Το φάντασμα της ακυβερνησίας

 Το φάντασμα της ακυβερνησίας

Γράφει ο Θανάσης Τσιρταβής

 «Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ελλάδα: το φάντασμα της ακυβερνησίας. Όλες οι δυνάμεις της εκτελεστικής εξουσίας (και η πλειονότητα αυτών της 4ης) ενώθηκαν σε μια ιερή συμμαχία για να κυνηγήσουν αυτό το φάντασμα: ο πρωθυπουργός και το επιτελικό κράτος, οι υπουργοί και οι εντολοδόχοι δημοσιογράφοι, ιδόντες το φως αριστεροί και ακροκεντρώοι ριζοσπάστες»…

Στην προσπάθειά τους να το ξορκίσουν μας λένε ότι το ζητούμενο των εκλογών είναι η αυτοδυναμία, και, γι’ αυτό, πρέπει να εννοήσουμε τις «πρώτες» εκλογές αυτές με την απλή αναλογική ως  «άγονες» και να τις «ξεπεράσουμε», για να πάμε σε δεύτερες εκλογές με ένα «καλύτερο για τη χώρα» σύστημα ενισχυμένης αναλογικής που θα επιτρέψει την αυτοδυναμία  και συνεπώς τη δημιουργία της ισχυρής/σταθερής κυβέρνησης που έχει ανάγκη ο τόπος.

Για να μας πείσουν, έχουν δαιμονοποιήσει την απλή αναλογική. Το εκλογικό σύστημα που, περισσότερο από κάθε άλλο (έστω και με το πλαφόν του 3%), σέβεται τη λαϊκή κυριαρχία, που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, σέβεται την ισοτιμία της ψήφου, που αποτελεί πυλώνα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, εξασφαλίζει αντιστοιχία ψήφων και εκπροσώπων στο Κοινοβούλιο σε μια δημοκρατία που (θέλει να) είναι αντιπροσωπευτική και μπορεί να εμποδίσει την απόλυτη ταύτιση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και εκτελεστικής εξουσίας (τουλάχιστον για τις «τεχνητές» πλειοψηφίες, αυτές που προκύπτουν από το εκάστοτε εκλογικό σύστημα και όχι από την απόλυτη πλειοψηφία στο σύνολο των ψηφισάντων). Μια πρόσφατη έκφραση αυτής της δηλητηριώδους για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου ταύτισης ήταν οι υποκλοπές,  όπου αφού αποκαλύφθηκε ότι στελέχη της κυβέρνησης χρησιμοποιούσαν κρατική υπηρεσία και παράνομο λογισμικό για να παρακολουθούν πολιτικούς αντιπάλους της κυβέρνησης, υπουργούς της και πλήθος Ελλήνων πολιτών, η (τεχνητή) κοινοβουλευτική πλειοψηφία παρεμπόδισε τον έλεγχο του σκανδάλου (όπως χαρακτηρίστηκε από τον πρωθυπουργού) νομοθετώντας  και μάλιστα με αναδρομική ισχύ την αδιαφάνεια γύρω από το θέμα, ενώ η φυσική πλειοψηφία (το άθροισμα των δυνάμεων της αντιπολίτευσης) ήταν ανήμπορη να αντιδράσει σε αυτό ούσα κοινοβουλευτική μειοψηφία.

Ποιο είναι το βασικό επιχείρημα για αυτή τη δαιμονοποίηση; Είναι το παρακάτω (με τις κατάλληλες ανά μέσο και ακροατήριο προσαρμογές):

Η απλή αναλογική δεν εξασφαλίζει αυτοδύναμες (και άρα ισχυρές/σταθερές) κυβερνήσεις.

Η χώρα για να κυβερνηθεί (σωστά/αποτελεσματικά) έχει ανάγκη από αυτοδύναμη (και άρα ισχυρή/σταθερή) κυβέρνηση.

