Ο κυρ Αλέκος με τη λατέρνα: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου

 Ο κυρ Αλέκος με τη λατέρνα: Γράφει ο Παναγιώτης Φώτου

Στη γειτονιά μας, οδός Δεληγιάννη 20 έμενε ο κυρ Αλέκος με τη Λατέρνα του.

Ένας Κωσταντινουπολίτης που είχε μια ωραία Λατέρνα που στην πρόσοψή της είχε την εικόνα μιας όμορφης κοπέλας. Η παρουσία αυτού του ανθρώπου στη γειτονία ήταν μια ευλογία. Κάθε γιορτή και σχόλη η γειτονία μας είχε γιορτή γιατί η Λατέρνα του κυρ Αλέκου ήταν πάντα διαθέσιμη και σκορπούσε τις νότες της ξεσηκώνοντας όλους. Κάθε γιορτή και σχόλη λοιπόν ο κυρ Αλέκος φορτώνονταν το όργανό και γυρνούσε πρώτα στις φτωχογειτονιές των προσφύγων παίζοντας τα τραγούδια που οι άνθρωποι αυτοί άφησαν στις πατρίδες που γεννήθηκαν και τα κουβαλούσαν όμως στην ψυχή τους στην καινούργια Πατρίδα.

Η αμοιβή του ήταν η αγάπη που εισέπραττε από όλους αυτούς και τα κέρματα που έπεφταν στον ντέφι που άφηνε στο τεζάκι της Λατέρνας. Μετά την βόλτα στις γειτονιές, κατά τις δώδεκα και μισή περίπου, κατέληγε στην γειτονιά. Εκεί κάτω από την μουριά της κυρά Δήμητρας στα σκαλάκια της Νοταρά άρχιζε να γυρνά την μανιβέλα που είχε στο πλάι το όργανο αρχίζοντάς πρώτα με σκοπούς Σμυρναϊκούς και Κων/πολίτικους που ήταν οι κράχτες για να μαζευτεί ο κόσμος.

Τα σκαλιά γέμιζαν από κόσμο κάθε φύλου και ηλικίας, κοπέλες και κυράδες της γειτονιάς, παλικάρια και άνδρες, όλοι έδιναν το παρών τους. Όταν άρχιζαν οι χορευτικοί σκοποί, πρώτα ξεπετιούνταν οι πιο χορευταρούδες και παράσερναν όλες τις άλλες. Τελευταίοι έμπαιναν οι ώριμοι άνδρες αφού είχαν προηγηθεί τα παλικάρια και δεν ήθελε πολύ να καταλάβεις τα αυριανά ζευγάρια ή τα μελλούμενα.

Στο τέλος δεν έμενε κανείς που δεν έμπαινε στο χορό ή τουλάχιστον δεν τραγουδούσε τους ρυθμούς που σκορπούσε γύρω η λατέρνα. Αυτό κρατούσε μισή ώρα με σαρανταπέντε λεπτά. Ο κυρ Αλέκος  σηκώνονταν  από το σκαμνί του και ετοιμάζονταν να φορτωθεί πάλι την Λατέρνα λέγοντας τελειώσαμε. Οι άνθρωποι έμεναν στα κρύα του λουτρού και τότε τα παρακάλια πέφταν βροχή  και οι κάθε μορφής γαλιφιές και οι κολακείες ήταν στην ημερήσια διάταξη για να πείσουν τον κυρ Αλέκο να συνεχίσει.

Η κυρά Χρυσούλα του ετοίμαζε το ουζάκι του με μεζέ μπαρμπουνάκι από αυτά του τηγάνιζε για το μεσημέρι. Η κυρά Μαρίκα Πολίτησσα και αυτή του έφερνε το κρύο νερό από την παγωνιέρα  της, τέτοιες προσφορές για να τον πείσουν να συνεχίσει. Αυτός γελούσε βλέποντας την αγάπη του κόσμου και καταλάβαινες ότι όλο αυτό το ξεσήκωμα το ήθελε και το επιδίωκε γιατί το είχε ανάγκη. Μετά από όλη αυτή την λατρεία που του έδειχνε ο κόσμος ξανάρχιζε να παίζει  και ξανάρχιζε και το γλέντι.

Αυτό κρατούσε καμιά ώρα ακόμη και μετά ζητούσε συγνώμη λέγοντας ότι θα πρέπει να κοιτάξει και το μεροκάματο γιατί θα κατέβει στις ταβέρνες το βραδάκι για να διασκεδάσει τον Λαό. Κάθε Δευτέρα ο κυρ Αλέκος δεν έβγαινε στην γύρα. Την ημέρα αυτή την αφιέρωνε στην περιποίηση της Λατέρνας. Την έβγαζε στην μικρή αυλή του σπιτιού του και έτρωγε ώρες να ασχολείται μαζί της. Πολλές φορές πήγαινα και καθόμουν στο πεζούλι της αυλής του και τον παρακολουθούσα.

Μιλούσε στην λατέρνα λες και ήταν άνθρωπος και της έλεγε ένα σωρό που δεν μπορούσα να ακούσω από εκεί που ήμουν. Εξ άλλου όλα αυτά τα έλεγε για την Λατέρνα του και όχι για κανέναν άλλον και τα έλεγε ψιθυριστά. Από το ύφος του και τις ματιές που έριχνε καταλάβαινα ότι ήταν λόγια αγάπης και λατρείας και έχανε πολλές φορές και την επαφή με το περιβάλλον. Εμένα με έτρωγε η περιέργεια και η απορία πώς από αυτήν την ντουλάπα έβγαινε αυτή η ωραία μουσική. Τι έχει μέσα και βγάζει από εκεί τόσο ωραία τραγούδια.

