• 3 Μαΐου 2024,

Απ’ το ανοικτό μου παράθυρο: Μυσταγωγία, του Τάσου Βιζικίδη

 Απ’ το ανοικτό μου παράθυρο: Μυσταγωγία, του Τάσου Βιζικίδη

Απ’ το ανοιχτό μου παράθυρο σεργιανάω στον κόσμο.

Οι εκπνοές μου μικρές ομίχλες, σαν τα δεντράκια που στολίζουν τα τζάμια αυτές τις μέρες. Όπου και αν κοιτάξω στολισμένα μπαλκόνια. Γείτονες ανεβοκατεβαίνουν, ψώνια τελευταίας στιγμής. Το βλέμμα στο καφενείο. Λαμπιόνια τονίζουν και σβήνουν εναλλάξ τη ραγισμένη τζαμαρία, και τα ξεφτισμένα γράμματα. Καφενείο “Οι φίλοι”.

Φιγούρες μπαινοβγαίνουν, κάποιες γνώριμες, πελάτες χρόνια. Στην ώρα τους πάντα. Κοντοστέκονται, φυλακίζουν τα χνώτα τους στις παλάμες, τρυπώνουν μέσα. Με το που ανοίγει η πόρτα στα αυτιά μου φωνές για χαρτί που πετάχτηκε άδικα, ήχος από ζάρια που κατρακυλάνε στο τάβλι.

Από δω βλέπω τα πρώτα τραπέζια. Ο καφετζής πηγαινοέρχεται… Ένας γενειοφόρος χειρονομεί έντονα, σαν κάτι να ζητάει. Ο ομοτράπεζος του, χαλαρός, τσιμπολογάει πίνοντας. Περνάει ώρα, σκεπάζω τα πόδια μου με κουβέρτα. Η ραγισμένη τζαμαρία θόλωσε, με δυσκολία μπορώ να δω τι γίνεται μέσα. Όμως, μουσική, τραγούδια, φτάνουν στα αυτιά μου.

Η πόρτα ανοίγει, θαμώνες βγαίνουν, ξεσκούφωτοι, πουκάμισα έξω, σηκωμένα μανίκια… Πρώτος πρώτος ο μουσάτος της τζαμαρίας, στα χέρια του μπουζούκι. Στα τέλια του κρέμονται βάσανα που με κάθε του άγγιγμα τα πετάει μακριά. Μερικοί τραγουδάνε.

Κάποιοι μερακλώνουν για τα καλά. Τσαλίμια, φιγούρες, χέρια που χτυπάνε με δύναμη στο τσιμέντο, σάλτα αθανασίας, κεφάλια ριγμένα πίσω.. Μακρόσυρτο”όοοχ, μάνα μου” βγαίνει από κάποιο στόμα. Φωνές, γέλια, στράκες, παλαμάκια ακυρώνουν τον νταλκά, γιορτάζουμε τώρα. Η εικόνα χάνει τον ήχο της. Χορευτές, θεατές, περαστικοί, ανάλαφροι σαν άγγελοι… Ζηλεύω.

Κλείνω το παράθυρο.

Διαβάστε επίσης