Περιμένοντας τους Βαρβάρους: Γράφει ο Μιχάλης Μαυρόπουλος

 Περιμένοντας τους Βαρβάρους: Γράφει ο Μιχάλης Μαυρόπουλος

Καλησπέρα. Θα σας μιλήσω σήμερα για την φοβερή εμπειρία που μου έμελλε να ζήσω ακριβώς πριν δυο απογεύματα, ελπίζοντας [αν και πολύ φοβάμαι πως δεν θα ευαισθητοποιηθεί κανείς] να είναι και από τις τελευταίες στο είδος τους.

Έχει να κάνει με τους σκύλους εκπαιδευμένους δολοφόνους, την επίθεση στον δικό μου φιλαράκο και την μάχη που έδωσα για να τον αρπάξω μέσα από το στόμα του φονιά, σώζοντας του την ζωή!

Έξι παρά τέταρτο απόγευμα Τρίτης στον δρόμο προς τα πλατανάκια. Έχουμε τελειώσει την βόλτα μας στο δάσος, μόλις έχει κάνει την μεγαλοπρεπή του εμφάνιση το φεγγάρι, ετοιμαζόμαστε να ανεβούμε στο αυτοκίνητο, νιώθω μια κίνηση από πίσω μου, ύπουλη και σιωπηλή, πριν ακόμη προλάβω να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει ένα καφετί ζώο, πιτ μπουλ είμαι σίγουρος με τρίχωμα που γυάλιζε, έχει αρπάξει το ρασελάκι μου απ’ την μουσούδα και ξεκινά να το τινάζει δεξιά αριστερά!

Πέφτω κυριολεκτικά επάνω του με μπουνιές και κλωτσιές, τίποτα! ούτε χαμπαριάζει. Το αγκαλιάζω με χέρια και με πόδια, κυλιόμαστε κυριολεκτικά μες τα χώματα, προσπαθώ να το πνίξω, βάζω όλη μου τη δύναμη, πάω να σκάσω απ’ την προσπάθεια, τίποτα!

Ότι σας γράφω, κυριολεκτώ, δεν μασάει μια. Βλέπω πέτρες γύρω μου, το κοπανάω με πέτρες όσο πιο βαριά, ούτε που δίνει σημασία, δεν γρυλίζει ο άτιμος, σιωπηλός δολοφόνος, ο δικός μου σκούζει και σκούζει μαζί και η καρδιά μου, με στοιχειώνει κάθε νύχτα το κλάμα του.

Είμαι πλέον μεγάλος άνθρωπος, καταλαβαίνω πως τα χτυπήματα μου δεν έχουν τη δύναμη που χρειάζεται μια τέτοια στιγμή. Φοβάμαι για την καρδιά μου, έχω κάνει τέσσερα by pass στο παρελθόν, νομίζω πως θα σκάσω.

Δυο φορές καταφέρνω να τον βγάλω τον Φιλέα μου μέσα από τα δόντια του κακού, δυο φορές καταφέρνει και τον τσιμπάει εκ νέου, μιας και δεν έχω τη δύναμη να σηκωθώ από καταγής ευθύς αμέσως, χρειάζομαι ανάσες πριν σηκωθώ στα πόδια μου.

Στην τρίτη ο μικρός την κοπανάει τρεχάτος την ώρα που με όση ενέργεια μου έχει απομείνει κρατώ ακινητοποιημένο τον ξένο στο έδαφος, είναι πια λαχανιασμένος, εξαντλημένος κι αυτός.

Όλο ετούτο κράτησε ένα τέταρτο της ώρας. Ο δικός μου είναι έντεκα μηνών κουτάβι, ανησυχώ, θα βρει τον δρόμο για το σπίτι που ευτυχώς δεν απέχει και πολύ μακριά; όχι πάνω από χιλιόμετρο. Κι αν τον κυνηγήσει ο εισβολές;

Δίχως καθόλου σκέψη τον χώνω με τις κλωτσιές στο αυτοκίνητο και ξεκινώ το δρόμο της επιστροφής μήπως και πετύχουμε τον δικό μου στην πορεία, δεν θέλω να τον ξεμοναχιάσει ο ‘κακός’, αν αποφάσιζε να τρέξει στο κατόπι του.

Φτάνω στο σπίτι, όντως ο Φιλέας τραυματισμένος με περίμενε από έξω. Φωνάζω τη Βίκυ να τον πάμε στον γιατρό, ελευθερώνω τον ξένο και τον διώχνω με καινούργιες άφθονες κλωτσιές και μπουνιές.

Αυτός ο φούστης δεν χάνει χρόνο κι επιτίθεται σε άλλον σκυλαράκο της γειτονιάς, αδέσποτο αλλά υιοθετημένο από κάποιος γείτονες. Τώρα όμως είμαστε πολλοί που τον χτυπάμε, του ρίχνουν και νερά με τα λάστιχα από τα μπαλκόνια, την γλιτώνει και ο μαυρούλης!

