20/05/2025
Ποιος γνωρίζει σήμερα τον άνδρα που απεικονίζεται στο χαρτονόμισμα των πέντε μάρκων της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας (ΛΔΓ); Repubblica Democratica Tedesca (RDT). Πιθανώς κυρίως εκείνοι που κοινωνικοποιήθηκαν πριν από το 1989 στο «εργατικό και αγροτικό Κράτος», το οποίο χρησιμοποίησε τον Thomas Müntzer για να συνδεθεί με μια παράδοση που ξεκίνησε με την αγροτική εξέγερση του 1525. Ο όρος-κλειδί εδώ ήταν η πρώιμη αστική επανάσταση (frühbürgerliche Revolution), γράφει ο . Tobias Prüwer *
Ποιος γνωρίζει σήμερα τον άνδρα που απεικονίζεται στο χαρτονόμισμα των πέντε μάρκων της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας (ΛΔΓ); Repubblica Democratica Tedesca (RDT). Πιθανώς κυρίως εκείνοι που κοινωνικοποιήθηκαν πριν από το 1989 στο «εργατικό και αγροτικό Κράτος», το οποίο χρησιμοποίησε τον Thomas Müntzer για να συνδεθεί με μια παράδοση που ξεκίνησε με την αγροτική εξέγερση του 1525. Ο όρος-κλειδί εδώ ήταν η πρώιμη αστική επανάσταση (frühbürgerliche Revolution).
Η ζωή του Μύντσερ ήταν στενά συνδεδεμένη με τα γεγονότα που είναι κοινώς γνωστά ως αγροτικός γερμανικός πόλεμος. Η εκτέλεσή του μετά την ήττα στη Μάχη του Φρανκενχάουζεν- Frankenhausen έστεψε την πορεία του ως φάρο του επαναστατικού κινήματος.
Ο Μύντσερ κατέστη μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα για τους ιστορικούς τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης και ένα σύμβολο που επικαλέστηκαν μέχρι και οι λατινοαμερικάνοι θεολόγοι της απελευθέρωσης. Για κάποιους, ο Μύντσερ ήταν ένας χαμένος θεολόγος. για άλλους, ο επαναστάτης που κραδαίνει τη σημαία του ουράνιου τόξου. Ο Μύντσερ παρουσιάζεται ως το σύμβολο μιας ανεκπλήρωτης υπόσχεσης, καθώς τα αιτήματα για δικαιοσύνη που διατυπώθηκαν τότε παραμένουν επίκαιρα ακόμη και σήμερα, 500 χρόνια αργότερα.
Ένας μεγάλος άγνωστος
“Από την αρχή κιόλας, τίποτα δεν ήταν ξεκάθαρο γι’ αυτόν». Με αυτά τα λόγια Ο Ερνστ Μπλοχ-Ernst Bloch ξεκινά τη βιογραφία του Μύντσερ: »Αυτός ο σκοτεινός νεαρός άνδρας μεγάλωσε σχεδόν εγκαταλελειμμένος. Ο Μύντσερ γεννήθηκε ως μοναχοπαίδι σε μια ταπεινή οικογένεια το 1490 στο Στόλτενμπεργκ, Stoltenberg. Έχασε νωρίς τον πατέρα του και η μητέρα του αντιμετωπίστηκε απαίσια, με προσπάθειες να την διώξουν από την πόλη επειδή υποτίθεται ότι ήταν άπορη. Φαίνεται ότι ο πατέρας έπεσε θύμα των αυθαίρετων αποφάσεων των πριγκίπων και κατέληξε στην αγχόνη. Έτσι ο νεαρός βίωσε, πειραματίστηκε όλες τις πίκρες της ντροπής και της αδικίας”.
Όλα αυτά ηχούν αποθαρρυντικά και η πορεία του Μύντσερ μοιάζει να ήταν αποτέλεσμα των συνθηκών της παιδικής του ηλικίας, αν δεν ήταν που, εκτός από τον τόπο γέννησής του στο Χαρτζ-Harz, τίποτα δεν είναι σωστό και όλα είναι μια προβολή.
