όλοι κουνούσαν το κεφάλι τους  με νόημα, συνωμοτικά, στις συζητήσεις  τους με τον Κάρλο δείχνοντας του πως ξέρουν ,πως γνωρίζουν για το ηρωικό παρελθόν του και αφού δεν ήθελε ο ίδιος να το αποκαλύψει  θα παρέμενε μεταξύ τους  ως μυστικό το παρελθόν αυτό. Δεν θα το πρόδιδαν ποτέ ,σε κανέναν.

Όλοι ήθελαν να έχουν μια ξεχωριστή σχέση με τον Κάρλο ,τους έδενε και το  μυστικό  σαν όρκος που δεν πρέπει να πατηθεί. Ποτέ όμως δεν θέλησαν να μάθουν την αλήθεια από τον ίδιο ,δεν ήθελαν να τους χαλάσει τις  φανταστικές ιστορίες που είχαν πλάσει στο μυαλό τους για αυτόν.

Ο Κάρλος ήταν ήσυχος άνθρωπος , δεν ήθελε να τον αποκαλούν ήρωα, αυτός ένα χόμπι είχε, την κηπουρική ,από την μέρα όμως που γύρισε στην πόλη του άρχισαν οι απίθανες ιστορίες  που αφορούσαν στο πρόσωπο του.

Εφτά χρόνια έλειπε από το Μοντεβιέχο σίγουρα είχε αλλάξει, δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς ,έζησε σε μια άλλη διαφορετική κοινωνία, άλλες συνήθειες , άλλος τρόπος ζωής , ήταν επόμενο να επηρεαστεί.

Εκεί στον ξένο τόπο έμαθε την τέχνη της ανθοκομίας και όταν γύρισε στην πόλη του χρησιμοποίησε τις γνώσεις που απέκτησε  στον κήπο του, δεν υπήρχε ωραιότερος κήπος σε όλο το Μοντεβιέχο. Αν τύχαινε να περάσεις  απόγευμα από εκεί θα έβλεπες τον Κάρλο να παίζει κιθάρα και να τραγουδάει , μόνος  του, κάτω από το υπόστεγο της αυλής του. Αρκετοί το ήξεραν και  στην βόλτα τους περνούσαν για να ακούσουν τον καλλίφωνο Κάρλο και να θαυμάσουν τον κήπο του.

Δεν πλησίαζαν πολύ όμως ,απέφευγαν να ανοίξουν την εξώπορτα του κήπου και να φτάσουν ως την πόρτα του πέτρινου σπιτιού.

Δεν ήθελαν να τον ενοχλήσουν , καταλάβαιναν πως για να είναι κάποιος ήρωας πρέπει να έχει  πέσει μέσ’  στην φωτιά χωρίς να δειλιάσει , δίχως  να κάνει δεύτερη σκέψη. Σκεφτόταν πως  ίσως  ήταν καλύτερα να τον αφήσουν μόνο του , στην ησυχία του , θα μπορούσε έτσι πιο εύκολα να ξορκίσει τους δαίμονες που πάντα κυνηγάνε τους ήρωες .

Στην πόλη  δεν κατέβαινε τακτικά, ίσα-ίσα για να αγοράσει τα απολύτως απαραίτητα ,ποτέ δεν έκανε υπερβολές ο Κάρλος, ήταν ήρωας και ως τέτοιος έπρεπε να δείχνει εγκράτεια ,να βλέπουν όλοι πως  μπορεί και αρκείται στα λίγα ,οι ήρωες  άλλωστε μπορούν να επαναπαυθούν και  στις δάφνες της δόξας τους.

Κάποτε  μάλιστα ματαίωσε  ένα ταξίδι που προγραμμάτιζε από  καιρό γιατί άκουσε πως κάποιοι στην πόλη παραξενεύτηκαν που θα πήγαινε διακοπές  και μάλιστα σε εξωτικό προορισμό , μα καλά δεν ξέρει πως οι ήρωες δεν πάνε διακοπές ; σχολίαζαν οι παρέες μεταξύ τους .

Έπρεπε να είναι προσεκτικός σε κάθε του κίνηση ,ήταν το παράδειγμα για τους νέους στο Μοντεβιέχο,αν και δεν είχε καταλάβει ποτέ για ποιο  λόγο οι νέοι θα έπρεπε να ακολουθήσουν τα βήματα της  δικής του ζωής . Κάποτε μάλιστα άφησε τα μαλλιά του μακριά και στόλισε τον λοβό του αυτιού του με σκουλαρίκι .

