Οι κόρες : Κείμενο του Τάσου Βιζικίδη

 Οι κόρες : Κείμενο του Τάσου Βιζικίδη

Καμάρωνε ο κυρ Μένιος για τις όμορφες δίδυμες κόρες του, ήταν ότι πολυτιμότερο είχε στην ζωή.

Από μικρά παιδιά πάντα δίπλα του, πρόθυμες  να βοηθήσουν τον πατέρα τους στις δουλειές του αγροκτήματος. Είχαν μάθει τα πάντα μαζί του  από το πως να φροντίζουν τα ζώα ,μέχρι και το πως θερίζουν το τριφύλλι για τον χειμώνα. Ο κυρ Μένιος  ήθελε οι κόρες του να μπορούν να τα βγάζουν πέρα σε όλες τις δυσκολίες  αφού οι ζωές τους θα ήταν στο αγρόκτημα μαζί του, καθώς υπολόγιζε .Δεν ξεχώριζε τις δουλειές σε γυναικείες και ανδρικές σε βαριές και ελαφριές  τις μεγάλωνε ως ανθρώπους  που έπρεπε να ξέρουν , να μπορούν να συντηρούν τους εαυτούς τους. Σε κάθε δραστηριότητα τις είχε κοντά του, μαζί πήγαιναν στο κυνήγι ,σε αυτές βασιζόταν όταν χρειαζόταν γερά ματιά για να  βρει το θήραμα καθώς κρυβόταν στις φυλλωσιές.  Τις μάθαινε πως να στήνουν παγίδες, πως να ξεχωρίζουν τα χνάρια των αγριμιών, πως να βάζουν σημάδια για να βρίσκουν τα μονοπάτια σε περίπτωση που χαθούν στο δάσος. Όπως το βράδυ εκείνο που έχασε το μονοπάτι στο βουνό  και οι κόρες του ήταν αυτές που πήραν τον πατέρα τους από το χέρι και γύρισαν όλοι ασφαλής στο αγρόκτημα. Τελικά το μόνο χρήσιμο μάθημα ήταν αυτό ,το να μπορέσεις να ξαναβρείς το μονοπάτι αν τύχει και χαθείς .

Η αγαπημένη τους τοποθεσία ήταν εκεί που ενώνονταν οι δυο κοιλάδες ,με το ποτάμι να τις κόβει στη μέση και τα βουνά πίσω να ορθώνονται με τις κορυφές κρυμμένες στην ομίχλη . Το ψάρεμα στο ποτάμι ήταν η αγαπημένη τους ενασχόληση ,αυτές οι εξορμήσεις κρατούσαν συνήθως δύο, τρεις μέρες, κατασκήνωναν στην όχθη του ποταμού και τα βράδια γύρω από την φωτιά μιλούσαν για τις ζωές τους και τα όνειρα τους . Καθάριζαν τις σκέψεις τους από τα προβλήματα της φάρμας, εκεί ξαναέβρισκαν τους εαυτούς τους ,ξεκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο.

Όμως ο κυρ Μένιος ήθελε να μάθει στα κορίτσια του να αναγνωρίζουν την ομορφιά παντού ,ακόμα και αν αυτή ήταν κρυμμένη. Πολλά βράδια τα περνούσαν στον λόφο που ήταν κοντά στη φάρμα τους και έβλεπαν  τα νεφελώματα με τα υπέροχα χρώματα,άλλες φορές πεφταστέρια να σκίζουν τον ουρανό και οι ευχές που έκαναν ήταν τόσες πολλές  που στο τέλος γελούσαν καθώς δεν είχαν άλλες  να κάνουν.  Κάποιες νύχτες πάλι νόμιζαν πως αν άπλωναν τα χέρια θα μπορούσαν να ακουμπήσουν το φεγγάρι, είχαν μάθει όλους τους αστερισμούς , έδωσαν και ονόματα δικά τους σε αστέρια, όλο το σύμπαν ήταν δικό τους .Έλεγε στις κόρες του πως την ομορφιά μπορούσες να την βρεις ακόμα και αν ήταν κρυμμένη στο σκοτάδι, αρκεί να ξέρεις που να την ψάξεις . Τις πήγε να δουν και την θάλασσα δεν ήθελε να τις στερήσει την ευκαιρία να ταξιδέψουν τα βλέμματα τους  στην απεραντοσύνη της .