Η ακριβής ημερομηνία γέννησης του Μύντσερ είναι άγνωστη. Πιθανότατα ήταν το 1489, υπολογίζοντας από την εγγραφή του στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Η κοινωνική του καταγωγή είναι ασαφής: η οικογένεια δεν πρέπει να ήταν εντελώς κενή μέσων, δεδομένου ότι διαφώνησε με τον πατέρα για την κληρονομιά.
Και άλλα επεισόδια της ζωής του Μύντσερ έχουν φτάσει σε εμάς με αποσπασματικό τρόπο: τα περισσότερα ντοκουμέντα προέρχονται από τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του. Ακόμα και το όνομα της συζύγου του, Οττιλία, Ottilie, ήταν γνωστό μόνο μέσω άλλων εγγράφων. Τα ίχνη της, και αυτά των δύο παιδιών τους, εξαφανίστηκαν μετά την εκτέλεση του Μύντσερ το 1525.
Μετά τις θεολογικές σπουδές, ο Μύντσερ εργάστηκε σε διάφορες ενορίες ως ιερέας και συμμεριζόταν την κριτική του Λούθηρου κατά της Εκκλησίας. Το 1520 στάλθηκε στο Τσβικάου, Zwickau, όπου ανέπτυξε μια προσωπική αντίληψη της πίστης η οποία απομακρύνθηκε ριζικά από εκείνη της Βιτεμβέργης, di Wittenberg: η πίστη έπρεπε να βιωθεί μέσα από μια διαδικασία εσωτερικής θλίψης, οδύνης, αναπαράγοντας το πάθος του Χριστού σχεδόν χωρίς συμβιβασμούς.
ο Müntzer ήταν πεπεισμένος ότι δεν υπήρχε μια προνομιακή πρόσβαση στον Θεό, αλλά ότι αυτή ήταν ανοιχτή σε όλους. Επιπλέον, θεωρούσε την τελική κρίση επικείμενη, και μαζί της, τη βασιλεία του Χριστού στη Γη: «Η μεταμόρφωση του κόσμου είναι προ των πυλών». Ως αποτέλεσμα, ο Μύντσερ επιτέθηκε τόσο στους παλαιούς πιστούς όσο και στους εύπορους μεταρρυθμισμένους πολυμαθείς, οι οποίοι, κατά τη γνώμη του, εμπόδιζαν την πρόσβαση των ανθρώπων στην αληθινή πίστη. Για να καθαρίσει την Εκκλησία, έβλεπε τους αγρότες και την αστική τάξη ως συμμάχους του, και αυτοί εξεγέρθηκαν στη νότια Γερμανία.
Η θεολογική βάση της αντίστασης
Στις αρχές του 1525, αυτό το κίνημα έφτασε στην πιο βίαιη έκφρασή του και στη μέγιστη επέκτασή του. Περιλάμβανε τα νοτιοδυτικά μέχρι την Αλσατία και διέσχιζε την Άνω Σουηβία, τη Φραγκονία και τη Θουριγγία. Η προέλευση της αγροτικής εξέγερσης ήταν ένα σύνθετο μείγμα επιδεινούμενων οικονομικών συνθηκών, κοινωνικοοικονομικών θέσεων, επεμβατικών δικαιωμάτων των πριγκίπων και απαγόρευση χρήσης κοινών αγαθών (δάση, βοσκοτόπια κ.λπ.), καθώς και περιορισμών στην ελευθερία κινήσεων και την αυτονομία των δήμων.
Σε μια συνάντηση αντιπροσώπων στο Μέμινγκεν, οι εξεγερμένοι ενέκριναν τα «Δώδεκα Άρθρα» τους, τα οποία βασίστηκαν στην αγγλική Μάγκνα Κάρτα (1215), την παλαιότερη αξίωση-διεκδίκηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία. Οι εξεγερμένοι επέκτειναν την ιδέα του Λούθηρου για την ελευθερία των χριστιανών, οι οποίοι ήταν ελεύθεροι μόνο στην πίστη τους στη χάρη του Θεού, σύμφωνα με την κατανόησή τους για τα γήινα ζητήματα.
Ο Μύντσερ διατύπωσε επίσης ένα θεολογικά τεκμηριωμένο δικαίωμα στην αντίσταση: εάν η κυριαρχία των πιστών δεν προστάτευε τον λαό, τότε αυτός έπρεπε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, με το σπαθί αν χρειαζόταν.
