Το Παρίσι αντιγράφει τις ΗΠΑ;

 Το Παρίσι αντιγράφει τις ΗΠΑ;

 

 

Γράφει από το Παρίσι ο Μιχάλης Μαυρόπουλος


Συζήτηση στην Βουλή εν σχέσει με το συνταξιοδοτικό, μέτριες κινητοποιήσεις και πληκτικές αναλύσεις επί αναλύσεων αφορούσες ένα πολιτικοσεξουαλικό σκάνδαλο, (η υπόθεση Γκριβό, πρωτοκλασσάτο στέλεχος του Μακρόν) κυριάρχησαν στην γαλλική πολιτική επικαιρότητα κατά την διάρκεια της περασμένης εβδομάδος. Παρόλο τον σεβασμό που τρέφω, λόγω επαγγέλματος, στην παντοίου είδους επικαιρότητα είχα αποφασίσει να μην αναφερθώ λεπτομερώς στο εν λόγω σκάνδαλο που εκθεμελίωσε εν μέρει την ήδη σειόμενη Μακρονία. Υποθέτω ότι και στην Ελλάδα θα έγινε συντομότατη αναφορά ή θα εγράφησαν λίγες γραμμές για την ηθελημένη ή επιβληθείσα ή ακόμη  και ανεξήγητη έξοδο από την μακρονική λίστα των δημοτικών εκλογών των Παρισίων, του Μπενζαμέν Γκριβό. Άλλωστε και η διάδοχός του κυρία Ανιές Μπουζέν, πρών υπουργός Υγείας, που τον αντικατέστησε την τελευταία στιγμή, οδηγήθηκε σαν σφάγιο στον βωμό της θυσίας, διότι, συμφώνως με τις μέχρι τούδε δημοσκοπήσεις, οι πιθανότητες αποτυχίας της για την δημαρχία των Παρισίων είναι μεγάλες.

Ο αποτόμως, εξ ιδίας πρωτοβουλίας, απομακρυνθείς δεν ήταν αρεστός ακόμη και στους κύκλους  του. Είναι αξιοσημείωτον ότι ένας δημοσιογράφος της συντηρητικής Φιγκαρό  τον εχαρακτήρισε δημοσίως απότομο, υπερόπτη και φιλόδοξο. Γι’ αυτό πιθανώς η συνωμοσιολογία πέριξ αυτής της υποθέσεως βρήκε πρόσφορο έδαφος. Υπενθυμίζω ότι ο Γκριβό αποτελούσε την στενή (πολιτική) φρουρά του Μακρόν. Ανήκε στην ομάδα «των νέων λύκων» που έκαναν τα πάντα για την νίκη του κυρίου τους. Είναι αυτοί, που όπως έγραφα σε προηγούμενο σημείωμα, θέλησαν να αντικαταστήσουν τις έννοιες Αριστερά και Δεξιά που υπάρχουν από την εποχή της γαλλικής Επαναστάσεως, με εκείνες των «προοδευτικών» και των «παλιών», οι δε τελευταίοι δεν βλέπουν με καλό μάτι την ξέφρενη αναληφθείσα από τον Μακρόν προπαγάνδα μοντερνοποιήσεως – αμερικανοποιήσεως του πολιτικού πλαισίου της Γαλλίας.

Δυο χρόνια αφ’ ότου πήραν τα ηνία της διακυβερνήσεως οι φιλόδοξοι νέοι, στους οποίους κολλήθηκε το παρατσούκλι  «οι ερασιτέχνες», τα θαλάσσωσαν   με τα σχέδιά τους για την μείωση του αριθμού των ανθυγιεινών επαγγελμάτων και κυρίως για την επιβολή  «οικουμενικής» συντάξεως βασιζομένης στο άθροισμα μορίων του εργάσιμου χρόνου (πόντων) που απορρίπτεται από την πλειοψηφία του λαού. Εξ ου και η απαίτηση της αντιπολιτεύσεως για δημοψήφισμα.

