• 28 Απριλίου 2024,

Πάει ο παλιός ο χρόνος: του Τάσου Βιζικίδη

 Πάει ο παλιός ο χρόνος: του Τάσου Βιζικίδη

Το παιδί μέσα μου βαρέθηκε τις κουβέντες των μεγάλων.

Επίμονα ζητάει να βγει έξω, να παίξει, να κυλιστεί στις αναμνήσεις. Με καταφέρνει. Ξεκλειδώνω τη μνήμη, ανοίγω τη πόρτα. Τρέχει αμέσως στην παλιά γειτονιά, τρυπώνει στις αυλές, σκαρφαλώνει στα δέντρα, κλέβει μούρα, δαμάσκηνα, κόβει δυόσμο απ΄ το παρτέρι του κυρ-Σπύρου. Κάθε τόσο μου φωνάζει αναψοκοκκινισμένο, θυμάσαι; Ένα σφίξιμο στο στομάχι. Ναι, θυμάμαι…

Τι κι αν στη θέση των αυλών ξεφύτρωσαν πολυκατοικίες, κι αν τα δέντρα έγιναν τσιμεντένιες κολόνες. Για τον πιτσιρίκο μέσα μου, δεν άλλαξε τίποτα. Η μουριά στην αυλή του θείου Ηλία δεν υπάρχει πια, όμως ακόμα γεύεται τα μούρα της… Σηκώνω ασυναίσθητα το χέρι, να σκουπίσω τα κατακόκκινα χείλη μου… Κατεβαίνει απ΄ το δέντρο, τραβάει για το φούρνο του Μενέλαου, ερείπιο πια. Κλείνω τα μάτια, μου ξανάρχονται οι μυρωδιές του φρεσκοψημένου ψωμιού και του καμένου ξύλου, οι αισθήσεις ξεσηκώνονται.

Βλέπω το παιδί να μπαίνει μέσα, βγαίνει κρατώντας ένα μεγάλο ταψί., είναι η μέρα… Αναγνωρίζω τα μπαχάρια, μου σπάει τη μύτη το ψητό. Όμως, δεν ησυχάζει, έρχεται, με τραβάει απ΄ το μανίκι, θέλει να βρεθεί με τα παιδιά της γειτονιάς, να παίξει βόλους, στο χωμάτινο δρομάκι, πίσω απ΄ το σπίτι της κυρίας Μαρίκας.

Τον περιμένουν εκεί οι επίδοξοι πρωταθλητές της ημέρας, ο Αντώνης, ο Γιάννης, ο Κάρλος, ο Σταύρος, ο Κούλης. Ξεχαστήκανε στο παιχνίδι. Έπιασε βράδυ. Απ΄ τα παράθυρα, οι μανάδες φωνάζουν, καιρός να μαζευτούνε… Στο δρόμο για το σπίτι, συναντώ τη Γιώτα, είχε βγάλει και αυτή βόλτα το παιδί, να ξεσκάσει…

Δεν ανταλλάξαμε κουβέντα, αφήσαμε τα παιδιά να ξεκουραστούν…

Διαβάστε επίσης