Συμπέρασμα: Η απλή αναλογική δεν είναι για τη χώρα (εμποδίζει τη λήψη γρήγορων αποφάσεων/εμποδίζει την αποτελεσματικότητα/εμποδίζει την ανάπτυξη/εμποδίζει τη χώρα να πάει μπροστά…)

Ένα επιχείρημα είναι ένα είδος συλλογισμού κατά τον οποίο το άτομο που επιχειρηματολογεί προτάσσει κάποιους λόγους για να υποστηρίξει κάποιον ισχυρισμό για τον οποίο θέλει να πείσει ένα ή περισσότερα άλλα άτομα.  Οι λόγοι αυτοί λέγονται προϋποθέσεις ή προκείμενες και ο ισχυρισμός λέγεται συμπέρασμα. Από άποψη λογικής, το παραπάνω επιχείρημα είναι έγκυρο, δηλαδή οι προκείμενές του οδηγούν με ασφάλεια στο συμπέρασμα. Ωστόσο, από άποψη αληθείας, «τινάζει την μπάνκα στον αέρα» χρησιμοποιώντας ψευδείς προκείμενες και καταλήγοντας σε ψευδές συμπέρασμα. Ας δούμε γιατί.

Προκείμενη 1η: «Η απλή αναλογική δεν εξασφαλίζει αυτοδύναμες (και άρα σταθερές/ισχυρές κυβερνήσεις)»: η κατηγορηματική διατύπωση παρουσιάζει κάτι που είναι πιθανό (έστω και πολύ) ως βέβαιο. Αυτό από μόνο του κάνει ψευδή την πρώτη προκείμενη. Όσο μικρή και αν είναι η πιθανότητα να προκύψει αυτοδυναμία από εκλογές με απλή αναλογική, υπάρχει. Και, αφού υπάρχει, όταν κάποιος λέει ότι δεν υπάρχει ψεύδεται. Έστω κι έτσι όμως, επειδή ξέρουμε ότι, τη εξαιρέσει των εκλογών του 1974, κανένα κόμμα στην Ελλάδα δεν έχει πάρει ποτέ ποσοστό της τάξεως του 50+, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ούτε στις επικείμενες εκλογές θα πάρει κάποιο κόμμα αυτό το ποσοστό. Τι μας λέει όμως αυτό; Μας λέει ότι το ποσοστό 50+% δεν εξαρτάται από το οποιοδήποτε εκλογικό σύστημα αφού δεν έχει επιτευχθεί με κανένα από τα εφαρμοσθέντα συστήματα. Και αφού δεν εξαρτάται από το εκλογικό σύστημα, η απλή αναλογική δεν το εμποδίζει να επιτευχθεί.

Επιπλέον, παρόλο που η κυρίαρχη ρητορική την παρουσιάζει ως να είναι, η αυτοδυναμία δεν είναι το διακύβευμα των επικείμενων εκλογών. Είναι μια κομματική επιδίωξη με συγκεκριμένους στόχους: αφενός να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερες εξουσίες σε ένα και το αυτό πρόσωπο (:αρχηγός της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αρχηγός του κυβερνώντος κόμματος και πρωθυπουργός) και αφετέρου να διευκολύνει το πρόσωπο αυτό να άρει ή να παρακάμψει όσο το δυνατόν περισσότερους από τους υπάρχοντες περιορισμούς της εξουσίας του. Έτσι θα μπορεί  να κυβερνά ανέλεγκτα και να πραγματοποιεί θαύματα ανάπτυξης, ακόμα και εις πείσμα στοιχείων όπως αυτά που επεσήμανε πρόσφατα σε ανοιχτή του επιστολή προς τα κόμματα  ο πρώην υπουργός οικονομικών Αλέκος Παπαδόπουλος: https://bit.ly/3M9uPj0

