• 16 Μαΐου 2024,

Tαξιδευτής: του Τάσου Βιζικίδη

 Tαξιδευτής: του Τάσου Βιζικίδη

Τα γόνατά μου ίσα που με κρατάνε. Αέρας και βροχή μου μαστιγώνουν το πρόσωπο, τα μάτια μου θολώνουν.

Παγωμένες σταγόνες τρυπώνουν στο σβέρκο μου. Το παντελόνι κολλάει πάνω μου, τα παπούτσια μου ρούφηξαν νερό σαν σφουγγάρια, οι κάλτσες μου μούσκεμα, τα δάχτυλά μου νεκρά. Δυσκολεύομαι να κάνω το επόμενο βήμα. Στο δρόμο κανείς, κούρνιασαν όλοι στα τσιμεντένια καταφύγιά τους.

Έγιναν φιγούρες σε φωτισμένα παράθυρα, σκιές σε κουρτίνες, θεατές από μέσα… Τα βλέμματά τους καρφωμένα πάνω μου. Κάποιοι τολμούν να βγουν στο μπαλκόνι, χειρονομούν, μου φωνάζουν, νομίζω. Δεν τους καταλαβαίνω και δεν είναι καιρός για συζητήσεις… Η φωνή μού ψιθυρίζει, βάδιζε, βάδιζε, μη σταματάς…

Πάντα η φωνή. Όταν ζορίζουν πολύ τα πράγματα, μου θυμίζει. Όταν κουράζομαι, μου υπόσχεται. Όταν χάνομαι, ησυχάζει. Είναι εκείνα τα ξάστερα βράδια που βαδίζω στα νεφελώματα, στους γαλαξίες…

Τότε που η ματιά μου σκαλώνει στις Πλειάδες και αφουγκράζομαι, περιμένοντας ν’ ακούσω τις τρομαγμένες φωνές τους, το τρεχαλητό για να γλυτώσουν απ’ τα χέρια του Ωρίωνα, τον παφλασμό, το τέλος… Ή τότε που παρατηρώ τον Σείριο με τις ώρες. Λένε πώς αν έχεις το βλέμμα καρφωμένο πάνω του θα τον δεις να ζωντανεύει, είναι ταξιδευτές που ορκίζονται πως άκουσαν το γαύγισμά του…

Δεν ξέρω αν θα προλάβω να πατήσω στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Όμως δεν με πειράζει, δεν ανησυχώ για το αύριο. Η επιθυμία μου για ταξίδι ακαταμάχητη, τίποτα δεν με σταματάει.

Αν τυχόν συναντηθούμε μη με καθυστερήσεις με ανούσιες ερωτήσεις.

Δεν έχω χρόνο για χάσιμο, εκεί έξω υπάρχει ένας κόσμος που με περιμένει…

Διαβάστε επίσης