“Μπορείς να νικήσεις την ολέθρια πανδημία” , γράφει η Ηρώ Καραμανλή

 “Μπορείς να νικήσεις την ολέθρια πανδημία” , γράφει η Ηρώ Καραμανλή

Ξύπνησα άσχημα, κατά τον συνήθη τρόπο των τελευταίων ημερών. Στον ύπνο μου είχαν συμβεί όλα εκείνα που φοβάμαι όταν είμαι ξυπνητή. Πέθανα και μέσα από το φέρετρο έβλεπα πλήθος κόσμου να συρρέει κοντά μου για τον ύστατο αποχαιρετισμό. Μα όλα τα πρόσωπα μου ήταν άγνωστα, δεν διέκρινα ούτε έναν άνθρωπο δικό μου από την οικογένεια, τους συγγενείς ή τους φίλους μου. Ο κόσμος στεκόταν γύρω από το φέρετρο σιωπηλός μα νηπενθής και αδάκρυτος. Το ψιλόβροχο με έσπρωξε να επιταχύνω το βήμα μου. Ο πρωινός καθαρός αέρας και τα παιχνίδια του Σπίθα με απομάκρυναν από το σπίτι και είχα ανεβεί πολύ ψηλά στο βουνό. Μα κοντοστάθηκα και ο βηματισμός μου έγινε και πάλι αργός. Μια ζωή έτρεχα σαν τον δραπέτη.
Δραπέτευα από τη ζωή προφασιζόμενη ότι δεν μου φτάνει ο χρόνος. Έπρεπε να τελειώσω δουλειές, να πιάσω στόχους, να βρω τρόπο να υλοποιήσω ιδέες και προγράμματα, «μη μου τηλεφωνείτε, μη μου στέλνετε μηνύματα, δεν έχω χρόνο για συναντήσεις». Έτσι, δεν γνώρισα αληθινά τους ανθρώπους, οι μάταιες συναναστροφές μαζί τους πόρρω απείχαν απ’ τις πραγματικές μου επιδιώξεις, αντιμετώπιζα τις εκ βάθους εκμυστηρεύσεις τους με αστεμφή αδιαφορία , δεν είχα χρόνο να νιώσω βαθιά…
Σας μιλώ μέσα από το κελί μου και δεν εννοώ το σπίτι μου. Εννοώ την εγκληματική μου ολιγωρία που με εμπόδιζε όλα μου τα χρόνια να αντιληφθώ την παραφορά που βίωνα, που με εμπόδιζε να απολαύσω τους γλάρους να γλιστρούν στα κύματα ή τις νύχτες να σηκώσω το βλέμμα στον έναστρο ουρανό που η χρυσή του λάμψη κάνει τον κόσμο πιο βαθύ και πιο μεγάλο. Που με εμπόδιζε εν τέλει, να γκρεμίσω το βασίλειο του χρόνου που υποδούλωσε όλη μου την ύπαρξη.
Πόσο απρόβλεπτη είναι η ζωή τελικά. Από τη μια στιγμή στην άλλη αλλάζει τα πάντα. Ίσως είναι θεία δίκη ή μία εξωλογική παρέμβαση ή πάλι, η ίδια η ματαιότητα, για να σου δώσει ένα μάθημα – το σκληρότερο – και να σε γεμίσει ενοχές. Όπως το όνειρο των τελευταίων ημερών που αποκαλύπτει ότι ακόμη κι αν περιτριγυρίζεσαι από κόσμο στην ουσία είσαι μόνος όπως οι αλαφροΐσκιωτοι ή οι τρελοί. Και το πρωί ξυπνάς αλαφιασμένος μέσα σε πανικό, στη φυλακή του σπιτιού σου, για να αντιληφθείς κατόπιν με ανακούφιση ότι ζεις ακόμη. Ότι ακόμη, έχεις χρόνο ν’ αλλάξεις τα πράγματα. Μέσα στη σιωπή του φόβου, μπορείς να νιώσεις επιτέλους, να αισθανθείς δίχως κομπασμούς και έπαρση. Και μπροστά σε μια ολέθρια πανδημία να αποβάλεις την αδυναμία σου, να σταθείς απέναντι της παντοδύναμος και να νικήσεις. Για να ζήσεις τουλάχιστον από τούδε και στο εξής όπως σου αξίζει… Σαν άνθρωπος !!!

Διαβάστε επίσης