Έτσι περνούσε τον καιρό του ο κυρ Μένιος με τις κόρες του ανακαλύπτοντας κάθε μέρα και κάτι καινούριο ,αυτό που δεν μπορούσαν να αποφύγουν ήταν οι άσχημες εικόνες, έβλεπαν και στα πιο απίθανα μέρη την ανθρώπινη απερισκεψία, σκουπίδια αφημένα ,άχρηστα αντικείμενα ,ρημαγμένη ομορφιά . Αυτή η ασχήμια έθλιβε τον κυρΜένιο υπήρχε όμως και αυτή η πλευρά στη ζωή. Πέρασαν τα χρόνια και οι κόρες ακολουθούσαν όλο και λιγότερο τον πατέρα τους στις εξορμήσεις του. Ήταν όμως αρκετός ο καιρός  που είχαν να κατέβουν για ψάρεμα στο ποτάμι, ούτε στο λόφο ξανανέβηκαν, για το κυνήγι ούτε λόγος .Κάτι συνέβαινε με τα κορίτσια του όμως δεν είχε δώσει σημασία τότε. Οι κόρες του  είχαν  απομακρυνθεί καιρό τώρα από τον πατέρα τους και σιγά-σιγά δίχως να το καταλάβει  τον εγκατέλειψαν, πικραμένος κλείστηκε στο δωμάτιο του.

Η Ίριδα και η Φαίδρα δεν ήταν πια μαζί του, ο κυρ Μένιος έβλεπε… πια μόνο  σκοτάδι, …έφυγαν οι …κόρες του ,έφυγε το φως… του.

Αναγκάστηκε να κατέβει στην πόλη, να αλλάξει την ζωή του, πούλησε το αγρόκτημα και αγόρασε μια μονοκατοικία δίπλα στην θάλασσα, ο άνθρωπος των βουνών θα ζούσε τώρα πια δίπλα στην θάλασσα . Κάθε πρωί έβγαινε στην βεράντα και καθόταν μόνος του, με τις ώρες ,με όλους τους καιρούς  ,αναπολώντας την ζωή του στο αγρόκτημα,τότε που αιχμαλώτιζε την ομορφιά γύρω του με ένα του μόνο βλέμμα ,τότε που τα χρώματα  έντυναν την φύση και καταλάβαινε πότε  ξυπνάει και πότε  κοιμάται η γη, τότε που παρατηρούσε και θαύμαζε την αντοχή και την προσαρμοστικότητα των άγριων συγκατοίκων του ,τότε που ένιωθε χαρούμενος ,ελεύθερος, ευτυχισμένος.

Μεγάλη η στεναχώρια του κυρ Μένιου εξόρισε  τον εαυτό του στην χώρα της λήθης, δεν μπορούσε να δεχτεί το γεγονός πως τα μάτια του δεν θα αιχμαλώτιζαν ξανά εικόνες στο μυαλό του.

Βουτηγμένος στις μαύρες του σκέψεις καθώς ήταν, ξαφνικά αναγνώρισε έναν ήχο,  γνώριμος ήχος αναφώνησε ,μα ναι μια καρδερίνα κελαηδούσε κάπου εκεί κοντά. Αναθάρρησε ,ναι είναι μια καρδερίνα, να ,να ,ακούω και ένα καναρίνι , μα ναι κάπου τριγύρω παίζουν παιδιά τα ακούω και άρχισαν οι εικόνες να χορεύουν και πάλι στο μυαλό του. Έπιασε και ψηλάφισε το πρόσωπο του ,χτύπησε τα πόδια του δυνατά στο πάτωμα της βεράντας και ένιωσε το σώμα του να τραντάζεται ,άπλωσε το χέρι στο κάγκελο και ένιωσε την ζέστη του καλοκαιριού να τον διαπερνά απ’ άκρη σε άκρη. Δάκρυσε από χαρά και θυμήθηκε πως είχε νιώσει πράγματα από ένα απλό,απαλό άγγιγμα όπως τα δάκρυα που κυλούσαν στο δέρμα του  και το αεράκι που φυσούσε από την θάλασσα δροσίζοντας τον συμφώνησε μαζί του. Το δέντρο που είχε στην αυλή του τον χαιρέτισε και αυτό με το θρόισμα των φύλλων του, δεν είχε αλλάξει τίποτα όλα παρέμεναν ίδια ,αυτός είχε αλλάξει.