Στις αρχές του 1525, ο Μύντσερ δραστηριοποιήθηκε στο Μυλχάουζεν, Mühlhausen, όπου οι εξεγερμένοι είχαν πάρει το πάνω χέρι επί των συνταγμάτων της πόλης. Μετά από μια απεγνωσμένη έκκληση για βοήθεια από το Φρανκενχάουζεν, συγκέντρωσε έναν στρατό περίπου 8.000 επαναστατών, μερικοί από τους οποίους ήταν καλά οπλισμένοι. Διέθετε περισσότερα από 14 κανόνια, αλλά καθόλου ιππικό. Ο αυτοσχέδιος οπλισμός των αγροτών, που αποτελούνται από ακατέργαστα δρεπάνια και λιωμένα ρόπαλα, είναι ένας μύθος. Ο Μύντσερ δεν ήταν ποτέ «ηγέτης αγροτών», όπως ανακηρύχθηκε αργότερα, αλλά μάλλον ένας πνευματικός ηγέτης. Η στρατιωτική διοίκηση παρέμεινε στα χέρια των λοχαγών.
Οι εχθροί του—ο λαντγκράβος της Έσσης, ο δούκας Γκέοργκ-Georg της Σαξονίας και η πόλη του Μπράουνσβικ—συγκέντρωσαν, ένωσαν τους στρατούς τους, που αποτελούνταν από περίπου 7.000 επαγγελματίες στρατιώτες, στις 15 μαΐου μπροστά στο Φρανκενχάουζεν. Πυροβόλησαν ενάντια στο στρατόπεδο όπου είχαν οχυρωθεί οι αντάρτες.
Με τις πρώτες ομοβροντίες των κανονιών, οι αντάρτες πανικοβλήθηκαν. Πολλοί διέφυγαν από την πόλη. Οι περισσότεροι δεν επέζησαν της φυγής και σφαγιάστηκαν. Οι lanzichenecchi μπήκαν στην πόλη. Η μάχη έληξε με 6.000 νεκρούς μεταξύ των στασιαστών και μόνο έξι μισθοφόρων μεταξύ των πριγκίπων.
Στις 27 μαΐου 1525, ο Μύντσερ αποκεφαλίστηκε στις πύλες του Μυλχάουζεν και το κεφάλι του εκτέθηκε σε ένα δόρυ. Αρχικά, εξαναγκάστηκε σε μια ομολογία, από την οποία προέρχεται η περίφημη φράση Omnia sunt communia («όλα ανήκουν σε όλους»). Αυτή η φράση, που του αποδόθηκε χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, χρησίμευσε ως προειδοποίηση για επικίνδυνες σκέψεις και, αργότερα, θεωρήθηκε ένα σημάδι ελπίδας.
Μόνο μία από τις φράσεις του είναι ακόμη πιο διάσημη: «Ο λαός θα είναι ελεύθερος και μόνο ο Θεός θα είναι ο κύριός του». Στις αναμνηστικές πλάκες της ΛΔΓ, το δεύτερο μέρος της πρότασης συχνά εξαφανιζόταν.
Ένα επαναστατικό εγχείρημα
Η Μάχη του Φρανκενχάουζεν δεν ήταν η τελευταία της αγροτικής και αστικής εξέγερσης, αλλά σηματοδότησε ένα σημείο καμπής στην πτώση τους. Μέσα σε ένα χρόνο, περίπου χίλια κάστρα και μοναστήρια καταστράφηκαν. Ο αριθμός των νεκρών εκτιμάται ότι φτάνει έως και τους 75.000 ανθρώπους. Οι επιζώντες χτυπήθηκαν από μια αυτοκρατορική καταδίκη και κατέστησαν παράνομοι και διώχθηκαν. Οι εκτελεσθέντες ήταν μεταξύ 2.000 και 10.000, το 0,5% ή 0,75% του πληθυσμού.
Σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη για έναν «γερμανικό αγροτικό πόλεμο», η περιγραφή των γεγονότων του 1525 ως μιας «επανάστασης του κοινού ανθρώπου» είναι πιο ρεαλιστική, καθώς δεν περιορίστηκε στις γερμανόφωνες περιοχές (δεν υπήρχε καν ένα εθνικό Κράτος) και μεταξύ των συμμετεχόντων δεν ήταν μόνο αγρότες, αλλά και διάφορες ομάδες από τα κατώτερα στρώματα.