Ζητούμενο αυτών (και κάθε) εκλογών είναι η όσο το δυνατόν πιο ακριβής αποτύπωση της βούλησης των πολιτών και ο σχηματισμός κυβέρνησης σε ευθεία αντιστοιχία με αυτήν. Με δεδομένο ότι ψηφίζουμε για να κυβερνηθούμε (ποιος ψηφίζει για να μην κυβερνηθεί), η μη επίτευξη εκλογικού ποσοστού αυτοδυναμίας από κανένα κόμμα, μπορεί να ερμηνευτεί με έναν και μόνο τρόπο: ως εντολή για κυβέρνηση συνεργασίας. Και ποιο πολιτικό κόμμα νομιμοποιείται να αγνοήσει (για οποιονδήποτε λόγο) την εντολή των εκλογών, τη στιγμή που η αγνόησή της συνιστά μείζονα θεσμική εκτροπή;

Εδώ έρχεται σε βοήθεια της πρώτης προκείμενης μια λανθάνουσα προκείμενη που λέει: πώς να συνεργαστούν κόμματα με διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, με διαφορετικά αφηγήματα, διαφορετικούς στόχους, διαφορετική μεθοδολογία, σε μια χώρα που δεν έχει κουλτούρα συνεργασιών και συναινέσεων; Η απάντηση είναι απλή: όπως μέχρι τώρα, κάθε φορά που χρειάστηκε.

Ας μην ξεχνάμε ότι όχι μόνο έχουν υπάρξει κυβερνήσεις συνεργασίας στη χώρα αλλά «Οι κυβερνήσεις συνεργασίας ήταν αυτές που σήκωσαν το βάρος, αναδιάρθρωσαν το δημόσιο χρέος, ανακεφαλαιοποίησαν τις τράπεζες και αυτό είναι ένα κεκτημένο που το διαχειρίζεται τώρα μια αυτοδύναμη κυβέρνηση. Αλλά στη χώρα αυτό το προσέφεραν οι κυβερνήσεις συνεργασίας», όπως εύστοχα επεσήμανε στο MEGA (3/4/2023) ο Ευάγγελος Βενιζέλος.

Ας μην ξεχνάμε επιπλέον (και ο απερχόμενος πρωθυπουργός επίσης) ότι «το πρώτο μεταπολιτευτικό εγχείρημα (συνεργασίας: εξηγώ εγώ ο γράφων. Α.Τ)  το έκανε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τις κυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα» (Ε. Βενιζέλος, στην ίδια συνέντευξη).

Ακόμα και η (απαξιωτική) περιγραφή «Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ» σε συνεργασία αναφέρεται, μια συνεργασία που κράτησε 4 χρόνια (ό,τι και αν της πιστώνεται ή της χρεώνεται).

Κάνει όμως περισσότερο πιθανή μια μετεκλογική συνεργασία αυτό το ιστορικό συνεργασιών; Οπωσδήποτε. Ας μη ξεχνάμε ότι τουλάχιστον τα τρία μεγαλύτερα (με βάση την τελευταία εκλογική αναμέτρηση) κόμματα συγκλίνουν σε πολύ περισσότερα σημεία απ’ όσα η προεκλογική τους ρητορική επιτρέπει να φανούν.

«Πού διαφωνούν (Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ: εξηγώ εγώ ο γράφων, ΑΤ) στα μεγάλα θέματα; Η χώρα είναι ευρωπαϊκή, φιλοαμερικανική, νατοϊκή, έχει μια συγκεκριμένη στάση σε σχέση με τα μεγάλα διλήμματα που αφορούν τη Ρωσία, την Κίνα, τη νέα, ας πούμε, εικόνα του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων. Έχουμε μια ενιαία μακροχρονίως στρατηγική σε σχέση με το Κυπριακό και σε σχέση με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις» (Ε. Βενιζέλος στον Σταύρο Θεοδωράκη: https://bit.ly/3BzJejC