Επέτρεψε τότε στον εαυτό του να βρει τα ονόματα  των λουλουδιών της βεράντας του μόνο από το άρωμα τους, ένα παιγνίδι που έπαιζε κάποτε με τις κόρες του, γαρδένια, γιασεμί, λεβάντα, τριαντάφυλλο ,δεν λάθεψε σε κανένα. Ένιωσε σαν όλα να  τον περίμεναν εκεί υπομονετικά όλο αυτόν τον καιρό για να του θυμίσουν πως μπορεί να έχασε τις κόρες του έχει όμως άλλα …τέσσερα παιδιά που τον αγαπάνε και τον προστατεύουν .Αναγνώρισε και ξεχώρισε την μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού που κάθε πρωί πλανιόταν στον αέρα της γειτονιάς ,εκείνο το πρωινό γεύτηκε…ακόμα και την αρμύρα της θάλασσας.

Ανακάλυπτε ξανά τον κόσμο ,αυτή την φορά με μια αίσθηση λιγότερη όμως αυτό δεν είχε πια σημασία, ξαναγεννήθηκε, και τώρα σαν μωρό μάθαινε τα πάντα από την αρχή. Το μετάνιωσε που είχε φερθεί στον εαυτό του τόσο σκληρά ,που  απέκλεισε την ύπαρξη του από την ομορφιά του κόσμου, θυμήθηκε που  έλεγε  στις κόρες του,  μπορείς να δεις την ομορφιά ακόμα κι αν αυτή είναι κρυμμένη στο σκοτάδι ,αρκεί να ξέρεις που να ψάξεις. Είχε ακόμα τις τέσσερις αισθήσεις του ,θα έπλαθε νέες εικόνες μαζί τους , έναν καινούριο κόσμο ,όπως αυτός επιθυμούσε, η ασχήμια δεν θα είχε καμιά θέση στην ζωή του τώρα πια. Τα χρώματα ξεχύθηκαν στα όνειρα του ,έσπασαν το φράγμα που όρθωσε για να τα φυλακίσει  ο κυρ Μένιος  και από όπου περνούσαν ξέπλεναν το γκρίζο και έβαφαν το είναι του με  αποχρώσεις πρωτόγνωρες . Το  σπίτι του φαινόταν μικρό δεν τον χωρούσε πια, έπρεπε να βρει τρόπο να φτάσει στην χώρα της λήθης ,να βρει τον εαυτό του και να δραπετεύσουν από εκεί. Έμαθε πως ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου μπορεί να τον βοηθήσει ,να τον οδηγήσει ως εκεί, με τα  μάτια του φίλου του θα έφτανε στην χώρα όπου είχε εξορίσει τον εαυτό του .Η φύση που τόσο αγάπησε του έκανε το μεγαλύτερο δώρο του χάρισε ένα σκύλο ,έναν πραγματικό φίλο που στέκεται δίπλα του, οδηγός στην νέα του ζωή. Με τον νέο του φίλο βγήκαν για να κυνηγήσουν την ζωή και το όνειρο ,να χαράξουν νέες διαδρομές ,νέα σημάδια για να μπορούν να βρίσκουν τον δρόμο του γυρισμού.

Το πιο σημαντικό μάθημα που είχε δώσει τελικά στις κόρες του ήταν το να μπορείς να ξαναβρείς το μονοπάτι όταν τύχει και χαθείς…

Διαβάστε επίσης