Ο Τόμας Μύντσερ συμμεριζόταν αυτή την επιθυμία για μετασχηματισμό της καθεστηκυίας τάξης και την θεμελίωσε θεολογικά. Ήταν σίγουρος με ποια πλευρά ήταν ο Θεός.
Αυτή η έννοια της δημοκρατικής θεοκρατίας ή θεοκρατικής δημοκρατίας ήταν επαναστατική: παρουσιάζει χαρακτηριστικά μιας πρώιμης κριτικής της ιδεολογίας, όταν ο Μύντσερ αποκαλύπτει τη λουθηρανική θεολογία ως όργανο κυριαρχίας, καθώς νομιμοποιεί τις αρχές. Η ανάλυσή του αποδείχθηκε σωστή λίγο αργότερα: η Μεταρρύθμιση εξελίχθηκε σε μια μεταρρύθμιση της κυριαρχίας των πριγκίπων και χρησιμοποιήθηκε ως πολιτικό εργαλείο από τους φεουδάρχες άρχοντες για να αποστασιοποιηθούν από την επιρροή της Ρώμης.
Οι σκέψεις και τα έργα του Μύντσερ δεν έμειναν χωρίς αντίκτυπο, παρά κάθε προσπάθεια να ξεπέσουν στη λησμονιά. Αντιθέτως, η συζήτηση για τη φιγούρα του είναι ακόμη επίμονα ζωντανή. Εν μέρει, λόγω της εκστρατείας δυσφήμισης του Λούθηρου, που δημιούργησε θρύλους όπως εκείνον του αλεξίσφαιρου ιεροκήρυκα, τον οποίο ο Μύντσερ θα είχε προπαγανδίσει σχετικά με την άτρωτη φύση του.
Τα επίθετα που τον χαρακτηρίζουν κυμαίνονταν μεταξύ ονειροπόλου, φανατικού και επαναστάτη. Ο Χάινριχ Χάινε, Heinrich Heine τον αποκάλεσε έναν από τους «πιο ηρωικούς και άτυχους γιους». Μετά τη γαλλική Επανάσταση του 1789, ο Μύντσερ άρχισε να γίνεται αντιληπτός υπό ένα νέο πρίσμα, φως: αυτό έδειξε ότι η πολιτική τάξη μπορεί να μετασχηματιστεί.
Τελικά, κατέστη μια κεντρική φυσιογνωμία στις συζητήσεις μεταξύ των ιστορικών των δύο Γερμανιών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και σημείο αναφοράς στην πολιτική αναμνήσεων της ΛΔΓ, η οποία, ειρωνικά, κατέστησε έναν ιεροκήρυκα έναν από τους πυλώνες της. Το θεολογικό οπλοστάσιο του Μύντσερ για την μεταμόρφωση του κόσμου ενέπνευσε ακόμη και τη λατινοαμερικανική θεολογία της απελευθέρωσης.
Ποιος αποφασίζει το νόημα;
Οι απαντήσεις του Μύντσερ δεν μπορούν να είναι οι δικές μας, αλλά τα ερωτήματα που έθεσαν οι εξεγερμένοι εξακολουθούν να είναι επίκαιρα, ακόμη και σήμερα, 500 χρόνια αργότερα.
Στις σημερινές συζητήσεις σχετικά με τον περιορισμό των δημόσιων χώρων και αγαθών, την ιδιωτικοποίηση της παραγωγής νερού και ηλεκτρικής ενέργειας των δήμων, την πρόσβαση στη στέγαση ή την κινητικότητα, μεταξύ άλλων, αναδύεται το ζήτημα των κοινών αγαθών, καθώς και σε πρωτοβουλίες ώστε να καταστούν διαθέσιμοι σε όλους οι πνευματικοί πόροι.
Ούτε ακόμη οι φιλοδοξίες χειραφέτησης και συμμετοχής στην παραγωγή εξάλλου δεν έχουν ικανοποιηθεί.
* από Neues Deutschland
18 Mαίου 2025 –
Μιχάλης ‘Μίκε’ Μαυρόπουλος contropiano.org