Γιατί λοιπόν δεν μπορούν να προκύψουν συνδυασμοί συνεργασίας από (τουλάχιστον) τα τρία κόμματα που συγκλίνουν σε τόσο πολλά κομβικής σημασίας για το μέλλον του τόπου ζητήματα, ειδικά όταν υπάρχει εντολή γι’ αυτό;

2η προκείμενη: «Η χώρα (για να κυβερνηθεί σωστά/αποτελεσματικά) έχει ανάγκη από αυτοδύναμη (και άρα ισχυρή/σταθερή) κυβέρνηση»

Από πού (κι ως πού) προκύπτει κάτι τέτοιο; Η πραγματικότητα το διαψεύδει απολύτως. Αν κάτι δείχνουν τα προηγούμενα παραδείγματα είναι ότι τις περισσότερες δύσκολες αποφάσεις, αυτές που έσωσαν τη χώρα, τις πήραν κυβερνήσεις συνεργασίας στις οποίες συμμετείχαν κόμματα που, πρωτοφανές αλλά αληθινό, «θυσίασαν» ακόμα την επιβίωσή τους (περίπτωση ΔΗΜΑΡ και εν μέρει ΠΑΣΟΚ) ή τις αρχές τους (περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ) για το γενικό καλό (μας αρέσει δεν μας αρέσει ο όρος).

Σημαντική λεπτομέρεια: οι συνεργασίες που αναφέρονται δεν προέκυψαν από εκλογές με απλή αναλογική αλλά από εκλογές με παραλλαγή απλής αναλογικής (1989, 1990) ή με ενισχυμένη αναλογική (2012, 2015). Σε όλες όμως τις περιπτώσεις υπήρξε συμμόρφωση των κομμάτων προς τη γενική εντολή των εκλογών. Πώς είναι δυνατόν τώρα σε συνθήκες καλύτερες και με αντιπροσωπευτικότερο εκλογικό σύστημα να αγνοηθεί παρόμοια γενική εντολή;

Ας φτάσουμε όμως και στο «Η απλή αναλογική δεν είναι για τη χώρα», συμπέρασμα που, αν και προκύπτει από ψευδείς προκείμενες, μπορεί να είναι αληθές (το μόνο που δεν γίνεται σε ένα επιχείρημα είναι να προκύψει ψευδές συμπέρασμα από αληθείς προκείμενες, όλοι οι άλλοι συνδυασμοί ισχύουν). Ωστόσο, στερημένο από τις προκείμενες του, το  συμπέρασμα, για να μπορέσει πλέον να πείσει τα άτομα που θέλει να πείσει (εμάς) θα πρέπει με κάποιο τρόπο να αποδείξει την αλήθεια του. Πώς όμως μπορεί να γίνει αυτό αφού μέχρι στιγμής δεν έχουν γίνει ποτέ εκλογές με απλή αναλογική από καταβολής της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας; Μπορεί το συμπέρασμα να δηλωθεί ως πεποίθηση όσων το χρησιμοποιούν. Οι πεποιθήσεις δεν χρειάζεται να αποδειχτούν. Αρκεί απλά να «αρέσουν». Επιπλέον, οι πεποιθήσεις του καθενός είναι δικαίωμά του  όπως είναι και δικαίωμά του να προσπαθεί να τις επιβάλλει (νόμιμα και θεσμικά) ισχυριζόμενος ότι υπηρετούν καλύτερα το γενικό καλό. Αυτός όμως που προσπαθεί έτσι θέτει αυτό που θέλει. Και «Η μέθοδος του να “θέτουμε” αυτό που θέλουμε έχει πολλά πλεονεκτήματα· είναι τα ίδια με τα πλεονεκτήματα της κλοπής έναντι του έντιμου μόχθου» (Μπέρτραντ Ράσελ).

Είναι δικαίωμά μας να το ξέρουμε αυτό και να το συμπεριλάβουμε στα κριτήριά μας μεθαύριο, τη στιγμή της ψήφου…

 

Διαβάστε επίσης