Μήπως γι’ αυτόν τον λόγο, φοβούμενο μια τρανταχτή αποδοκιμασία,το πολιτικό του περιβάλλον υπέδειξε στον Γκριβό να απομακρυνθεί από την πολιτική αρένα; Επισήμως όχι, αν και η προεκλογική  εκστρατεία του δεν είλκυε πολύ τους παρισινούς εκλογείς. Ο ίδιος ισχυρίσθηκε ότι εξ αιτίας αναμεταδόσεων  στο Ιντερνέτ λασπολογικών βιντεοταινιών που προσέβαλαν την οικογένειά του απεμακρύνθη οικεία θελήσει του πολιτικού στίβου. Ο εσπερινός Μόντ (16-17 Φεβρουαρίου), ο οποίος αφιέρωσε τρείς σελίδεςστο γεγονός, διευκρίνιζε ότι σε αυτές τις βιντεοταινίες, διακρίνεται μετά δυσκολίας ο μακρονικός πρώην υποψήφιος  να αυνανίζεται και να ανταλλάσσει σεξουαλικές συναινετικές κουβέντες με ένα πρόσωπο του γυναικείου φύλου. Με την ίδια ημερομηνία, η λαϊκίζουσα Le Parisien (επίσης τρείς σελίδες αφιερωμένες στην περιγραφή του σκανδάλου) απεκάλυπτε ότι  η Γαλλίδα φιλενάδα ενός ιδιόρρυθμου Ρώσσου καλλιτεχνίζοντος ακτιβιστή ο οποίος διεκδίκησε την διάδοση της βιντεοταινίας ενοχοποιούσα τον Γκριβό, «υπήρξε η αποδέκτρια της  εν λόγω σκηνής και των σεξουαλικών συνομιλιών». Σημειωθήτω ότι ο έχων πρόσωπο ασκητού της ερήμου Ρώσος, είχε ζητήσει και πάρει πολιτικό άσυλο στην Γαλλία σε χρόνο ρεκόρ, μόνο τέσσερις μήνες ενώ η αναμονή είναι ένας χρόνος.

Από την μεριά της, η αριστερή  Ουμανιτέ, της 17ης Φεβρουαρίου, πιο φειδωλή στις λεπτομέρειες, τιτλοφορεί το ρεπορτάζ της «Υπόθεση Γκριβό:  μια στροφή στο γίγνεσθαι της πολιτικής ζωής». Και επεξηγεί: (είναι) «ένα πρωτόφαντο γεγονός στην Γαλλία, του οποίου οι συνέπειες θα βαρύνουν πολύ στην διεξαγωγή του δημοσίου διαλόγου».

Αναλύουσα εις βάθος, τον κοινωνικό-δημοσιογραφικό αντίκτυπο των γεγονότων τονίζει: «Ίσως η υπόθεση δεν θα απεκαλύπτετο στο κοινό χωρίς τα μέσα κοινωνικής δικτυώσεως που διευκολύνουν την γρήγορη διάδοση της οποιασδήποτε ειδήσεως ή δυσφημήσεως και, ιδίως, δεν απαιτούν τον σεβασμό (από τον συντάκτη) του επιβαλλόμενου δεοντολογικού φίλτρου της δημοσιογραφίας. Όμως αυτή η υπόθεση δεν οφείλει να μας κάνει να ξεχνούμε ότι αυτά τα μέσα επιτρέπουν ενίοτε σε σιωπηλές φωνές να φέρουν στο φως αυθεντικά σκάνδαλα με νόμιμο τρόπο. Και από καιρό σε καιρό η ανωνυμία προστατεύει αυτές τις φωνές. Μια ανωνυμία την οποία πολλές πολιτικές προσωπικότητες υποσκάπτουν και καλούν στην κατάργησή της για λόγους (δημαγωγικούς) πολιτικού οφέλους, την στιγμή μάλιστα που ουδείς των πρωταγωνιστών αυτής της υποθέσεως  έκρυψε την ταυτότητά του».

 