Όταν τον είδαν έτσι στην πόλη  έπαψαν να τον χαιρετάνε όπως συνήθιζαν ως τότε, με εγκαρδιότητα, οι μέχρι χθες φίλοι του με όρκο σιωπής μάλιστα ,δεν τον ήθελαν στις παρέες τους ,τα καφέ και τα μπαρ της πόλης έκλεισαν τις πόρτες τους στον Κάρλο μέχρι να συμμορφωθεί .

Ο Κάρλος δεν αντέδρασε κατάλαβε πως έπρεπε να κόψει τα μαλλιά και να βγάλει το σκουλαρίκι από το αυτί του, τέτοιες εμφανίσεις δεν ταιριάζουν σε έναν ήρωα. Ήταν λάθος του, το αναγνώρισε .

Όπως τότε που θέλησε να εργαστεί ως κηπουρός μιας και γνώριζε την τέχνη αυτή πολύ καλά,δεν υπήρχε  καλύτερη απόδειξη άλλωστε από τον κήπο του ,όλοι αναγνώριζαν τις ικανότητες του. Όταν  όμως ζητούσε να εργαστεί όλοι τον κοιτούσαν απορημένοι, μα τι παράδειγμα θα δώσεις στους νέους όταν δουν, εσένα ,τον ήρωα της πόλης να εργάζεται  ως απλός κηπουρός ,ως ένας κοινός θνητός ,του έλεγαν και έκλειναν με αγανάκτηση κατάμουτρα την πόρτα στον ήρωα τους.

Μα ούτε και σχέση μπορούσε να έχει ,τα κορίτσια τον αγαπούσαν γιατί ήταν ο ήρωας, όμως κανείς δεν ήξερε ποια μπορεί να είναι η  καθημερινότητα ενός ήρωα, τρόμαζαν και μόνο στη σκέψη πως ίσως θα άλλαζε ριζικά η ζωή τους κοντά του,δεν θα μπορούσε να είναι η ζωή τους συνηθισμένη όπως των άλλων ζευγαριών. Γι αυτό θα έπρεπε να αρκεστεί στην μοναξιά του ήρωα.

Τον κυνηγούσε σαν χίμαιρα αυτός ο τίτλος .

Δεν ξέχασε ποτέ το απόγευμα εκείνο του Αυγούστου που θέλησε κι αυτός  ως άνθρωπος να βρεθεί με άλλους ανθρώπους . Ήταν η γιορτή της πόλης του ,όλοι είχαν πάρει ατομικές προσκλήσεις μόνο στον Κάρλο δεν στάλθηκε  ,όταν ρώτησε να μάθει τον λόγο του απάντησαν πως οι ήρωες δεν χρειάζονται ιδιαίτερες  προσκλήσεις  έχουν το ελεύθερο να βρίσκονται σε όποια εκδήλωση και χώρο επιθυμούν χωρίς ιδιαίτερη πρόσκληση που στο κάτω-κάτω δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα κομμάτι χαρτί με  τυπωμένο μελάνι που απευθύνεται σε κοινούς θνητούς.

Ε ναι έχουν δίκιο σκέφτηκε ο Κάρλος, ήταν επιπολαιότητα εκ μέρους μου να ζητήσω εξηγήσεις ,οι ήρωες ανήκουν στην πόλη και η πόλη στους ήρωες.

Αποφάσισε το λοιπόν να πάει και αυτός έστω και τυπικά ακάλεστος στην γιορτή της πόλης του ,τον βόλευε μάλιστα και το γεγονός πως το λεωφορείο έκανε στάση λίγο πιο κάτω από το σπίτι του. Σκέφτηκε  πως ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή να αλλάξει και την εμφάνιση του, να βγάλει επιτέλους το λαδί αμπέχονο από πάνω του και να φορέσει το κουστούμι  που  είχε αγοράσει ειδικά για τέτοιες περιπτώσεις .Ήταν χαρούμενος που θα βρισκόταν στην γιορτή της πόλης  μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους.