Ο κυρ Αλέκος ήταν απορροφημένος με την Λατέρνα και ούτε έπαιρνε είδηση για την παρουσία μου. Μια μέρα με πήρε είδηση, μάλλον τρόμαξε από την παρουσία μου και με φώναξε άγρια να πάω κάτω. Πήγα φοβισμένος και τρομαγμένος και όταν με ρώτησε γιατί τον παρακολουθώ, δεν ήξερα τι να του πω και την λύση μου την έδωσε μια επιγραφή που είχε επάνω από το κεφάλι τη η όμορφη εικόνα της κοπέλας και του λέω με τρεμάμενη φωνή, «Να θέλω να διαβάσω τι λένε αυτά τα γράμματα και δεν τα καταλαβαίνω». Κοίταξε μια εμένα μια την επιγραφή, ηρέμησε η ματιά  του, κούνησε το κεφάλι του χαμογέλασε και μου είπε ήρεμα και με λίγη γλύκα στην φωνή,

— Η γραφή αυτή είναι Βυζαντινή και γράφει «Αρχόντισσα, Πλανεύτρα και Ζητιάνα μου», το Όργανο αυτό το έφερα κατευθείαν από την Πόλη, οκτακόσιες ώρες δούλεψε ο– , είπε ένα όνομα μάλλον Ιταλικής προέλευσης, για να την κάνει και από τον Μάη του 16 την έχω στα χέρια μου. Στην Πόλη ήμουν ο καλύτερος Καλλιτέχνης της Στάμπας, μη κοιτάς που εδώ Λατερνατζή με ανεβάζουν και Λατερνατζή με κατεβάζουν. Τι γράφει λοιπόν εκεί επάνω, Αρχόντισσα είναι η πρώτη λέξη. Τραβήχτηκε ένα βήμα πίσω κοίταξε την Λατέρνα του με λατρεία και το πρόσωπο του πήρε μια τέτοια γλύκα που δεν περιγράφεται.

Συνέχισε, με το όργανο αυτό μπήκα στα καλύτερα εστιατόρια της Πόλης και στα περισσότερα αρχοντικά της. Σειρά περίμεναν για να πάω και να σταμπάρω τα νέα τραγούδια της εποχής αλλά και τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδας μετά τις νίκες του Ελληνικού Στρατού τόσο στους Βαλκανικούς Πολέμους αλλά και μετά. Δημοτικά τραγούδια, πόλκες, μαζούρκες ακόμη βαλσάκια και ταγκό  βγήκαν από το όργανο αυτό και χόρεψε και διασκέδασε κόσμος και κοσμάκης και πλάνεψε άρχοντες και λαό.

Ήμουν ο άρχοντας εγώ… Και άλλα μου είπε ο κυρ Αλέκος που δεν θέλω να μακρηγορήσω και να κουράσω. Θα πω μόνο όταν τον ρώτησα για την τρίτη  λέξη, τον είδα να συννεφιάζει, να ρίχνει την ματιά του κάτω και να μου λέει «Τι κάνω τώρα αγόρι μου, ζητιανιά δεν είναι αυτό, την κατάντησα ζητιάνα την αρχόντισσα μου». Στεναχωρήθηκα που τον είδα στην κατάσταση αυτή και έφυγα λυπημένος γιατί άλλη διάθεση είχε και εγώ του την χάλασα.

Αυτά γράφονται σαν μνημόσυνο στον άρχοντά τον Κυρ Αλέκο που τόση χαρά σκόρπισε όταν ζούσε με την Λατέρνα του στην γειτονιά μας.

Μόνο λίγα τεχνικά στοιχεία που έμαθα αργότερα για το όργανο αυτό που ήταν το κύριο μέσο διασκέδασης στις αρχές του 20ου αιώνα και δεν έλειπε από κανένα κοινωνικό γεγονός της εποχής εκείνης. Τα τεχνικά στοιχεία λειτουργίας του οργάνου είναι το ότι το όργανο αυτό έχει μέσα στην «Ντουλάπα» έναν κύλινδρο 80 εκατοστών που έχει καρφωμένα επάνω του χιλιάδες καρφάκια (7000) που το καθένα είναι για μια νότα. Για να γραφεί ένα τραγούδι χρειάζονται 800 καρφιά και το μέγιστο των τραγουδιών που μπορεί να αποθηκεύσει ο κύλινδρος είναι 9. Ο σταμπαδόρος είναι αυτός που βάζει τα καρφιά στον κύλινδρο και ανάλογα με την θέση και την γωνία του καρφιού βγαίνει και ο ήχος από το χτύπημα του πλήκτρου στις χορδές που είναι τοποθετημένες στο κάθετο τμήμα της ντουλάπας. Ο Σταμπαδόρος  θα πρέπει να ήταν ένας καλός μουσικός καθώς και καλός τεχνίτης για να μπορεί να τοποθετεί τα καρφιά στην κατάλληλη θέση για να πετυχαίνει  την σωστή νότα.

Παναγιώτης Φώτου

Διαβάστε επίσης