Δεν βλέπω τον λόγο,να επεκταθώ έτι περαιτέρω σ’ αυτήν την υπόθεση παρόλο ότι υποψιάζομαι την αδηφάγο περιέργεια του αναγνώστη για γαργαλιστικές ιστορίες που αφορούν τα δημόσια πρόσωπα. Ξέρω ότι στην  Γαλλία που κατοικώ πάνω από πενήντα χρόνια, η ερωτική προσωπική ζωή των πολιτικών προσώπων  δεν αποτελούσε μέχρι τούδε αντικείμενο δημοσίων σχολίων διαχεoμένων από την τηλεόραση 24 ώρες το 24ωρο, όπως στις ΗΠΑ. Ήταν αυστηρώς ιδιωτική υπόθεση. Όλος ο κόσμος ήξερε π.χ. ότι ο  Μιτεράν είχε μια κόρη από ένα εξώγαμο δεσμό. Βέβαια ο πολίτης το σχολίαζε ιδιωτικώς, αλλά αυτό δεν είχε κανένα αντίκτυπο στην πολιτική σταδιοδρομία και την επανεκλογή του. Ο Σιράκ επίσης, όντας παντρεμένος, είχε πολυάριθμες γυναικείες κατακτήσεις αλλά η ερωτική του δραστηριότητα δεν απετέλεσε αντικείμενο πολιτικού κουτσομπολιού, αμφισβητήσεως και σκανδαλοθηρικής εκμεταλλεύσεως. Πιο πρόσφατα, ο Ολλάντ παρόλον ότι εξασκούσε τα προεδρικά του καθήκοντα, δεν έκρυψε τις με βέσπα κρυφές νυχτερινές εξορμήσεις του προς συνάντηση της αγαπημένης του ενώ συζούσε με μια άλλη κυρία.

Δυστυχώς η «υπόθεση  Γκριβό» κατάφερε σοβαρό πλήγμα σε αυτές τις μέχρι τούδε σεβόμενες αρχές -διαχωρισμός της ιδιωτικής από την δημόσια ζωή- που καθόριζαν την άσκηση της γαλλικής πολιτικής δραστηριότητος. Αυτή  η η λάου-λάου μα εκκωφαντική εμφανισθείσα στον ορίζοντα αμερικανοποίηση της δημόσιας ζωής είναι θλιβερή για μια κοινωνία που θέλει να πιστεύει ότι διαρθρώθηκε γύρω από ορισμένες παραδόσεις διακριτικότητος και σεβασμού του άλλου. Ήταν κοινώς παραδεκτό και σεβόμενο ότι η όποια προσωπική ζωή δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να διαπομπεύεται και να αφορά τους τρίτους εφόσον δεν παραβαίνει τους άγραφους ή γραπτούς κανόνες της νομιμότητος και της συμβατικότητος.

Πριν βάλλω τελεία και παύλα σ’ αυτό το «χαρτί», όπως επικρατεί να λέγεται στην γλώσσα της γαλλικής δημοσιογραφίας, επανέρχομαι  σε πιο γνώριμα μονοπάτια, σ’ εκείνα του συνταξιοδοτικού προβλήματος που κρατά σε αγχώδηκατάσταση όλους τους Γάλλους. Επ’ αυτού, η απαίτηση για ένα δημοψήφισμα γίνεται η κινητήριος δύναμη της αντιπολιτεύσεως (της Ανυπότακτης Γαλλίας, των κομμουνιστών, των αριστερών όλων των αποχρώσεων, ακόμη και εκεί που δεν θα το περίμενε κανείς, του ακροδεξιού κόμματος της Λε Πέν). Οι  σιδηροδρομικοί του συνδικάτου CGT αναγνωρίζουν μεν ότι μια ακόμη απεργία είναι δύσκολη –οι απεργοί έχασαν την πληρωμή δυο μηνών- όμως η αποφασιστικότητά απορρίψεως του μακρονικού σχεδίου παραμένει άθικτη. Ένα δημοψήφισμα θα επέτρεπε σ’ όλους τους μισθωτούς να επέμβουν εκ νέου δημοσίως διεκδικώντας ικανοποίηση του αιτήματός τους.  Απευθυνόμενη στους εργαζόμενους, η CGT –η οποία απειλεί να εγκαταλείψει την τράπεζα των συνομιλιών για τα οικονομικά του κυβερνητικού σχεδίου- τους παρακινεί να μιλούν στον κύκλο τους, στους φίλους τους, στην οικογένειά τους, στους γείτονές τους ώστε να επιτευχθεί η οπισθοχώρηση της κυβερνήσεως δια μέσου της κάλπης, εάν αυτή στηθεί. Μια εξουσία που δεν θέλει  ένα δημοψήφισμα και κατόπιν γενικής κατακραυγής μπορεί να ευρεθεί ενώπιον ενός αδιεξόδου και γι’ αυτό επιβάλλεται η υποστήριξη της καταφυγής σε ένα απλό ναι ή  όχι.…

Διαβάστε επίσης