Έτοιμος και ευδιάθετος στην στάση ο Κάρλος περίμενε το λεωφορείο ,δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ ήρθε στην ώρα του και καθώς πλησίαζε έκανε νόημα στον οδηγό να σταματήσει για να επιβιβαστεί.

Με μεγάλη του έκπληξη είδε το λεωφορείο να τον προσπερνά ,ήταν σίγουρος πως δεν τον αναγνώρισε  ο οδηγός  λόγω της νέας του εμφάνισης. Ο Κάρλος τα έβαλε με τον εαυτό του ,τι τον έπιασε και έβγαλε το αμπέχονο για  να ντυθεί με το κουστούμι ,τώρα ήταν κάποιος άλλος, δεν τον αναγνώριζε κανείς ,μονολογούσε καθώς γυρνούσε στο σπίτι. Με μπερδεμένα συναισθήματα, σαν ένα κουβάρι δίχως αρχή και τέλος γύρισε στο μικρό πέτρινο καταφύγιο του.

Εφτά χρόνια έλειπε από το Μοντεβιέχο ,τα πρώτα δύο χρόνια τα πέρασε σε κέντρο αποκατάστασης εκεί έμαθε την ζωή από την αρχή, έμαθε πως να ντύνεται , πως να ξαπλώνει και να σηκώνεται από το κρεβάτι χωρίς βοήθεια, πως να αυτοεξυπηρετείται για να μπορέσει να συνεχίσει την ζωή του  ανεξάρτητος, με αξιοπρέπεια.

Στα υπόλοιπα πέντε χρόνια έμαθε  την τέχνη της ανθοκομίας  στη σχολή του κέντρου αυτού ,δεν είχε πάρει μέρος σε κανέναν πόλεμο ,ούτε είχε σώσει ανθρώπους από βέβαιο θάνατο όπως πολλοί πίστευαν. Ένα τροχαίο ατύχημα που είχε  με την παρέα του όταν αποφάσισαν να εκδράμουν με τις μηχανές τους ,ένας μεθυσμένος οδηγός αυτοκινήτου που τον παρέσυρε και η ζωή του άλλαξε ολοκληρωτικά.

Το αμαξίδιο θα ήταν κομμάτι της ζωής του για πάντα, έτσι απλά ,δίχως ηρωισμούς ο Κάρλος  πέρασε στην ζώνη του λυκόφωτος. Παρόλα αυτά με το που γύρισε στην πόλη του όλοι τον αποκαλούσαν ήρωα και  άρχισαν να διαδίδουν απίθανες ιστορίες για αυτόν.

Το λεωφορείο που δεν σταμάτησε, η ζωή που τον προσπερνούσε,ο μεγάλος έρωτας που ποτέ δεν έζησε ,όλα αυτά που τον ανάγκαζαν να φοράει συνέχεια το λαδί αμπέχονο έσκασαν ξαφνικά σαν πυροτεχνήματα μέσα στο μυαλό του.

Έφτασε στο σπίτι του , αυτή τη φορά δεν έπιασε την κιθάρα του  όπως  το συνήθιζε μα ξεκρέμασε το λαδί αμπέχονο και το πέταξε στα σκουπίδια ,έβγαλε και το κουστούμι από πάνω του και το έθαψε…στο παλιό του μπαούλο. Συνειδητοποίησε  πως έπρεπε να δίνει καθημερινές  μάχες ,να μπαίνει ατρόμητος στην φωτιά και να πολεμάει τις προκαταλήψεις και τον φόβο της διαφορετικότητας σαν ήρωας.

Όλοι στο Μοντεβιέχο γνώριζαν για τις  σκληρές μάχες που θα έπρεπε να δώσει για να μπορέσει να σταθεί δίπλα τους ισότιμα , μόνο ο Κάρλος δεν το γνώριζε. Θα άφηνε λοιπόν και πάλι τα μαλλιά του να μακρύνουν, φόρεσε ξανά το σκουλαρίκι στο αυτί του και αγόρασε ένα άλλο αμπέχονο, στο χρώμα της φωτιάς.

Ήταν αποφασισμένος , στην επόμενη γιορτή το λεωφορείο θα σταματούσε στην στάση του.

Ναι ,τώρα κατάλαβε γιατί όλοι τον αποκαλούν Κάρλος ο ήρωας…

Διαβάστε επίσης