Το ταξίδι στην Πορτογαλία (Μέρος 1ο)

 Το ταξίδι στην Πορτογαλία (Μέρος 1ο)

Γράφει η Λιάνα Κουτσογιαννάκη


 

Αγαπητό ημερολόγιο,

Σήμερα θα αφήσουμε στην άκρη την επικαιρότητα. Δεν αντέχω άλλο. Έχουν σπάσει τα νεύρα μου. Ο κόσμος δεν πάει καλά.

Θα κλείσω τα μάτια μου. Θα τα κλείσεις και εσύ. Και θα ονειρευτούμε παρέα.

Καλώς ήρθες στoν κόσμο μου. Στο μυαλό μου. Που ταξιδεύει καθημερινά.

 

Ιούλιος 2019

Είναι καλοκαίρι. Έχει ζέστη. Προσπαθώ να κοιμηθώ. Αλλά δεν τα πολυκαταφέρνω. Είμαι αγχωμένη.

«Τι πήγα και έκανα; Πως θα φύγω αύριο; Ολομόναχη. Και που θα πάω; Σε μία ξένη χώρα. Για ένα εθελοντικό πρόγραμμα. Σε ένα μέρος που δεν ξέρω κανέναν. Πως μου ήρθε και έκανα αίτηση;»

Αυτή ήταν η φωνή της συνείδησης και της λογικής μου. Έχει ένα κακό. Με θυμάται πάντα καθυστερημένα. Όταν είναι ήδη πολύ αργά.

Παίρνω μία ανάσα. Ηρεμώ. Αύριο είναι μία άλλη μία μέρα.

Το επόμενο πρωί ξυπνάω αχάραγα. Τρώω πρωινό. Ντύνομαι. Το σακίδιό μου είναι ήδη έτοιμο.

Οι γονείς μου με περιμένουν. Έτοιμοι και αυτοί. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο.

Δύο ώρες μετά στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης. Με αποχαιρετούνε.

«Και τώρα έμεινα πραγματικά μόνη.»

Η πρώτη πτήση είναι τρίωρη. Θεσσαλονίκη – Μιλάνο. Στο Μιλάνο έχω αναμονή. Δεκατέσσερις ώρες. Είναι βράδυ.

«Θα προσπαθήσω να κοιμηθώ. Στο αεροδρόμιο.»

Ο χώρος είναι γεμάτος κόσμο. Οι Ιταλοί καραμπινιέροι είναι παντού. Με τα όπλα τους αγκαλιά περιδιαβαίνουν στους διαδρόμους όλη την νύχτα. Αυτό μου δημιουργεί από την μία ένα αίσθημα ασφάλειας. Από την άλλη τους φοβάμαι και λίγο. Είναι θεόρατοι. Και με βαρύ οπλισμό.

Γύρω μου υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι. Ταξιδιώτες που διανυκτερεύουν, όπως εγώ. Και κάποιοι άστεγοι. Νέοι και γέροι. Κάθε καρυδιάς καρύδι.

Δίπλα μου κάθεται μία κοπέλα. Είναι πολύ όμορφη.

«Μακάρι και εγώ να είχα πράσινα μάτια.»

Συστήνομαι. Είναι Ιταλίδα. Θα πάρει το πρωινό τρένο για την Ρώμη. Πηγαίνει στην πρωτεύουσα σε μία ξαδέρφη της. Της έχει βρει δουλειά και θα συγκατοικήσουν.

Η νύχτα είναι μεγάλη. Ο χρόνος στα αεροδρόμιο και στις αναμονές κυλάει αργά. Πολύ αργά.

Στην παρέα μας προστίθενται σύντομα και δύο νεαροί. Ισπανοί. Και αυτοί περιμένουν το πρωινό τρένο. Είναι πολύ κουρασμένοι. Ταξιδεύουν εδώ και έναν μήνα ασταμάτητα. Έχουν γυρίσει σχεδόν όλη την Ευρώπη.

Το επόμενο πρωί χτυπά το ξυπνητήρι. Πετάγομαι. Με πήρε ο ύπνος. Κοιμάμαι στο πάτωμα του αεροδρομίου. Τα πράγματά μου είναι ακόμα εδώ.

«Ευτυχώς.»

Τα παιδιά έχουν φύγει. Σηκώνομαι. Τεντώνομαι. Πιάστηκα.

«Λογικό

Αγοράζω έναν καφέ. Κάνω βόλτες πάνω κάτω. Η εικόνα που βλέπω τώρα είναι τελείως διαφορετική.

«Σαν να κοιμήθηκα σε ένα αεροδρόμιο και να ξύπνησα σε άλλο.»

Μόνο οι καραμπινιέροι παραμένουν οι ίδιοι. Οι άστεγοι από την άλλη πλευρά αντικαταστάθηκαν από πολυάσχολους businessmen και χαριτωμένες αεροσυνοδούς.

Η επόμενη πτήση είναι πάλι τρίωρη. Αλλά αυτή την φορά είμαι πιο χαλαρή. Διαβάζω το βιβλίο μου. Και κοιμάμαι.

Κάποτε το αεροπλάνο προσγειώνεται. Στην Πορτογαλία. Στην Λισαβόνα.

Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι μία διαφήμιση στο αεροδρόμιο. Την Daniela Ruah να τρώει ευτυχισμένη το πρωινό της ενώ πετάει με την  TAP Portugal. Χαίρομαι που την βλέπω. Είναι σημαντικό να συναντώ κάποιον γνωστό σε μία εντελώς άγνωστη πόλη. Η συγκεκριμένη κυρία μάλιστα μου είναι και ιδιαίτερα συμπαθής. Έχουμε περάσει αρκετές ώρες μαζί στο παρελθόν.

Έτυχε, βλέπεις αγαπητό ημερολόγιο, να παρακολουθήσω κάποτε τους πρώτους έξι κύκλους μίας αμερικάνικης αστυνομικής σειράς στην οποία πρωταγωνιστούσε.

«Λίγες μέρες μετά την είδα στον ύπνο μου. Με καλωσόριζε στην πατρίδα της και μου ευχόταν μία ευχάριστη διαμονή. Η ευχή της έπιασε τόπο.»

Από το αεροδρόμιο παίρνω το λεωφορείο για το κέντρο της πόλης. Κατεβαίνω στην σωστή στάση.

«Δόξα τον Θεό.»

Περιεργάζομαι τον περιβάλλοντα χώρο. Τεράστιες πλατείες, παλιά κτίρια, γελαστοί άνθρωποι.

«Κοίτα που μπορεί να περάσω και καλά τελικά.»

Ανοίγω το κινητό μου για να βάλω τον οδηγό πλοήγησης. Για να βρω το ξενοδοχείο. Είκοσι μηνύματα από τον μπαμπά μου, δεκαπέντε από την μάνα μου και ένα από τον αδελφό μου.

«Και ήμουν σίγουρη ότι κάτι έχω ξεχάσει.»

Από την στιγμή που προσγειώθηκα έσπαγα το κεφάλι μου. Αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ με τίποτα. Με την ελπίδα ότι δεν έχουν ειδοποιήσει ήδη την Interpol αποφασίζω να τους ενημερώσω ότι έφτασα. Και ότι είμαι καλά.

Μετά το τηλεφώνημα επιστροφή στην πραγματικότητα. Τo GPS δείχνει ότι το ξενοδοχείο είναι κοντά. Πέντε λεπτά με τα πόδια.

«Άρα, μπορώ επιτέλους να χαλαρώσω. Πες ότι έφτασα ήδη.»

Ξεκινώ, λοιπόν, να ανηφορίζω προς την κατεύθυνση που θεωρητικά ήταν το ξενοδοχείο. Σταματάω για να βγάλω φωτογραφία με το διερχόμενο τραμ, με έναν ξυλοπόδαρο, με ένα κτήριο και με έναν κάδο σκουπιδιών (που έτυχε να βρίσκεται στην γωνία).

Μισή ώρα αργότερα ακόμη ψάχνω το ξενοδοχείο. Έχω χαθεί. Ανεβοκατεβαίνω απλά ανηφόρες.

«Σαν στο σπίτι μου. Άμα, ήθελα ανηφόρες και κατηφόρες έμενα και στην Καβάλα. Που μετά από δεκαεννιά χρόνια δεν χάνομαι κιόλας.»

Τελικά φτάνω στο ξενοδοχείο. Καταϊδρωμένη. Και τι συνειδητοποιώ; Δεν βρίσκομαι σε ξενοδοχείο. Αλλά σε ξενώνα νεότητας. Έχω κάνει αίτηση για εθελοντική εργασία σε hostel. Όχι σε hotel.

«Και αυτά καλό είναι να μην γίνονται.»

Ο υπεύθυνος φαίνεται αρκετά ευχάριστος. Μου εξηγεί τα καθήκοντά μου. Λάντζα.

«Θαυμάσια. Ό,τι ακριβώς είχα ονειρευτεί.»

Με ξεναγεί στον χώρο. Το κτήριο είναι τριώροφο. Κάθε όροφος έχει τέσσερα δωμάτια. Κάθε δωμάτιο τρεις κουκέτες. Κάθε κουκέτα ένα κρεβάτι. Κάθε κρεβάτι αντιστοιχεί σε έναν επισκέπτη. Μπάνια και κουζίνα κοινά για όλους.

Κάθε μέρα πρωινό ξύπνημα στις επτά και μισή. Η βάρδια μου θα είναι οκτώ με έντεκα κάθε πρωί. Με δύο ρεπό την εβδομάδα.

Τέλος, μου παραδίδει τον ρουχισμό του προσωπικού. Και τα κλειδιά του δωματίου μου. Οι συγκάτοικοί μου ήταν ήδη εκεί και με περιμέναν.

Από το πρώτο λεπτό συνειδητοποιώ ότι είμαι έξω από το comfort zone μου.

«Για να περάσω καλά θα πρέπει να προσαρμοστώ».

Και προσαρμόστηκα.

To be continued

Φυσικά δεν θα σε αφήσω με την αγωνία. Θα σου διηγηθώ και τις υπόλοιπες περιπέτειές μου στην Πορτογαλία.

Για ποια με πέρασες; Απλά θα σε ψήσω λιγάκι.

Για να μάθεις την συνέχεια θα πρέπει να περιμένεις. Την επόμενη εβδομάδα. Την επόμενη Δευτέρα. Ίδιο μέρος. Ίδια ώρα.

Μέχρι τότε να προσέχεις, αγαπητό ημερολόγιο.

 

Και να θυμάσαι ότι όσο στενεύει ο κλοιός, τόσο η ψυχή μας θα έχει ανάγκη τα ταξίδια.

 

Με νοσταλγία,

η έγκλειστη φοιτήτρια

 

Διαβάστε επίσης