Η συνέχεια; κτηνίατρος, ακτινογραφίες, ράμματα, παυσίπονες, αντιβίωση, κλπ, εγώ νοσοκομείο, αντιβίωση, αντιτετανικός, θα δούμε για την λύσσα, χέρια πρησμένα απ’ τα κτυπήματα, εκδορές σε όλο μου το σώμα απ’ τα κυλίσματα στη γη…

Κι ο πόνος άφθονος κάθε φορά που στο μυαλό μου γυρνούν οι εικόνες της μάχης, με το κλάμα του αγαπημένου μου να ματώνει την καρδιά μου!

Και όλα αυτά γιατί κάποιοι εκπαιδεύουν τα ζώα τους να γίνουν δολοφόνοι, τα αμολούν ελεύθερα να κάνουν το κακό, ή τους ξεφεύγουν για να κάνουνε ζημιά.

Και την πληρώνεις εσύ που αμέριμνος τριγυρίζεις μες τη φύση αναπνέοντας την ελευθερία σου, μακριά από το στρατόπεδο συγκέντρωσης που έχει καταντήσει η πόλις. Αλλά κι εκεί σε πιάνουν τα φουγάρα που ξερνάν καρκίνο, ανάλογα με την φορά του αγέρα.

Βαρβαρότητα φίλοι μου, μολυσμένοι συνάνθρωποι, μολύνουν τα ζώα τους, μολύνουν το περιβάλλον, το σπίτι μας το σπίτι τους, μολυσμένοι βαριά οι ίδιοι ψάχνουν να μας ξετρυπώσουν σε κάθε γωνιά ελευθερίας ανασαίνουμε!

Δεν θα τους περάσει όμως, όσο υπάρχουν ψυχές ευαίσθητες στο κάλλος και το δίκιο..


ΒΦΛ Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ φώτο 28/12/2020 12 : 30 το βράδυ ..αλιευμένη από ιστότοπο του αυτόνομου στεκιού

-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.

-Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

-Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Από τον Μιχάλη ‘Μίκη’ Μαυρόπουλο με αγάπη, χαρίζοντας σας ένα και ΄κινηματογραφικό’ τραγούδι αγαπημένο:

υστερόγραφο: πέρασα δυο μέρες ψάχνοντας τον σκύλο στα πλατανάκια. Βρήκα τελικά το ‘κτήμα’ απ’ όπου το έσκασε, μου το υπέδειξαν κάποιοι γείτονες. Κάποιος με μπλε αυτοκίνητο περνά και το ταίζει μια με δυο φορές την εβδομάδα, είπαν. Μίλησαν για ένα αδύνατο σκυλί, πεινασμένο. Ο γιος μου έχει βιντεοσκοπηθεί μαζί του παλαιότερα. Τι μικρή που είναι η πόλη μας!

Σήμερα (εχθές), 2/1, συναντώ την κόρη μου ‘Ελλη και μου λέει πως υπάρχει η φωτογραφία του στη σελίδα ”Σε προστατεύω”, κάποιος το βρήκε την Τετάρτη, παραμονή πρωτοχρονιάς στην περιοχή των σφαγείων.

Βλέπουμε την αναρτημένη φωτογραφία, το αναγνωρίζω. Παίρνουμε τον ήλιο μας, στην περιοχή του αγίου Παντελεήμονα, έξω από την δεξαμενή. Περνά μια οικογένεια, είναι η νεαρή κυρία από τον ”Αρτο τον Επιούσιο”, πιάνουμε κουβέντα και τελικά μαθαίνω πως κι αυτή τον είδε έξω από το σπίτι της στα σφαγεία, του έδωσε μάλιστα να φάει και τον παρέδωσε στον Δήμο.

Όλοι λοιπόν μιλούν για ένα ζώο πεινασμένο, άκακο με τους ανθρώπους, εγώ πάλεψα επί ώρα για να σώσω τον γιό μου μπορώ να πω από τα δόντια του, τα χέρια μου είναι πρησμένα και ματωμένα, το κορμί μου πονάει ακόμη από την προσπάθεια, η ψυχή μου στιγμές στιγμές μαυρισμένη, σίγουρα έχει αλλάξει ανεπιστρεπτί κάτι μέσα μου.

Όπως είπε κι ένας άλλος ποιητής: ” Κάτι μ’ αρρωσταίνει σ’ αυτή την πολιτεία

και παίρνω σβάρνα τα φαρμακεία
Νιώθω για σένα κάτι τρομερό
και ήρθε η ώρα να στο πω”……      

Διαβάστε επίσης